Η τύχη των εισπραχθέντων, αλλά μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων στην περίπτωση της ανάκλησης της άδειας ασφαλιστικής εταιρείας, μετά την πάροδο των τριάντα ημερών από την ανάκληση...
Όπως και σε προηγούμενες αναφορές έχει επισημανθεί, στην περίπτωση ασφάλισης προσώπων κατά ατυχημάτων χωρεί αυτοδίκαιη υποκατάσταση της ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία κατέβαλε την αποζημίωση, στα δικαιώματα του ασφαλισμένου κατά του υπαίτιου της ζημίας τρίτου προσώπου.
Ο «ημιαναγκαστικός» χαρακτήρας του Ασφαλιστικού Νόμου (Ν. 2496/1997), στο πνεύμα της προστασίας του ασθενέστερου μέρους στις συμβάσεις ασφάλισης, δεν επιτρέπει απαλλαγές από την ευθύνη του ασφαλιστή, οι οποίες δεν προβλέπονται ρητά από τον ίδιο τον νόμο, ακόμη και αν οι απαλλαγές αυτές περιλαμβάνονται στην ασφαλιστική σύμβαση. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη στοχεύει, ως γνωστόν, στην προστασία του ελάχιστα, έως και καθόλου εξειδικευμένου, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, αποδέκτη των ασφαλιστικών υπηρεσιών, σε σχέση με το αντικείμενο της ιδιωτικής ασφάλισης.
Στην ασφάλιση Ζημιών, ο λήπτης της ασφάλισης που υπέστη βλάβη ή απώλεια του αντικειμένου του ασφαλιστικού του συμφέροντος διατηρεί αξίωση κατά τρίτου, για αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη. Ο ασφαλιστής, δυνάμει της ασφαλιστικής σύμβασης, είναι υπόχρεος να αποκαταστήσει τη ζημία του ασφαλισμένου λήπτη.
Έντονο νομικό αλλά και από άποψη ουσίας ενδιαφέρον έχει υπάρξει με την πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου 210/2023, σχετικά με την απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωση για καταβολή αποζημίωσης, για περίπτωση, εν προκειμένω, κλοπής ασφαλισμένου οχήματος (άρθρο 11 ν. 2496/1997).
Στην ασφάλιση δανειοληπτών ενδιαφέρον εμφανίζει συχνά η περίπτωση θανάτου του δανειολήπτη, ασφαλισμένου από την Τράπεζα σε ομαδικό ασφαλιστήριό της για θάνατο του δανειολήπτη από ατύχημα ή και ασθένεια, ειδικά όταν για το δάνειο υφίσταται εγγυητής.
Από την εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης του ασφαλιστή για καταβολή του ασφαλίσματος στον ασφαλισμένο, μετά την επέλευση του ασφαλιστικού γεγονότος, χωρεί υποκατάσταση του ασφαλιστή στα δικαιώματα του ασφαλισμένου κατά του τρίτου, που είναι υπόχρεος προς αποζημίωση. Η υποκατάσταση αυτή χωρεί ανεξαρτήτως του αν έχει υπάρξει δικαστική απόφαση, η οποία να επιδικάζει την αποζημίωση, ή αυτή καταβλήθηκε κατόπιν συμβιβασμού.
Συχνά εμφανίζεται περίπτωση κατά την οποία ζημία προκαλείται σε τρίτους, αποκλειστικά και μόνο από το φορτίο το οποίο μεταφέρεται από όχημα. Ο σχετικός κίνδυνος είναι δυνατόν να εξαιρείται από το συμβόλαιο αστικής ευθύνης από αυτοκινητικό ατύχημα.
Στις συμβάσεις αστικής ευθύνης, για την έγκυρη έγερση της αξίωσης του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή, για τις ζημίες τις οποίες τρίτος υπέστη, κρίσιμος είναι ο χρόνος της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, δηλαδή, ο χρόνος κατά τον οποίο γεννιέται η ευθύνη του για αποζημίωση και επιδίδεται η αγωγή είτε η εξώδικη όχληση από τον ζημιωθέντα τρίτο.
Η συχνή αναφορά στο κρίσιμο ζήτημα της έγκυρης καταγγελίας στην ασφάλιση προσώπων οφείλεται, αφενός, στις εξαιρετικά σημαντικές συνέπειές της για τον ασφαλισμένο, ο οποίος είναι δυνατόν να βρεθεί ανασφάλιστος, ενώ επί πολλά έτη έχει υπάρξει συνεπής στις από την ασφαλιστική σύμβαση υποχρεώσεις του, και, αφετέρου, στην ευρύτατη περιπτωσιολογία των πραγματικών περιστατικών καταγγελιών, η οποία περιπτωσιολογία, κάθε φορά, απαιτεί τη δικαστική κρίση για τη διαπίστωση του κύρους της κάθε καταγγελίας, σύμφωνα πάντα με τα: άρθρο 7, παρ. 7 και 6 παρ. 1 και 2 του Ν. 2496/1997, σε συνδυασμό με το άρθρο 167 ΑΚ και εν τέλει και του άρθρου 33 του Ν. 2496/1997.
