Άρθρα

Τι επιδιώκει η Κυβέρνηση με το Σχέδιο Νόμου για την κρατική αρωγή στις επιχειρήσεις;

Μέγιστη ήταν η έκπληξη που νιώσαμε με το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Οικονομικών «Κρατική αρωγή προς επιχειρήσεις για φυσικές καταστροφές και συντονισμός σχετικών θεμάτων» που έχει τεθεί σε διαβούλευση μέχρι την 1η Μαρτίου. Το σχέδιο νόμου προβλέπει την ίδρυση ενός ακόμη κρατικού φορέα, ο οποίος θα δίδει αποζημιώσεις σε εμπορικές, βιοτεχνικές, βιομηχανικές και αγροτικές επιχειρήσεις, οι οποίες πλήττονται από φυσικές καταστροφές.

Φυσικές καταστροφές – θεομηνίες ορίζονται οι σεισμοί, πλημμύρες, πυρκαγιές, κατολισθήσεις, ανεμοστρόβιλοι, τυφώνες, χιονοστιβάδες, χαλαζοπτώσεις και ηφαιστειακές εκρήξεις. Οι αποζημιώσεις θα καλύπτουν υλικές ζημίες σε κτήρια, εξοπλισμό, πρώτες ύλες, εμπορεύματα, προϊόντα, φορτηγά, αυτοκίνητα επαγγελματικής χρήσης και μέσα παραγωγής.

Από το σχέδιο νόμου δεν προκύπτει σαφώς ο τρόπος χρηματοδότησης αυτού του Ταμείου, που θα κληθεί να αποζημιώσει όλες τις επιχειρήσεις της Ελλάδας, όταν πληγούν από φυσικές καταστροφές. Αναφέρει ότι ο κύριος πόρος του Ταμείου είναι «εισφορές ιδιωτών». Ποιοι είναι αυτοί οι ιδιώτες και πόσες μπορεί να είναι αυτές οι εισφορές παραμένει αδιευκρίνιστο. Σε άλλο σημείο αναφέρει ότι το Ταμείο θα αποζημιώνει συμπληρωματικά με τον κρατικό προϋπολογισμό, κάτι που δεν κατανοούμε τι ακριβώς σημαίνει. Αμφιβάλλουμε εάν οι συντάκτες του σχεδίου νόμου γνωρίζουν, έστω και σε χονδροειδή εκτίμηση, πόσες εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ είναι ο μέσος όρος ετησίως, με στοιχεία της τελευταίας δεκαετίας, όλων των επελθουσών ζημιών από φυσικές καταστροφές σε επιχειρήσεις, οι οποίες θα διεκδικούν αποζημίωση.

Θα προσπαθήσουμε κατωτέρω να παραθέσουμε μια σειρά ερωτημάτων που αναφύονται σε κάθε έμπειρο επαγγελματία της ασφαλιστικής αγοράς:

Υπενθυμίζουμε στους συντάκτες του σχεδίου ότι το συγκεκριμένο θέμα της κάλυψης φυσικών καταστροφών αποτελεί το κατ’ εξοχήν αντικείμενο του κλάδου της ιδιωτικής ασφάλισης. Με την άνευ όρων και κόστους κάλυψη των ζημιών αυτών από το Κράτος σε κάθε ελληνική επιχείρηση μπαίνει ταφόπλακα στις επαγγελματικές ασφαλίσεις περιουσίας, που αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό των ασφαλίσεων κατά ζημιών. Ποιος επιχειρηματίας θα ασφαλισθεί, όταν θα γνωρίζει ότι μεγάλο τμήμα των σοβαρών κινδύνων που τον απειλούν θα καλύπτεται δωρεάν από το κράτος;

Πρακτικά, η μόνη περίπτωση καταστροφικής ζημίας σε επιχείρηση που δεν θα καλύπτεται από το Ταμείο αυτό είναι η πυρκαγιά που θα προέλθει από τις εγκαταστάσεις της ίδιας της επιχείρησης ή έστω από κάποια γειτονική εγκατάσταση. Θέτοντας ασφαλισμένους και ανασφάλιστους ακριβώς στην ίδια μοίρα, ουσιαστικά περιπαίζει τα “κορόιδα” που πληρώνουν ασφάλιστρα.    

