Τι γίνεται με τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα σε περίπτωση ανάκλησης άδειας;
Τι έκρινε το Εφετείο Αθηνών σχετικά με τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα σε περίπτωση ανάκλησης άδειας. Ποιες οι υποχρεώσεις των συνεργαζόμενων ασφαλιστικών διαμεσολαβητών;
Aποτελεί νόμιμη υποχρέωση της ίδιας της ασφαλιστικής επιχείρησης της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας, να επιστρέψει τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα στον αντισυμβαλλόμενο πελάτη της.
Έτσι έκρινε το Εφετείο Αθηνών σε σχετική απόφαση, αναφερόμενη και στις υποχρεώσεις των συνεργαζόμενων ασφαλιστικών διαμεσολαβητών (ΤρΕφΑθ 6370/2018, ΔΕΕ, 3, 2019 σελ. 436 επ.). (…) ΙΙΙ.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 38 παρ. 3 του ΠΔ 237/1986 «Κωδικοποίηση των διατάξεων του Ν 489/1976 (ΦΕΚ Α΄ 331/76) περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης»:
«Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης στον κλάδο ασφάλισης της αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, σύμφωνα προς τις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να ακυρώσει τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που έχει εκδώσει επιφυλασσόμενων των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 11 και να επιστρέψει στους ασφαλισμένους τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα αυτών των ασφαλιστηρίων αφαιρώντας από αυτά ποσοστό 25%»,
ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 ΝΔ 400/1970 «Περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως», το οποίο καταργήθηκε από 1.1.2016 με το Ν 4364/2016 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009 κ.λπ.» (ΦΕΚ Α΄ 13/5.2.2016), πλην όμως εξακολουθεί να ισχύει επί διαδικασιών εξελέγξεως και επαληθεύσεως απαιτήσεων, οι οποίες άρχισαν προ της 31.12.2015, καθ’ όσον εφαρμόζεται επ’ αυτών η ισχύουσα κατά το χρόνο εξελέγξεως και επαληθεύσεως απαιτήσεων νομοθεσία (βλ. ΑΠ Ολ 21/1994 ΕλλΔνη 37, 574):
«Τριάντα ημέρες μετά την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της, εκτός από αυτές των ασφαλίσεων ζωής, εφόσον μέσα στην πιο πάνω προθεσμία δεν έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Εμπορίου τυχόν αίτηση άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης περί αναδοχής του ασφαλιστικού της χαρτοφυλακίου. (…)
Περαιτέρω, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η άδεια σύστασης και λειτουργίας της ενάγουσας – εφεσίβλητης εταιρείας ανακλήθηκε την 31.3.2009 δυνάμει της υπ’ αριθμόν …/31.3.2009 απόφασης του Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, η οποία δημοσιεύτηκε νόμιμα στο υπ’ αριθμόν ΦΕΚ …/9.4.2009, Τευχ. ΑΕ & ΕΠΕ, οπότε και τέθηκε υπό ασφαλιστική εκκαθάριση.
Η εκκαθαριζόμενη εταιρεία έπαψε πλέον να ασκεί ασφαλιστικές εργασίες και να καλύπτει κινδύνους από 31.3.2009. Μόνο η αστική ευθύνη τρίτων από την κυκλοφορία οχημάτων καλύπτονταν για ένα ακόμη μήνα, ήτοι μέχρι 30.4.2009, από το Επικουρικό Κεφάλαιο. Έτσι, τα ασφάλιστρα, που αφορούν το χρονικό διάστημα από 31.3.2009 μέχρι τον αναγραφόμενο στα ασφαλιστήρια συμβόλαια χρόνο λήξης θεωρούνται μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα.
Περαιτέρω, οι εκκαλούσες προβάλλουν, μεταξύ άλλων, με τον 4ο λόγο της έφεσής τους, την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας ως προς την απόδοση των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων και των αναλογουσών σ’ αυτά προμηθειών της, επικαλούμενη για τη θεμελίωση της ένστασης αυτής, ότι η ενάγουσα καταχρηστικά επιδιώκει την απόδοση των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων, που αντιστοιχούν στο μετά την 30.4.2009 διάστημα, κατά το οποίο δεν ηδύνατο να παράσχει ασφαλιστική κάλυψη στους ασφαλισμένους και ότι η άσκηση της σχετικής αξίωσης της ενάγουσας – εφεσίβλητης και το αίτημα να αναγνωρισθεί ότι έχει έναντι της πρώτης εναγόμενης αξίωση για ποσά, τα οποία αφορούν χρονική περίοδο που είχε παύσει τη λειτουργία της και δεν παρείχε ασφαλιστική κάλυψη, παρίσταται όλως καταχρηστική.
Η ένσταση, όμως, αυτή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον τα επικαλούμενα περιστατικά και αληθινά υποτιθέμενα δεν αρκούν για τη θεμελίωση της ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας ασφαλιστικής επιχείρησης, η τελευταία είναι υποχρεωμένη να ακυρώσει τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που έχει εκδώσει και να επιστρέψει στους ασφαλισμένους τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα αυτών των ασφαλιστικών συμβολαίων, αφαιρώντας από αυτά ποσοστό 25%.
Η επιστροφή των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων προς τους ασφαλισμένους, που έχουν ήδη καταβάλει αυτά, πρέπει να γίνει από την ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία με την πρωτοβουλία του εκκαθαριστή, είτε τα ασφάλιστρα αυτά έχουν εισπραχθεί από την ασφαλιστική εταιρεία είτε παρακρατούνται ακόμη από τους ασφαλιστικούς πράκτορες και παραγωγούς ασφαλίσεων.
Οι τελευταίοι δε πράκτορες μετά την ανάκληση της άδειας της ασφαλιστικής επιχείρησης υποχρεούνται να αποδώσουν τα ασφάλιστρα στην τελευταία, η οποία και ήταν συμβαλλόμενη στη σύμβαση ασφάλισης και δεν δικαιούνται να τα χρησιμοποιήσουν για άλλο σκοπό, ενόψει και της κατά τα άνω ευθύνης της ασφαλιστικής επιχείρησης προς απόδοσή τους στους ασφαλισμένους.
Εξάλλου, περίπτωση απαλλαγής της τελευταίας από την υποχρέωσή της αυτή δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει και του ότι οι εναγόμενες – εκκαλούσες δεν επικαλούνται παραίτηση των ασφαλισμένων από την, ως άνω, αξίωσή τους έναντι της ενάγουσας ασφαλιστικής επιχείρησης.
Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εναγόμενες – εκκαλούσες με τους 4ο, 10ο και 11ο λόγους της έφεσής τους είναι ουσιαστικά αβάσιμα και συνεπώς απορριπτέα. (…).
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής – M.T.E.Y.
(e-mail: [email protected])
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