Σύμφωνα και με το ΝΔ 400/1970, που καταργήθηκε με το άρθρο 278 παρ. 1 ν. 4364/2016, είχε ως γνωστόν επιτραπεί στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να ασκούν, στο πλαίσιο της διάθεσης προϊόντων ζωής, επενδυτικές εργασίες σχηματίζοντας «εσωτερικά μεταβλητά κεφάλαια», μονάδες (Unit Linked), για διάθεση στους ασφαλισμένους.
Μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, χρονικό σημείο έναρξης της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις τρίτων κατά αυτής. Επί του ζητήματος αυτού, ενδιαφέρον έχει η απόφαση 36/2022 ΑΠ (δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), η οποία αναφέρεται στην ερμηνεία του όρου «απαιτήσεις από ασφάλιση», σύμφωνα με τον ν. 4364/2016, απόσπασμα της οποίας κατωτέρω:
Σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 2496/1997 για τη Σύμβαση Ασφάλισης, όπως αυτός ισχύει σήμερα, «οι αξιώσεις που πηγάζουν από ασφαλιστική σύμβαση παραγράφονται, στις ασφαλίσεις ζημιών μετά από τέσσερα χρόνια και στις ασφαλίσεις προσώπων μετά από πέντε χρόνια, από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν».
Η αυξανόμενη κινητικότητα των οχημάτων και ειδικά αυτών που προέρχονται από ευρωπαϊκές χώρες αναδεικνύει, σε περιπτώσεις εμπλοκής σε ατύχημα, πλήθος ειδικών ζητημάτων, τα οποία αναγκαστικά εμπλέκουν και τη συνδρομή κανόνων Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου, αλλά και διακρατικών συμβάσεων. Για τον λόγο αυτόν, σε τέτοιες περιπτώσεις απαιτείται μεγάλη προσοχή κατά τον χειρισμό τους, για την αποφυγή απώλειας δικαιωμάτων και απαιτήσεων από τον νόμο και τις συμβάσεις ασφάλισης.
Eίναι σημαντικότατο από άποψη ουσίας και συνακόλουθα ένα από τα απαραίτητα στοιχεία προσυμβατικής ενημέρωσης του λήπτη, η κατανόηση ότι μόνη η δηλωθείσα από τον λήπτη της ασφάλισης αξία του ασφαλιζόμενου πράγματος δεν διασφαλίζει την καταβολή από τον ασφαλιστή της δηλωθείσας αξίας, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιζόμενου κινδύνου.
Σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του ΑΚ, το Δημόσιο οφείλει αποζημίωση για πράξεις ή παραλείψεις των Οργάνων του που ασκούν Δημόσια εξουσία, υπό τις προβλεπόμενες από τον νόμο προϋποθέσεις
Ο Ν. 2496/1997 για την ασφαλιστική σύμβαση, με στόχο την παροχή προστασίας του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου κ.λπ., εντός των πλαισίων των «ημιαναγκαστικού» χαρακτήρα διατάξεών του, δεν επιτρέπει την ελεύθερη διαπραγμάτευση των όρων της σύμβασης, με εξαίρεση μόνο τις ρητά αναφερόμενες στη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του νόμου περιπτώσεις, καθώς και όπου η διάταξη αυτή παραπέμπει σε άλλη διάταξη του ίδιου νόμου, η οποία εμμέσως εντάσσεται στη γενική επιφύλαξη του άρθρου 33, υπό την έννοια ότι, ναι μεν δεν κατονομάζεται ρητά στην εν λόγω διάταξη, καλύπτεται, όμως, από την περιεχόμενη σ’ αυτή γενική επιφύλαξη.
Ο δημόσιας τάξης αποζημιωτικός χαρακτήρας της ασφαλιστικής κάλυψης έχει ως συνέπεια τον αποκλεισμό της υπερασφάλισης, ακόμη και μετά από αντίθετη συμφωνία.
H χρήση σύνθετων οχημάτων ως εργαλείων εκτέλεσης εργασιών, αγροτικών και άλλων, αποτελεί από άποψη ασφαλιστικού ενδιαφέροντος μία ιδιαίτερη περίπτωση, με σημαντικές συνέπειες σε περίπτωση ατυχημάτων και ζημίας τρίτων.