Αποκλειστική συνέντευξη του Υπουργού Οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ανταποκρίτρια της “Α.Α.” Νατάσα Χριστοφόρου

Είναι ο αξιωματούχος που έχει αμφισβητηθεί όσο κανείς, τόσο στην Κύπρο όσο και από κύκλους στην Ελλάδα, όταν μετά τον διορισμό του ως επικεφαλής του Υπουργείου Οικονομικών, λίγο μετά το κούρεμα καταθέσεων τον Μάρτιο του 2013, αποφάσισε να ακολουθήσει κατά γράμμα τις πρόνοιες του μνημονίου. Τρία χρόνια μετά, η χώρα, που είδε το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της να σημειώνει την πιο ραγδαία πτώση στη σύγχρονη παγκόσμια ιστορία, βγήκε από το μνημόνιο και επέστρεψε στην ανάπτυξη.
Είναι γεγονός ότι τα αποτελέσματα της ανάπτυξης, έναν χρόνο μετά την έξοδο της Κύπρου από το μνημόνιο, δεν έχουν γίνει ακόμη αντιληπτά στα περισσότερα νοικοκυριά και ότι τα κόκκινα δάνεια μοιάζουν με ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί και να βυθίσει και πάλι την κυπριακή οικονομία. Ωστόσο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι ο κ. Χάρης Γεωργιάδης ήταν ο σωστός άνθρωπος, στη σωστή θέση, την κατάλληλη στιγμή.
Στην αποκλειστική συνέντευξή του στην «Ασφαλιστική Αγορά», ο Υπουργός Οικονομικών της Κύπρου εξηγεί πώς η χώρα βγήκε από το μνημόνιο, σημειώνοντας ότι, αν και έχει παρέλθει ο κίνδυνος GREXIT, για να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο και η Ελλάδα πρέπει να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη της διεθνώς. Σημειώνει, δε, ότι η ασφαλιστική βιομηχανία στην Κύπρο ανακάμπτει και ότι δεν αποτελούν τροχοπέδη η σωρεία κανονιστικών διατάξεων και ευρωπαϊκών οδηγιών, που θέτουν όλο και περισσότερα κριτήρια στις εταιρείες.

Κύριε Υπουργέ, πιστεύετε ότι έχει παρέλθει ο κίνδυνος GREXIT;
Χ.Γ.: Θεωρώ πως ναι. Κατ’ ακρίβεια θεωρώ πως δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα για κανένα κράτος-μέλος της Ευρωζώνης, από τη στιγμή που η κυβέρνηση του κράτους έχει την επιθυμία και τη βούληση να κρατήσει τη χώρα εντός της Ευρωζώνης και συνεπώς προβαίνει σε ανάλογες πολιτικές επιλογές.

Τι νομίζετε ότι πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να βγει από το μνημόνιο και να φτάσει στην ανάπτυξη;  
Χ.Γ.: Δεν θα ήθελα να υποβαθμίσω τις προσπάθειες που ήδη γίνονται ή να δώσω την εντύπωση ότι είμαι σε θέση να προβαίνω σε υποδείξεις προς την Ελλάδα. Αλλά θα πω το αυτονόητο. ότι, δηλαδή, η βασική και αυτονόητη προϋπόθεση είναι η αποκατάσταση του αισθήματος εμπιστοσύνης, τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς. Αυτή, θεωρώ, είναι η βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομικής και επενδυτικής δραστηριότητας αλλά και η προϋπόθεση για την αποκατάσταση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, με τρόπο που θα καθιστούσε τα Μνημόνια αχρείαστα. Να το πω ακόμη πιο απλά: το Μνημόνιο θα τερματιστεί όταν οι διεθνείς αγορές εμπιστευτούν την Ελλάδα και αρχίσουν ξανά να τη δανείζουν. Και η εμπιστοσύνη, όπως ξέρουμε, εύκολα χάνεται και δύσκολα ανακτάται.

