Ευθύνη της Ασφαλιστικής Επιχείρησης για πράξεις του Ασφαλιστικού Συμβούλου
Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει πρόσφατη απόφαση στην οποία το Δικαστήριο έκρινε, σε δεύτερο βαθμό, αγωγή πελάτη – επενδυτή κατά ασφαλιστικού συμβούλου και ασφαλιστικής επιχείρησης, για παράνομη πράξη του ασφαλιστικού συμβούλου.
Του Θεόδωρου Κουτσούμπα, Δικηγόρου – Διδάκτορος Νομικής – M.T.E.Y. (e-mail: [email protected])
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ
Όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με τον νόμο 3283/2004 περί Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α., ο οποίος αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με τον νόμο 4099/2012), οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να διαθέτουν μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων των εταιρειών με τις οποίες συνεργάζονται μέσω και των ασφαλιστικών συμβούλων, που διαθέτουν τα ασφαλιστικά τους προϊόντα.
Η σχέση αυτή της ασφαλιστικής επιχείρησης με τον ασφαλιστικό της σύμβουλο, κάτω από προϋποθέσεις, λαμβάνει τη μορφή της πρόστησης, με συνέπεια να γεννώνται από αυτή έννομες συνέπειες, ειδικά όσον αφορά τη σχέση της ασφαλιστικής επιχείρησης με τον πελάτη ασφαλισμένο – επενδυτή.
Οι έννομες συνέπειες αυτές διαφέρουν ανάλογα με το αντικείμενο της διαμεσολάβησης (ασφαλιστική υπηρεσία ή πώληση μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων), καθώς και από τη σχέση που διαμορφώνεται με βάση τη σύμβαση συνεργασίας μεταξύ του ασφαλιστικού συμβούλου και της ασφαλιστικής εταιρείας.
Σχετικώς, σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει πρόσφατη απόφαση (ΤρΕφΑθ 2989/2016 ΔΕΕ, 4/2016, σελ. 547 επ.), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε, σε δεύτερο βαθμό, αγωγή πελάτη – επενδυτή κατά ασφαλιστικού συμβούλου και ασφαλιστικής επιχείρησης, για παράνομη πράξη του ασφαλιστικού συμβούλου, ο οποίος είχε υπαχθεί στη δύναμη υποκαταστήματός της και τελούσε υπό την ιεραρχική επίβλεψη των προσώπων, τα οποία ηγούντο αυτού, καθώς και του συντονιστή ασφαλιστικών συμβούλων της εταιρείας και τη, με βάση τα ανωτέρω, εις ολόκληρο ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης απέναντι στον πελάτη.
Το Δικαστήριο μεταξύ άλλων έκρινε:
(…) Εξάλλου, για την ως άνω υπαίτια και παράνομη ενέργεια του πρώτου εναγομένου, σε βάρος του ενάγοντος, ευθύνεται παράλληλα και η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, ως προστήσασα αυτόν στην υπηρεσία της.
Και τούτο, διότι η πράξη του τελούσε σε εσωτερική συνάφεια με την υπηρεσία που του είχε αναθέσει η δεύτερη εναγόμενη, ως ασφαλιστικού της συμβούλου στον κλάδο των αμοιβαίων κεφαλαίων, ενώ τελέσθηκε κατά κατάχρηση αυτής, δεδομένου ότι η εν λόγω υπηρεσία και η υπηρεσιακή του εγκατάσταση στα γραφεία της δεύτερης εναγόμενης υπήρξε αναγκαίο μέσο για την εκ μέρους του τέλεση της ζημιογόνου πράξης του σε βάρος του ενάγοντος.
Εξάλλου, αυτός απέσπασε τα επίδικα ποσά από τον ενάγοντα, ενεργώντας ως διαμεσολαβητής για την κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων με τη δεύτερη εναγόμενη και όχι για ίδιο λογαριασμό, ενώ ο ενάγων πείσθηκε από τις διαβεβαιώσεις αυτές του πρώτου εναγόμενου και κατέβαλε σε αυτόν τα υπεξαιρεθέντα ποσά, τα οποία δεν θα κατέβαλε, εάν ο πρώτος εναγόμενος εμφανιζόταν ως απλός ασφαλιστικός σύμβουλος, χωρίς την προβολή και τη σύνδεσή του με τη δεύτερη εναγόμενη, για την οποία, άλλωστε, ο ενάγων ήταν γνώστης και από πριν, δεδομένου ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε μεσολαβήσει για την κατάρτιση πλείστων εγκύρων και ισχυρών ασφαλιστικών συμβάσεων… (…).
Περαιτέρω, όμως, ούτε υπαίτια άγνοια επέδειξε ο ενάγων, καθόσον δεν διέθετε τέτοιου είδους συναλλακτική και κοινωνική εμπειρία και εύλογα πείσθηκε από τις ψευδείς διαβεβαιώσεις του εναγομένου, ότι ο τελευταίος θα προέβαινε σε επωφελή επένδυση για λογαριασμό του, με αποτέλεσμα να δεχθεί να του καταβάλει τα ανωτέρω επιμέρους χρηματικά ποσά, γνωρίζοντας ότι αυτός ήταν εντεταγμένος στο δίκτυο των προσώπων που απασχολούσε η δεύτερη εναγόμενη για την προώθηση των προϊόντων της, και μάλιστα ότι ήταν προβεβλημένο στέλεχός της (βλ. και ΑΠ 530/2014 ο.π.).
Ως εκ τούτων, είχε προκληθεί στον ενάγοντα και η εύλογη πεποίθηση ότι ο πρώτος εναγόμενος διέθετε την απαιτούμενη εξουσιοδότηση από τη δεύτερη εναγόμενη, για την είσπραξη των ανωτέρω επιμέρους καταβληθέντων σε αυτόν χρηματικών ποσών, και ακολούθως, θα επένδυε τα εν λόγω χρήματα σε αγορά αμοιβαίων κεφαλαίων, όπως του υποσχόταν, διαβεβαιώνοντάς τον παράλληλα ότι θα του παρέδιδε σύντομα και τους σχετικούς τίτλους (…).
Η επαγγελματική, εξάλλου, δραστηριότητα του ενάγοντος, ως … δεν προσέδιδαν σε αυτόν τέτοιου είδους συναλλακτική και κοινωνική εμπειρία ώστε να έχει εξοικείωση με τις εξειδικευμένες οικονομικές συναλλαγές – επενδύσεις, που του πρότεινε ο πρώτος εναγόμενος. Υπό αυτά τα δεδομένα, και η άλλη ένσταση (άρθρου 262 ΚΠολΔ), που προέβαλε επικουρικώς η δεύτερη εναγόμενη, περί της εκ μέρους του ενάγοντος γνώσης ή υπαίτιας άγνοιας του γεγονότος ότι ο πρώτος εναγόμενος ενήργησε καθ’ υπέρβαση ή κατά κατάχρηση των καθηκόντων του, που οδηγεί στην απαλλαγή της προστήσασας εταιρείας, αν και νόμιμος (άρθρα 281, 288, 300 ΑΚ, ΑΠ 355/2013, 1617/1987 ΝοΒ 36, 1627, ΕφΑθ 4503/2003 ΕλλΔνη 2004, 194) κρίνεται επίσης απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος (…).