To Σχέδιο Οδηγίας για την Aσφαλιστική Διαμεσολάβηση
Συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ.
Ένα από τα ζητήματα που αναδείχθηκαν από τις πρώτες στιγμές της διεθνούς οικονομικής κρίσης υπήρξε ηέλλειψη επαρκούς διαφάνειας στο σχεδιασμό αλλά και στον τρόπο διάθεσης των χρηματοοικονομικών προϊόντων και υπηρεσιών, αφενός, καθώς και η όχι επαρκής εκπαίδευση των δικτύων και η εποπτεία των χρηματοοικονομικών οργανισμών και καναλιών διάθεσης των προϊόντων και υπηρεσιών αυτών.
Η επικρατούσα στο παρελθόν, υπεραισιοδοξία των παραγόντων των αγορών λειτούργησε για πολλά χρόνια, διεθνώς αλλά και στην Ευρώπη, ως αιτία δημιουργίας μη επαρκών μηχανισμών προστασίας, όχι μόνο για τους ανεπιτήδευτους καταναλωτές αλλά και για τους καταρτισμένους και τεχνικά ενήμερους θεσμικούς επενδυτές.
Τα τρία τελευταία χρόνια γίνεται σημαντική προσπάθεια και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, να επανακαθορίσει τους κανόνες του παιχνιδιού, λαμβάνοντας υπόψη και την εμπειρία του παρελθόντος.
Στο πλαίσιο αυτού του προσδιορισμού των κανόνων έρχεται και η Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διαμεσολάβηση στην ιδιωτική ασφάλιση1, μετά από την εμπειρία που συγκεντρώθηκε με την εφαρμογή της πρώτης Οδηγίας με το ίδιο αντικείμενο2.
Ο τίτλος της Πρότασης είναι στενότερος από την πραγματική εμβέλεια που φιλοδοξεί να καλύψει, αφού, στα πλαίσια της Ελάχιστης Εναρμόνισης που επιδιώκει, αφήνοντας στον εθνικό νομοθέτη περιθώρια για εκτενέστερες και πιο προστατευτικές για το κοινό ρυθμίσεις και όντας εντός των πλαισίων των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, έχει περιλάβει και ρυθμίσεις οι οποίες ξεπερνούν τις καθαρά ασφαλιστικές δραστηριότητες, αποκαλύπτοντας με τον τρόπο αυτόν το στίγμα, τη βούληση και τους σχεδιασμούς της ευρωπαϊκής πολιτικής για την επόμενη ημέρα της ασφαλιστικής αγοράς στον Ευρωπαϊκό Χρηματοοικονομικό Χώρο.
Η Πρόταση με την υιοθέτησή της θα αντικαταστήσει την Οδηγία 2002/ 92/ΕΚ3, η οποία ως γνωστόν ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το ΠΔ 190/20064 και η οποία τροποποίησε το Ν 1569/855, ο οποίος συνεχίζει να ισχύει στο βαθμό που δεν αντιβαίνει το περιεχόμενο των διατάξεων του Προεδρικού Διατάγματος6.
Για το λόγο ότι η Πρόταση αυτή, με την υιοθέτησή της και την ενσωμάτωσή της στο εθνικό μας δίκαιο, θα επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τη λειτουργία της ασφαλιστικής αγοράς, θέτοντας νέους όρους και ως προς τους κανόνες σχεδιασμού των προϊόντων και ως προς τις διαδικασίες και τα κανάλια διοχέτευσής τους στην αγορά, αλλά και ως προς τη σχέση της ασφαλιστικής αγοράς με άλλους συγγενείς χώρους, καθώς και την αποτελεσματικότερη εποπτεία της, θα τύχει ευρύτατου σχολιασμού στο μέλλον.