«Καταργήσαμε τον ΕΝΦΙΑ»

Για ποιο λόγο η Κύπρος κατάφερε να εξέλθει από το μνημόνιο σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με την Ελλάδα;
Χ.Γ.: Και πάλι δεν θεωρώ πως είμαι σε θέση να κάνω σύγκριση, αλλά θα σας απαντήσω για την Κύπρο. Καταφέραμε στην Κύπρο να εξέλθουμε με επιτυχία από το Μνημόνιο, επειδή λάβαμε πολιτικά δύσκολες αλλά απολύτως αναγκαίες αποφάσεις. Για παράδειγμα, περιορίσαμε το δημοσιονομικό έλλειμμα, το οποίο ήταν συστηματικά στο 5-6% του ΑΕΠ, ουσιαστικά στο μηδέν, δηλαδή στον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, μέσα σε έναν μόνο χρόνο. Με τον πρώτο μας μνημονιακό προϋπολογισμό εξαλείψαμε πλήρως το έλλειμμα, μειώνοντας τις δημόσιες δαπάνες κατά 11% και μαζί και κάθε έρεισμα για την Τρόικα να μας πιέζει για νέους φόρους και επιβαρύνσεις. Αυτό απέτρεψε ένα φαύλο κύκλο φορολογιών και ύφεσης. Αντιθέτως, μπορέσαμε να κρατήσουμε σταθερό και ανταγωνιστικό το φορολογικό πλαίσιο και τελικά να προωθήσουμε σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Έχει καταργηθεί η έκτακτη φορολογία επί των μισθών που είχε επιβληθεί προ του Μνημονίου, έχει καταργηθεί η φορολογία επί των ακινήτων, η αντίστοιχη του ΕΝΦΙΑ, και έχουν θεσπιστεί φορολογικά κίνητρα για νέες επενδύσεις. Με λίγα λόγια, νοικοκυρέψαμε σε ένα μεγάλο βαθμό τα οικονομικά του κράτους, για να είμαστε σε θέση να δώσουμε στήριξη στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, που ξέραμε ότι περνούσαν δύσκολα. Ταυτόχρονα, εργαστήκαμε συστηματικά για να εξυγιανθεί το τραπεζικό σύστημα. Κερδίσαμε την εμπιστοσύνη των καταθετών αλλά και των ξένων επενδυτών. Καταργήσαμε πλήρως τα capital controls και, το κυριότερο, αποκαταστήσαμε την πρόσβαση της χώρας στις διεθνείς αγορές. Θεωρώ πως κάναμε ό,τι έπρεπε να κάνουμε, για να μην πάνε χαμένες οι θυσίες των συμπολιτών μας και να μπορέσουμε το συντομότερο δυνατό να σταθούμε στα πόδια μας.

Σε ποιο σημείο βρίσκεται η κυπριακή οικονομία, ένα σχεδόν χρόνο μετά την έξοδο από το μνημόνιο;
Χ.Γ.: Τα πράγματα έχουν βελτιωθεί και συνεχίζουν να βελτιώνονται, αλλά προφανώς έχουμε ακόμη δρόμο να διανύσουμε. Το σημαντικό είναι ότι η Κύπρος έχει εξέλθει του Μνημονίου, σαφώς ισχυροποιημένη σε σχέση με την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί όταν εισερχόταν στο πρόγραμμα στήριξης, το 2013. Μπήκαμε στο Μνημόνιο με την οικονομία σε βαθιά ύφεση και βγήκαμε με την οικονομία να καταγράφει έναν από τους ψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη. Για το 2016 ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν κοντά στο 3% του ΑΕΠ και μια εξίσου καλή επίδοση, δηλαδή της τάξης του 2,5-3% του ΑΕΠ, αναμένεται για τη φετινή χρονιά. Όλοι ουσιαστικά οι παραγωγικοί τομείς έχουν ανακάμψει και συμβάλλουν πλέον στην ανάπτυξη της οικονομίας, και αυτό με τη σειρά του έχει θέσει την ανεργία σε πτωτική τάση.
Σημαντικές επενδύσεις, περιλαμβανομένων και ξένων επενδύσεων, εισέρχονται στο στάδιο της υλοποίησης και αυτό θα δώσει περαιτέρω ώθηση στην πραγματική οικονομία. Τα δημόσια οικονομικά είναι υπό έλεγχο, με ισοσκελισμένο ουσιαστικά προϋπολογισμό, ενώ και το τραπεζικό σύστημα συνεχίζει την πορεία εξυγίανσής του. Αλλά, επαναλαμβάνω, έχουμε ακόμη δρόμο να διανύσουμε και πρέπει συνεπώς να συνεχίσουμε την προσπάθεια χωρίς καμία χαλάρωση.

