Υποχρεωτική Ασφάλιση Επιχειρήσεων: Οι αντικειμενικές δυσχέρειες εφαρμογής του μέτρου
Του Δημήτρη Καράμπελα
Χημικού Μηχανικού Ε.Μ.Π.
Η πρώτη αναφορά στην υποχρεωτική ασφάλιση των επιχειρήσεων έγινε από τον Πρωθυπουργό, από το βήμα της 87ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Ακολούθως, το οικονομικό επιτελείο ανακοίνωσε, στις 19 Σεπτεμβρίου, ότι καθίσταται υποχρεωτική η ιδιωτική ασφάλιση για πλημμύρα, σεισμό και πυρκαγιά από 1/1/2024 σε μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις (με κύκλο εργασιών άνω των €2 εκατ.), για κτήριο, μηχανήματα, εξοπλισμό και αποθέματα. Από πλευράς Ενώσεως Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, υπήρξε θετική υποδοχή του προναφερθέντος σχεδιασμού, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς διαβάζοντας τη συνέντευξη του Προέδρου κ. Αλέξανδρου Σαρρηγεωργίου, στην Καθημερινή, της 8ης Οκτωβρίου.
Έκτοτε και μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, από την Κυβέρνηση δεν ανακοινώθηκε κάτι νεότερο επί του θέματος. Συζητήσεις, βέβαια, γίνονται πολλές και διατυπώνονται προβληματισμοί, από διάφορες πλευρές…
Ο κ. Δημήτρης Καράμπελας, στο άρθρο του, επισημαίνει αντικειμενικές δυσχέρειες που θα προκύψουν από την εφαρμογή του μέτρου, εάν και εφόσον υλοποιηθεί όπως έχει εξαγγελθεί.
Τα τελευταία χρόνια παριστάμεθα μάρτυρες της συνεχούς και εμφανούς επιδείνωσης των κλιματικών συνθηκών της υδρογείου, η οποία έχει οδηγήσει σε κυριολεκτικά πρωτοφανή καταστροφικά καιρικά φαινόμενα. Τα αίτια αυτής της επιδείνωσης αποδίδονται, πέραν πάσης αμφιβολίας, στις ανθρώπινες δραστηριότητες των τελευταίων περίπου 100 ετών, με την απερίσκεπτη και ασύδοτη χρήση ορυκτών καυσίμων και την παγίωση, κυρίως στις ανεπτυγμένες κοινωνίες, ενός τρόπου ζωής που κατασπαταλά τους γήινους πόρους σαν να μην υπάρχει αύριο.
Στη χώρα μας, μετά από κάθε τέτοια καταστροφή, ερχόμαστε ως κλασικοί επιμηθείς και όχι προμηθείς, να μεμψιμοιρήσουμε, να φορτώσουμε στο κράτος όλες τις ευθύνες και να απαιτήσουμε την κρατική αρωγή, χωρίς να αναρωτηθούμε σε ποιον τελικά ανήκει το ταμείο του κράτους που καλείται να αποζημιώσει όλους τους πληγέντες. Ουδεμία σκέψη για δικές μας ευθύνες, για λήψη μέτρων προφύλαξης ή για ασφάλιση έναντι αυτών των κινδύνων. Το κράτος, από την πλευρά του, σπεύδει να εξαγγείλει την πλήρη αποζημίωση αδιακρίτως όλων των πληγέντων, με προφανή στόχο τον εντυπωσιασμό και την ψηφοθηρία, ενώ μετά από καιρό ουδείς ενδιαφέρεται να εξακριβώσει πόσες και ποιες αποζημιώσεις πληρώθηκαν και με ποια κριτήρια.
Στην Ελλάδα, ο βαθμός ασφάλισης σπιτιών και επιχειρήσεων είναι από τους χαμηλότερους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περίπου στο 1/4 των προηγμένων οικονομικά χωρών. Οι καταναλωτές δεν γνωρίζουν τα ασφαλιστικά πράγματα, είναι εντόνως καχύποπτοι έναντι των ασφαλιστών και υπεραισιόδοξοι ως προς το ενδεχόμενο η επόμενη φυσική καταστροφή να κρούσει και τη δική τους θύρα. Εάν ερωτηθούν οι Έλληνες πολίτες για το ετήσιο κόστος ασφάλισης μιας μέσης κατοικίας 100 τ.μ., θα δώσουν, σε μεγάλη πλειοψηφία, υπερβολικά υψηλότερες τιμές από τις ισχύουσες, που ανέρχονται περίπου στα €150 ετησίως, με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να αποθαρρύνονται να αποκτήσουν μια τέτοια ασφάλιση. Επιπλέον, οι περισσότεροι αμφιβάλλουν για την αξιοπιστία και την ανταποκρισιμότητα των ασφαλιστικών εταιρειών σε μια σημαντική ζημία. Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα είναι η άγνοια των καταναλωτών επί των βασικών κανόνων που διέπουν τις ασφαλίσεις, με συνέπεια πολλές φορές να νομίζουν ότι είναι επαρκώς ασφαλισμένοι, επειδή απλώς διαθέτουν ένα έγγραφο που καλείται ασφαλιστήριο, του οποίου οι καλύψεις, οι αξίες και εν γένει οι όροι μπορεί να απέχουν παρασάγγας από τους κατάλληλους για την περίπτωσή τους. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την παρανόηση παίζουν και οι Τράπεζες με το ενυπόθηκο ενδιαφέρον, καθόσον αρκούνται στο ασφαλισμένο κεφάλαιο που καλύπτει το δάνειό τους, οπότε ο δανειολήπτης θεωρεί ότι είναι ασφαλισμένος και δεν επιδιώκει την πλήρη κάλυψη της αξίας του ακινήτου.