Όπως και η πρώτη Οδηγία 2002/92/ΕΚ έτσι και η παρούσα Πρόταση είναι τα μοναδικά ευρωπαϊκά κείμενα τα οποία στοχεύουν να θέσουν τους ειδικούς κανόνες για την προστασία των καταναλωτών ασφαλιστικών υπηρεσιών. Μέχρι και την υιοθέτηση της πρώτης Οδηγίας για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση η προστασία του καταναλωτή ασφαλιστικών υπηρεσιών βασίστηκε κύρια στο γενικό πλαίσιο για την προστασία του καταναλωτή εν γένει. Η παρούσα Πρόταση έχει ως έναν από τους κύριους στόχους της την ποιοτική βελτίωση της προστασίας αυτής και την εξομοίωσή της με αυτή την προστασία που παρέχεται για τις επενδυτικές υπηρεσίες μέσω της MiFID17 στους χρήστες χρηματοοικονομικών μέσων, όπως αυτή εξελίσσεται και βελτιώνεται με την επικείμενη νέα Οδηγία MiFID28. Η αναβάθμιση αυτή αφορά σε όλους τους παράγοντες που έρχονται σε επαφή με τους υποψήφιους πελάτες, κύρια για τη διάθεση προϊόντων τα οποία περιέχουν και επενδυτικό χαρακτήρα, μαζί με συνδυασμένη ασφαλιστική κάλυψη, και αποβλέπει, σε συνδυασμό με τα νέα μέτρα για την κεφαλαιοποίηση και την εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων9, στην εξασφάλιση των ασφαλιζομένων-επενδυτών.
Το εγχείρημα αυτό προκύπτει από την ίδια την εξέλιξη της χρηματοοικονομικής αγοράς, η οποία αδυνατεί πλέον, όλο και πιο συχνά, να καθορίσει τα όρια μεταξύ των αμιγώς χρηματοπιστωτικών μέσων και αυτών των διασταυρωμένων προϊόντων, τα οποία φέρουν χαρακτηριστικά από διαφορετικούς κατά βάση κλάδους. Ο βαθμός της προστασίας ειδικώς για τον καταναλωτή ασφαλιστικών υπηρεσιών θα πρέπει να είναι μεγαλύτερος, δεδομένου του ότι, εξ αντικειμένου, η ιδιωτική ασφάλιση εμπορεύεται ένα ακόμη πιο ευαίσθητο αντικείμενο. Αυτό της αίσθησης ασφάλειας.
Η Πρόταση Οδηγίας έρχεται να καλύψει τα υπάρχοντα κενά και να ρυθμίσει τη συμπεριφορά κάθε προσώπου, το οποίο, στα πλαίσια είτε κύριας είτε δευτερεύουσας δραστηριότητας, εμπλέκεται με τη συστηματική ή μη διάθεση ασφαλιστικών προϊόντων. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η Πρόταση εντάσσει στην ασφαλιστική διαμεσολάβηση και τους πραγματογνώμονες και εκτιμητές ζημιών αλλά και τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, όταν αυτές προβαίνουν σε πώληση χωρίς την παρέμβαση ασφαλιστικού διαμεσολαβητή.
Εκτεταμένη αναφορά γίνεται από την Πρόταση στο χαρακτήρα των επενδυτικών, μεικτών προϊόντων και αυτών που συνδυάζονται με ζωή. Διασταυρωμένες πωλήσεις και μέθοδοι παροχής πληροφοριών και συμβουλών στον πελάτη για την αποφυγή ασαφειών και συγχύσεων αποτελούν επίσης αντικείμενα της Οδηγίας. Σε ευθυγράμμιση, δε, με τη MiFID γίνεται διαφοροποίηση του Επαγγελματία από τον Ιδιώτη πελάτη καθώς και στη μεταχείρισή τους σε σχέση και με την παρεχόμενη προστασία αλλά και σε σχέση με την τήρηση του βαθμού της προσυμβατικής ενημέρωσης, της καταλληλότητας των προτεινόμενων προϊόντων και αντίστοιχα της ευθύνης που μία εσφαλμένη διαμεσολαβητική ενέργεια θα επάγεται.
Άλλα κρίσιμα ζητήματα, τα οποία η Πρόταση αντιμετωπίζει, αφορούν στη διαφάνεια ως προς τις προμήθειεςπου λαμβάνει ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, στη δημιουργία ενιαίου ηλεκτρονικού μητρώου διαμεσολαβούντων και στη διασύνδεση των εθνικών βάσεων δεδομένων.
Σημαντικότατο βάρος δίδεται στο ζήτημα της προσυμβατικής ενημέρωσης των υποψηφίων ασφαλιζομένων, βάρος το οποίο μοιράζεται ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής με την ασφαλιστική επιχείρηση, στα πρότυπα και πάλι της MiFID.