Αν και εμφανίζεστε αισιόδοξος, η πρώτη αξιολόγηση της Κομισιόν, μετά την έξοδο από το μνημόνιο, δεν ήταν θετική για την Κύπρο. Ενδέχεται να χρειαστεί νέο μνημόνιο;
Χ.Γ.: Πρέπει να έχετε λανθασμένη αντίληψη, γιατί η πρώτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση ήταν πολύ θετική και έχουν υπάρξει και σχετικές δημόσιες δηλώσεις από τον πρόεδρο του Eurogroup. Η έκθεση αναφέρει ότι οι προσπάθειες έχουν αποδώσει καρπούς, ότι η επίδοση της οικονομίας έχει ξεπεράσει τις προσδοκίες, ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι συνεχίζουν να επιτυγχάνονται και ότι τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια μειώνονται.
Αυτό που αναφέρει πράγματι η έκθεση είναι ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο δημοσιονομικής χαλάρωσης και ότι η μεταρρυθμιστική προσπάθεια πρέπει εκ νέου να επιταχυνθεί. Αυτές οι αναφορές δεν είναι αρνητικές αλλά απολύτως ορθές και ταυτισμένες και με τη δική μας προσέγγιση.

Η  λύση του Κυπριακού θα έχει όφελος
Γίνεται πολύς λόγος τον τελευταίο καιρό για την οικονομική πτυχή της λύσης του Κυπριακού, που κοστολογείται από κάποιους σε 25 δις Ευρώ, ενώ κάποιοι την ανεβάζουν στα 60-70 δισεκατομμύρια. Πώς θα βρεθούν τόσα χρήματα, εάν δεν ενδιαφερθούν διεθνείς δωρητές;
Χ.Γ.: Και αυτή, επιτρέψετέ μου να πω, είναι μια λανθασμένη αντίληψη. Ότι, δηλαδή, η λύση θα έχει κόστος. Πρώτα απ’ όλα, οι αριθμοί είναι αυθαίρετοι και γι’ αυτό διαπιστώνετε και εσείς αυτό το εύρος. Δεύτερο, δεν αναφέρονται σε κόστος αλλά σε αξία της ιδιωτικής περιουσίας. Τρίτο και πιο σημαντικό, θεωρώ ότι η λύση θα έχει όφελος. Πρώτα και κύρια, εθνικό όφελος αλλά και οικονομικό όφελος, με τη διάνοιξη νέων σημαντικών ευκαιριών για επενδύσεις και οικονομική δραστηριότητα. Από την άλλη, κόστος έχει η μη-λύση και η διαιώνιση της κατοχής. Κόστος έχει η οριστική απώλεια του συνόλου των περιουσιών μας. Κόστος προκαλεί η παραμονή του κατοχικού στρατού και η ανάγκη διατήρησης ψηλών αμυντικών δαπανών εκ μέρους μας. Να πω ακόμα πως σημαντικό κόστος έχει η μη-λύση και για τους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι θα συνεχίσουν να ζουν στο περιθώριο και σε μια κατάσταση εξάρτησης από την Τουρκία.
Η λύση, λοιπόν, θα έχει αμοιβαίο όφελος. Αλλά διευκρινίζω και τονίζω ότι, για να επιβεβαιωθεί αυτή η θετική προοπτική και για να αποφύγουμε τα προβλήματα, πρέπει η επανενωμένη οικονομία να εδράζεται σε στέρεα θεμέλια. Με λειτουργικές και αξιόπιστες δομές και διαδικασίες στο κράτος και την οικονομία. Και με σωστή προσαρμογή στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η λύση θα είναι επωφελής με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι θα είναι μια καλή, λειτουργική λύση και προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση είναι που εργάζεται ο πρόεδρος Αναστασιάδης.

