Τι συνεπάγεται η πολλαπλή ασφάλιση οχήματος
Η πολλαπλή ασφάλιση οχήματος, καθώς και το τυχόν δικαίωμα αναγωγής του ασφαλιστή, ο οποίος προέβη σε ανόρθωση της ζημίας του τρίτου ζημιωθέντος, διαχρονικά έτυχε διαφορετικής μεταχείρισης, η οποία εμφανίζει νομικό και πρακτικό ενδιαφέρον.
Επί της διαφορετικής αυτής αντιμετώπισης και με αναφορά στις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, έκρινε απόφαση του Αρείου Πάγου, απόσπασμα της οποίας παρατίθεται (ΑΠ 563/2018, ΔΕΕ τεύχος 2/2019, σε 255).
(…) Σύμφωνα με το άρθρο 199 του ΕμπΝ, το οποίο, …καταργήθηκε με το άρθρο 33 παρ. 1 του Ν 2496/1997,… δεν μπορούν να ασφαλιστούν εκ νέου τα ήδη για τον αυτό χρόνο και για τους αυτούς κινδύνους, για ολόκληρη την αξία τους, ασφαλισθέντα πράγματα, εκτός αν η δεύτερη ασφάλιση έγινε υπό την αίρεση της ακυρότητας της προηγούμενης ασφάλισης, ή υπό την αίρεση της ολικής ή μερικής αφερεγγυότητας του πρώτου Ασφαλιστή, ή αν τα δικαιώματα που πηγάζουν από την πρώτη ασφάλιση εκχωρήθηκαν στον δεύτερο Ασφαλιστή ή έγινε παραίτηση αυτών έναντι του πρώτου.
Επομένως, αν έγιναν περισσότερες ασφαλίσεις του ίδιου πράγματος, για τον ίδιο κίνδυνο, για τον ίδιο χρόνο και για ολόκληρη την αξία του σε καθεμιά ασφάλιση, ανεξάρτητα από τον δόλο ή μη εκείνου που συνήψε τις περισσότερες ασφαλίσεις, είναι έγκυρη η πρώτη ασφάλιση και άκυρες οι μεταγενέστερες, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες εξαιρέσεις (ΑΠ 1764/2005, ΑΠ 518/2007).
Οι επόμενοι όμως, μετά τον πρώτο, ασφαλιστές δεν μπορούν να προβάλουν τον ισχυρισμό αυτό κατά του τρίτου ζημιωθέντος από αυτοκινητικό ατύχημα, παρά μόνο υπό τις προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 11 παρ. 2 του Ν 489/1976 (κωδ. ΠΔ 237/1986), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 3 του Ν 170/1993, δέκα έξι (16) ημέρες προ του ατυχήματος, αφού γίνει εγγράφως από τον Ασφαλιστή προς τον ασφαλισμένο γνωστοποίηση της ακύρωσης ή της λήξης της ασφαλιστικής σύμβασης, η οποία γνωστοποίηση γίνεται στην κατοικία ή διαμονή του ασφαλισμένου ή του αντισυμβαλλομένου με επιστολή του Ασφαλιστή προς αυτόν.
Συνεπώς, αν προηγουμένως δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις αυτές έναντι του παθόντος τρίτου ευθύνονται παραλλήλως και εις ολόκληρον τόσο ο πρώτος Ασφαλιστής, λόγω έγκυρης ασφαλιστικής σύμβασης, όσο και ο δεύτερος, βάσει της άκυρης μεν, αλλά χωρίς δυνατότητα αντιτάξεως της ακυρότητας κατά του ζημιωθέντος, σύμβασης ασφάλισης (ΑΠ 1020/2001, ΑΠ 64/1991).
Ο κανόνας του απροβλήτου των ενστάσεων της ασφαλιστικής σύμβασης από τον Ασφαλιστή έναντι του ζημιωθέντος τρίτου, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν 489/1976, υπάρχει όχι μόνον χάριν του ίδιου του ζημιωθέντος, αλλά και χάριν των διαδόχων αυτού, εκείνων δηλαδή που αποκαθιστούν τη ζημία και δυνάμει ρητής διάταξης υποκαθίστανται στα δικαιώματα του τελευταίου κατά του Ασφαλιστή του ζημιογόνου αυτοκινήτου…
Στην περίπτωση της κατά τα προδιαληφθέντα διπλής ασφάλισης, υπό την ισχύ του άρθρου 199 του ΕμπΝ, κατά την οποία έναντι του παθόντος τρίτου ευθύνονται παραλλήλως και εις ολόκληρον τόσο ο πρώτος Ασφαλιστής, όσο και ο δεύτερος (αυτός βάσει της άκυρης σύμβασης ασφάλισης, της οποίας η ακυρότητα δεν αντιτάσσεται κατά του ζημιωθέντος), οι σχέσεις μεταξύ ασφαλιστών διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 487, 488 ΑΚ… Η υποκατάσταση εξαρτάται, όμως, όχι μόνο από την ύπαρξη των δικαιωμάτων του δανειστή, αλλά και από την ύπαρξη και έκταση του δικαιώματος κύριας αναγωγής.
Κατά δε το άρθρο 487 ΑΚ «μεταξύ τους οι περισσότεροι συνοφειλέτες ευθύνονται κατά ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση».
Τη σχέση των κατά τα ανωτέρω συνοφειλετών εις ολόκληρο ασφαλιστών ρύθμιζε, μέχρι την κατάργησή του με το άρθρο 33 παρ. 1 του Ν 2496/1997, το άρθρο 199 ΕμπΝ, το οποίο καθιέρωνε την αποκλειστική ευθύνη του πρώτου Ασφαλιστή και την ακυρότητα της δεύτερης χρονικά ασφάλισης, με τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις, σε περίπτωση μη συνδρομής των οποίων ο πρώτος Ασφαλιστής δεν είχε δικαίωμα αναγωγής.
Συνεπώς, ο Ασφαλιστής που ασφάλισε δυνάμει της προγενέστερης (έγκυρης) ασφάλισης, εφόσον δεν έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του Ασφαλιστή της μεταγενέστερης (άκυρης) ασφάλισης, σύμφωνα με τα άρθρα 488, 487 ΑΚ, δεν υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ζημιωθέντος κατ’ αυτού.
Πρέπει να σημειωθεί ότι, μετά την κατάργηση του άρθρου 199 του ΕμπΝ, από το άρθρο 33 παρ. 2 του Ν 2496/1997, ίσχυσε η διάταξη του άρθρου 15 παρ. 3 του Ν 2496/1997, κατά την οποία οι περισσότερες ασφαλίσεις ήταν ισχυρές και οι περισσότεροι ασφαλιστές ευθύνονταν εις ολόκληρο, ήδη δε ισχύει η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 3 του Ν 489/1976, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 του Ν 3557/2007, σύμφωνα με την οποία ευθύνεται αποκλειστικά ο τελευταίος Ασφαλιστής για την καταβολή της αποζημίωσης στον ζημιωθέντα τρίτο και οι προγενέστερες ασφαλίσεις είναι άκυρες, χωρίς να απαιτείται γνωστοποίηση ή καταγγελία. (…).
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής – M.T.E.Y.
(e-mail: [email protected])
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