Την επιβολή όρων διαφάνειας ως προς το πρόσωπο του διαμεσολαβούντος, τη σχέση του με τον ασφαλιστή, τα χαρακτηριστικά της ασφαλιστικής επιχείρησης, την ενδεχόμενη ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων, τα οποία είναι ενδεχόμενο να επηρεάσουν αρνητικά τα συμφέροντα του πελάτη, τη μέθοδο αξιολόγησης του πελάτη με βάση κρίσιμες πληροφορίες που διαμορφώνουν το προφίλ του και πληρούν τους όρους αξιολόγησης της καταλληλότητάς του, επιδιώκει να εξασφαλίσει η Πρόταση, έχοντας ήδη την πολύτιμη εμπειρία από την για ικανό χρόνο εφαρμογή της πρώτης Οδηγίας.
Στο σημείο αυτό δεν θα μπορούσα να παραλείψω να αναφέρω το γεγονός ότι η χώρα μας προηγήθηκε στο σχεδιασμό για την εκπόνηση σχεδίου νόμου για τη διαφάνεια στην ασφαλιστική αγορά, στο οποίο περιλαμβάνονται αρκετές από τις ρυθμίσεις που μέλλει να φέρει η Πρόταση Οδηγίας, και το οποίο σχέδιο, όμως, δεν ολοκλήρωσε την πορεία του.
Από την πολύ σύντομη αυτή αναφορά είναι βέβαιο ότι ο ασχολούμενος με την ασφαλιστική αγορά επαγγελματίας διαβλέπει να διαμορφώνονται κάποιες νέες τάσεις, οι οποίες θα καθορίσουν το μέλλον της ασφαλιστικής αγοράς στον ευρωπαϊκό χώρο. Από τη μία οι συνθήκες της αγοράς, με τη μείωση της ρευστότητας και ταυτόχρονα την ένταση του ανταγωνισμού, και από την άλλη, οι όλο και πιο λεπτομερείς και απαιτητικές ρυθμίσεις του κοινοτικού και του εθνικού νομοθέτη ωθούν, δίχως αμφιβολία, στην εξασφάλιση προϋποθέσεων, όπως εκπαίδευση, οργάνωση, κατοχύρωση, διαφάνεια, συνέπεια και επαγγελματισμός.
Όλα τα ανωτέρω επιβάλλονται και από το γεγονός ότι η πολυπλοκότητα και συνθετότητα των υπηρεσιών του χρηματοοικονομικού χώρου προϋποθέτει το σωστό σχεδιασμό των προϊόντων από τις εταιρείες και την πλήρη και επαρκή εκπαίδευση και κατάρτιση του διαμεσολαβητή, ο οποίος θα πρέπει να είναι σε θέση να παρέχει πλήρη και αναλυτική ενημέρωση στον υποψήφιο πελάτη του. Μία υγιής αγορά μπορεί να λειτουργήσει μόνο με πλήρη διαφάνεια και γνώση, από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, των όρων λειτουργίας της.
1 Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου σχετικά με τη Διαμεσολάβηση στην Ιδιωτική Ασφάλιση (COM2012 360 FINAL
2 Οδηγία 2002/92/ΕΚ L9/15.1.2003.
3 Οδηγία 2002/92/ΕΚ (IMD 1) για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση.
4# ΠΔ 190/2006 ΦΕΚ Α 196.
5 Ν 1569/85 ΦΕΚ Α 183.
6 Οι σχετικές με τη διαμεσολάβηση πηγές του εθνικού μας Δικαίου είναι, πέραν των ανωτέρω, και οι Ν 3867/10 ΦΕΚ α 128, Ν 3229/2004 ΦΕΚ α 38, ν 2496/97 ΦΕΚ Α 183, ΠΔ 298/86 ΦΕΚ Α 133 και οι Αποφάσεις Κ3 8010/07 ΦΕΚ Β 1600, και Κ3 110872000 ΦΕΚ Β 1531/2000, και κοινή Αποφ. Επιτρ. Κεφαλαιαγοράς και ΔΤΕ 2/387/2006 ΦΕΚ Β 1114/2006.
7 Οδηγία 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων.
8 Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την κατάργηση της Οδηγίας 2004/39 COM 2011, 656 τελικό.
9 (Φερεγγυότητα ΙΙ) Οδηγία 2009/138/ΕΚ, ΕΕL335.
ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – Περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ
www.nb.org
e-mail: [email protected]