Ανάκαμψη Ασφαλιστικής Βιομηχανίας
Ένας από τους τομείς που έχει δεχθεί ισχυρό πλήγμα από την πρωτοφανή οικονομική κρίση στην Κύπρο, είναι η ασφαλιστική αγορά. Θεωρείτε ότι θα καταφέρει να ανακάμψει;
Χ.Γ.: Ναι, θεωρώ πως και η ασφαλιστική βιομηχανία έχει γυρίσει σελίδα. Και εδώ, όμως, είναι λογικό ότι η προσπάθεια πρέπει να συνεχιστεί.

Έχουν γίνει σχεδιασμοί για το πώς θα λειτουργήσει η ασφαλιστική βιομηχανία σε περίπτωση λύσης του Κυπριακού; Επειδή οι ασφαλιστικές εταιρείες στα κατεχόμενα δεν έχουν προσαρμοστεί στη Φερεγγυότητα 2.
Χ.Γ.: Κανένας τομέας της οικονομίας στην κατεχόμενη περιοχή δεν είναι σήμερα επαρκώς προσαρμοσμένος στα ευρωπαϊκά δεδομένα, αλλά αυτό ακριβώς θα είναι ένα από τα οφέλη της λύσης. Ότι, δηλαδή, οι ρυθμιστικοί και εποπτικοί κανόνες που διέπουν όλες τις αγορές και όλους τους τομείς, περιλαμβανομένου του ασφαλιστικού, θα εφαρμοστούν σε όλη την επικράτεια της Κύπρου. Σήμερα, το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου λειτουργεί εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου και χωρίς συμμόρφωση στα αυστηρά πλαίσια που αυτό καθορίζει. Η επέκταση του κράτους δικαίου και του ευρωπαϊκού κεκτημένου σε ολόκληρη την επικράτεια μετά τη λύση θα είναι μια από τις πιο σημαντικές και θετικές προοπτικές που θα προκύψουν.

Ποιες διαφορές εντοπίζετε μεταξύ τραπεζικού και ασφαλιστικού τομέα; Πρέπει οι τράπεζες να ασχολούνται με τις ασφάλειες;
Χ.Γ.: Αυτό αποτελεί απόφαση των τραπεζών, με την προϋπόθεση ότι θα τηρούνται εκ μέρους τους όλοι οι ρυθμιστικοί και εποπτικοί κανόνες.

Μετά τη Φερεγγυότητα 2, είχαμε βροχή κανονιστικών διατάξεων και ευρωπαϊκών οδηγιών, που θέτουν όλο και περισσότερα κριτήρια στις ασφαλιστικές εταιρείες. Αυτό  καθιστά, κυρίως τις ασφαλιστικές μικρών χωρών όπως είναι η Κύπρος και η Ελλάδα, μη ανταγωνιστικές, αφού ανεβαίνει το κόστος τους. Δεν νομίζετε ότι αυτή η πρακτική ενισχύει το μονοπώλιο και ευνοεί τις μεγάλες χώρες;
Χ.Γ.: Ο πήχης έχει ανέβει. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός. Αυτό, όμως, που πρέπει κάποιος να επιμετρήσει, είναι εάν η συμμόρφωση προς τις ευρωπαϊκές οδηγίες ενισχύει τα δικαιώματα και την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και γενικότερα την αξιοπιστία του τομέα. Κάτι τέτοιο, θεωρώ, δεν θα ήταν εις βάρος της βιομηχανίας αλλά προς όφελός της, έστω και εάν απαιτείται πλέον μεγαλύτερη προσπάθεια για τη συμμόρφωση.

Προηγούμενο άρθροΣυνεργασία ΑΧΑ και ELPEDISON
Επόμενο άρθροEditorial: Τίποτα και Τύπος