Μέσα, λοιπόν, σε αυτό το “ειδυλλιακό” περιβάλλον ιδιωτικών ασφαλίσεων έρχεται η Κυβέρνηση και εξαγγέλλει, μετά την τελευταία καταστροφική πλημμύρα, την υποχρεωτική ασφάλιση όλων ανεξαιρέτως των επιχειρήσεων που έχουν άνω των €2.000.000 ετήσιο κύκλο εργασιών, δηλαδή ενός σημαντικότατου τμήματος της Ελληνικής Οικονομίας. Δεν γνωρίζουμε ακόμη επεξηγηματικές λεπτομέρειες της εφαρμογής αυτού του νόμου, ούτε τους τρόπους ελέγχου της υλοποίησης του μέτρου και τις αντίστοιχες ποινές μη τήρησής του. Αυτό, όμως, που γνωρίζουμε είναι οι αντικειμενικές δυσχέρειες που επιφέρει η εφαρμογή του και τις οποίες απαριθμούμε στη συνέχεια.
- Καθεμία από τις χιλιάδες επιχειρήσεις που αφορά ο Νόμος μπορεί να έχει ή να μην έχει ασφάλιση. Εάν επιθυμούμε σοβαρά να επιτύχει το μέτρο, πρέπει κάποιος Οργανισμός ή κάποια πιστοποιημένη ιδιωτική εταιρεία να ελέγξει εκάστη επιχείρηση και να διαπιστώσει τις σωστές ασφαλιστικές της ανάγκες και το κατά πόσον αυτές καλύπτονται από τα ενδεχομένως ισχύοντα ασφαλιστήρια.
- Στη συνέχεια, ο ελεγκτικός αυτός μηχανισμός πρέπει να υποδείξει στις επιχειρήσεις που είναι ανασφάλιστες ή ανεπαρκώς ασφαλισμένες το σωστό και πλήρες ασφαλιστικό πρόγραμμα εκάστης και κατόπιν αυτές να το αναζητήσουν στην ασφαλιστική αγορά και φυσικά να καταβάλουν το ανάλογο κόστος.
- Τα ασφαλιστήρια που θα εκδοθούν με αυτή τη διαδικασία πρέπει ακολούθως να ελεγχθούν από τον αρμόδιο μηχανισμό, για να διαπιστωθεί ότι συμμορφώνονται με το ασφαλιστικό πρόγραμμα που τους υποδείχθηκε. Είναι αυτονόητο ότι αυτός ο έλεγχος πρέπει να επαναλαμβάνεται κατ’ έτος στις ανανεώσεις των ασφαλιστηρίων, για να διασφαλισθεί η τήρηση του μέτρου, αλλά και να περιλαμβάνονται οι εν τω μεταξύ επελθούσες μεταβολές.
- Για να είναι σε θέση οι Οργανισμοί ή οι πιστοποιημένες αυτές εταιρείες να εκτελέσουν σωστά το έργο τους πρέπει να στελεχώνονται από καταρτισμένους επιστήμονες, μηχανικούς, οικονομολόγους, λογιστές κ.λπ., με εμπειρία σε ασφαλιστικές εργασίες.
Από τα ανωτέρω προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η υποχρεωτική ασφάλιση των επιχειρήσεων είναι μεν εύκολο να εξαγγελθεί, αλλά δυσχερέστατο να εφαρμοσθεί σωστά στην πράξη, ιδίως μέσω κρατικών φορέων με τη γνωστή γραφειοκρατία και δυσκινησία που τους χαρακτηρίζει. Συνεπώς, κατά την άποψή μας, η ζητούμενη πολύτιμη υψηλή ασφαλισιμότητα στη χώρα μας μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω του ιδιωτικού ασφαλιστικού τομέα. Το κράτος μπορεί να συμβάλει σημαντικά με συνεχή ενημέρωση των επιχειρήσεων, ως προς τη χρησιμότητα της ασφάλισης, αλλά και ως προς τη φερεγγυότητα των εν λειτουργία ασφαλιστικών εταιρειών και κυρίως να παύσει να εξαγγέλλει αποζημιώσεις στους πάντες, οι οποίες είναι αμφίβολο εάν και πότε υλοποιούνται, και κατ’ αυτόν τον τρόπο να υποσκάπτει την πίστη των επιχειρήσεων στις ιδιωτικές ασφαλίσεις. Η σημερινή συγκυρία, μετά τις πρόσφατες τεράστιες φυσικές καταστροφές, είναι ιδανική για να ξεκινήσει μια τέτοια προσπάθεια.
Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News