Ο μέσος όρος ασφαλιστικής δαπάνης ως ποσοστού επί του ΑΕΠ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι περίπου 5% – 6%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι 2%. Είναι προφανές ότι με την υιοθέτηση τέτοιων μέτρων, το πολύ χαμηλό αυτό ποσοστό θα μειωθεί περαιτέρω. Δεν γνωρίζουμε κάποια χώρα της Ε.Ε. να έχει θεσπίσει ανάλογες διατάξεις κρατικών αποζημιώσεων, ενώ οι ασφαλιστικές εταιρείες αυτών των χωρών δημοσιοποιούν τα τεράστια ποσά αποζημιώσεων που καταβάλλουν για τις φυσικές καταστροφές, αλλά φαίνεται ότι η χώρα μας πρωτοπορεί στην κρατικοποίηση της ιδιωτικής ασφάλισης, παρά τα αντιθέτως εξαγγελθέντα από την τότε φρεσκοεκλεγμένη κυβέρνηση το 2019.

Μη διαθέτοντας επαρκή και ακριβή στοιχεία, εκτιμάμε πολύ χονδρικά ότι το σύνολο των αποζημιώσεων που θα καταβάλλει κατ’ έτος το Δημόσιο ανέρχεται σε αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, με σημαντική αύξηση σε χρονιές κατά τις οποίες μπορεί να επέλθουν σωρευτικά 1 – 2 μεγάλοι σεισμοί και ακραία καιρικά φαινόμενα. Η εκτίμηση αυτή βασίζεται στην εμπειρία των 10 τελευταίων ετών από ασφαλιστικές αποζημιώσεις, που όμως αποτελούν ένα πολύ χαμηλό ποσοστό των συνολικών ζημιών, λόγω της πολύ χαμηλής ασφαλισιμότητας των ελληνικών επιχειρήσεων. Τίθεται, λοιπόν, το εύλογο ερώτημα: πού θα βρεθούν αυτά τα τεράστια ποσά και ποιους θα επιβαρύνουν. Περιττό να αναφέρουμε ότι περίπου άλλα τόσα ποσά θα απαιτηθούν και για την κάλυψη των κινδύνων ιδιωτικών, μη επαγγελματικών περιουσιών (σπίτια – αυτοκίνητα – σκάφη, κ.λπ.), οι ιδιοκτήτες των οποίων ευλόγως θα αναμένουν από το Κράτος ανάλογη προστασία. Σημειωτέον, επίσης, ότι κάθε χρόνο οι φυσικές καταστροφές θα εντείνονται, κάτι που παραδέχονται παγκοσμίως όλες οι επίσημες αρχές.

Ένα άλλο μεγάλο ερώτημα είναι: ποιος θα κάνει τις εκτιμήσεις αυτών των ζημιών των επιχειρήσεων, ώστε να καταβάλλεται η σωστή αποζημίωσή τους; Εν αντιθέσει προς τις ζημίες κατοικιών, όπου καθορίζεται μια τιμή ανά τετρ. μέτρο η οποία δεν απέχει συνήθως πολύ από την πραγματικότητα, στις εκτιμήσεις ζημιών επιχειρήσεων τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Θέματα όπως η παλαιότητα κτηρίων και μηχανημάτων, οι σημερινές τιμές αντίστοιχων καινούργιων, οι λογιστικές αποσβέσεις, οι αξίες πρώτων υλών, ημιετοίμων – ετοίμων προϊόντων και εμπορευμάτων, η εμπορευσιμότητα και πολλά άλλα αποτελούν κρίσιμα στοιχεία υπολογισμού.

Οι ασφαλιστικοί πραγματογνώμονες είναι ίσως οι μόνοι που έχουν την τεχνογνωσία τέτοιων εκτιμήσεων, αλλά προφανώς δεν επαρκούν για να καλύψουν τη ζήτηση πραγματογνωμοσυνών που θα απαιτηθούν για το σύνολο των πληττομένων επιχειρήσεων, ασφαλισμένων και μη. Εάν, όπως αναφέρει το σχέδιο νόμου, αφεθούν οι εκτιμήσεις σε απλούς κρατικούς υπαλλήλους ή σε μηχανικούς και λογιστές διαφόρων Επιμελητηρίων, χωρίς την ανάλογη εμπειρία, τα αποτελέσματα θα είναι απρόβλεπτα και η κρατική επιβάρυνση υψηλότερη.

Το πνεύμα του σχεδίου νόμου είναι εντελώς εχθρικό προς την ιδιωτική ασφάλιση, διότι τα δύο μόνο σημεία στα οποία εμπλέκει τους ασφαλιστές είναι, αφ’ ενός, ο προσδιορισμός της ασφαλιστικής αποζημίωσης, ως προϋπόθεση για την περαιτέρω καταβολή της κρατικής επιδότησης, και, αφ’ ετέρου, η συνεργασία με το Δημόσιο για διασταύρωση στοιχείων των ασφαλισμένων επιχειρήσεων.

Το πρώτο σημείο οδηγεί με μαθηματική βεβαιότητα σε ρήξη ασφαλιστών και ασφαλισμένων, καθότι οι τελευταίοι θα ανυπομονούν για την ολοκλήρωση της ασφαλιστικής πραγματογνωμοσύνης και θα πιέζουν έντονα τους πραγματογνώμονες και τους ασφαλιστές να τελειώνουν όπως – όπως, ώστε να λάβουν κατόπιν την κρατική επιδότηση, με όσες παρενέργειες αυτό συνεπάγεται. Το δεύτερο προσθέτει φόρτο εργασίας στους ασφαλιστές, οι οποίοι χωρίς κανένα δικό τους όφελος ή αμοιβή πρέπει να κοινοποιούν στο Δημόσιο όλα τα στοιχεία της ασφάλισης του πελάτη τους προς διασταύρωση, με ό,τι παρενέργειες αυτό πάλι προκαλεί. Επιπλέον, ένα άλλο εχθρικό στοιχείο προς την ασφάλιση είναι το γεγονός ότι αυτές οι κρατικές επιδοτήσεις είναι περιέργως ακατάσχετες και αφορολόγητες, ενώ οι ασφαλιστικές αποζημιώσεις δεν είναι. Εδώ πηγάζει το ερώτημα τι σημαίνει αφορολόγητες; Η επιχείρηση, δηλαδή, δεν θα υποχρεούται να δηλώσει την επιδότηση ως έσοδο σε λογιστική αντιστάθμιση των ζημιών που υπέστη, όπως υποχρεωτικά συμβαίνει στις ασφαλιστικές αποζημιώσεις;

Η μόνη βιώσιμη και ρεαλιστική λύση στο πρόβλημα της προστασίας των επιχειρήσεων, αλλά και των κατοικιών, είναι ο σωστός συνδυασμός της ιδιωτικής ασφάλισης με την κρατική επιδότηση. Στο παρελθόν, ο γνωστός πραγματογνώμων Παναγιώτης Στρατής είχε προτείνει οι φυσικές καταστροφές να ασφαλίζονται κατά 50% στις ασφαλιστικές εταιρείες και το υπόλοιπο 50% της ενδεχόμενης ζημίας να καταβάλλεται από το Δημόσιο ως επιδότηση. Όποια επιχείρηση δεν ασφαλισθεί στη μειωμένη κατά 50% αξία της δεν θα δικαιούται κρατικής επιδότησης.

Εάν υιοθετηθεί αυτή η πρόταση, το ποσοστό ασφαλισιμότητας των ελληνικών επιχειρήσεων θα εκτοξευθεί, με τεράστιες ωφέλειες για το κοινωνικό σύνολο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το Δημόσιο επιβαρύνεται ελάχιστα, καθώς μεγάλο μέρος της επιδότησης επιστρέφει ως φόρος ασφάλισης (15% των ασφαλίστρων), ως φόρος μισθωτών υπηρεσιών των προσθέτων υπαλλήλων, που σίγουρα θα προσληφθούν από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις για να αντιμετωπίσουν την αυξημένη ζήτηση εργασιών που θα προκύψει, αλλά και ως πρόσθετος φόρος εισοδήματος των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ακόμη και ως ΦΠΑ των τιμολογίων που υποχρεωτικά θα εκδοθούν για την αποκατάσταση των ζημιών και την αποζημίωσή τους. Τέλος, δημοσιονομικό όφελος θα προκύψει και από τις υποχρεωτικές αυξημένες επενδύσεις των ασφαλιστικών εταιρειών.

Το Ελληνικό Δημόσιο έχει ήδη πολλά ανοικτά μέτωπα και πρέπει να είναι πολύ φειδωλό σε υποσχέσεις, που δεν θα μπορεί να εκπληρώσει. Πόσο μάλλον όταν οι διαρκώς διογκούμενες φυσικές καταστροφές θα πλήττουν εξίσου και τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία που είναι ουκ ολίγα. Η φροντίδα του Δημοσίου προς πληττόμενες οντότητες είναι αυτονόητη και δικαιολογημένη, αλλά πρέπει να επιδεικνύεται με ορθολογικούς τρόπους, προς το συμφέρον του ιδίου του Δημοσίου, αλλά και της κοινωνίας και της ιδιωτικής οικονομίας, καθότι αυτά είναι αλληλένδετα.

Δημήτρης Καράμπελας,  Χημικός Μηχανικός Ε.Μ.Π.

Διαβάστε επίσης: “Εισπράττουμε” οργή των ασφαλιστών για κυβερνητική πρωτοβουλία

Ακολουθήστε την Ασφαλιστική Αγορά στο Google News

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας