Συνέπειες εκπρόθεσμης αναγγελίας απαίτησης σε υπό εκκαθάριση ασφαλιστική επιχείρηση
Oι προερχόμενες από ασφαλίσεις ζωής απαιτήσεις, για τις οποίες δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, σε υπό εκκαθάριση ασφαλιστική επιχείρηση, δεδομένου ότι εντάσσονται στο «Χαρτοφυλάκιο Ζωής», διατηρούνται σε ισχύ και μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης, με σκοπό τη διερεύνηση της πιθανότητας εξεύρεσης αναδόχου εταιρείας. Αν αυτό δεν καταστεί δυνατό, εντός της εκ του νόμου προθεσμίας, οι συμβάσεις του χαρτοφυλακίου αυτού θεωρούνται ότι έχουν λυθεί αναδρομικά από της ανακλήσεως της αδείας, με συνέπεια, οι δικαιούχοι του ασφαλίσματος να υποχρεούνται να τηρήσουν τις εκ του νόμου υποχρεώσεις αναγγελίας των απαιτήσεών τους στον εκκαθαριστή.
Σχετικά, απόσπασμα της απόφασης ΜΕφΑθ 3248/2020 (δημοσίευση ΔΕΕ, τεύχος Φεβρ. 2021).
(…) Ωστόσο, κατά την άποψη, την οποία το παρόν Δικαστήριο δέχεται ως ορθότερη, η διάταξη του άρθρου 92 ΠτΚ δεν δύναται να τύχει ανάλογης εφαρμογής στο πλαίσιο της διαδικασίας της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, καθ’ ην περίπτωση δεν είχε προηγηθεί εμπρόθεσμη αναγγελία πιστωτή, είτε διότι αυτός αμέλησε είτε διότι του ήταν αδύνατο για οποιονδήποτε λόγο να προβεί σε αναγγελία, δοθέντος ότι ο λόγος της μη αναγγελίας της απαιτήσεως εντός της νομίμου προθεσμίας παραμένει αδιάφορος και δεν συναρτάται προς τη χορήγηση του δικαιώματος ασκήσεως της ανακοπής (ΑΠ 1177/2007 Nomos, ΑΠ 191/2005 ΕΕμπΔ 2005, 808) και μάλιστα με απώτατο χρονικό σημείο ασκήσεως αυτής την τελευταία διανομή, και τούτο διότι στο πλαίσιο της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 92 ΠτΚ αποκλείει κατ’ αρχήν η ύπαρξη ειδικής ρυθμίσεως περί προβολής αντιρρήσεων κατά της καταστάσεως δικαιούχων με άσκηση ανακοπής, η οποία προβλεπόταν από το ΝΔ 400/1970 και ρυθμίζεται ήδη από τον Ν 4364/2016. Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω διάταξη δεν εναρμονίζεται με τη ratio του ΝΔ 400/1970 και πλέον του Ν 4364/2016 περί άμεσης και ταχείας επιλύσεως των σχετικών διαφορών, προβλεπομένης για τον λόγο αυτό ως διαδικασίας εκδικάσεως αυτών την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και επιτρεπομένου μόνον του ενδίκου μέσου της εφέσεως, αποκλεισμένης της αναιρέσεως. Άλλωστε, εν αντιθέσει προς την ασφαλιστική εκκαθάριση, στη διαδικασία εκκαθαρίσεως πιστωτικών ιδρυμάτων προβλέπεται ρητώς η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 92 ΠτΚ (άρθρο 3 παρ. 3 υπ’ αριθμ. 180/22.2.2016 Αποφάσεως Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων – Κανονισμός Ειδικής Εκκαθαρίσεως Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος Χρηματοδοτικών Ιδρυμάτων), δηλαδή σε όσες περιπτώσεις ο Νομοθέτης θέλησε να ισχύσει η ρύθμιση του άρθρου 92 ΠτΚ όρισε τούτο ρητώς. (…)
Πράγματι, κατά την άποψη, την οποία το παρόν Δικαστήριο δέχεται ως ορθότερη, η διάταξη του άρθρου 92 ΠτΚ δεν δύναται να τύχει ανάλογης εφαρμογής στο πλαίσιο της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, για τους αναλυτικώς αναφερομένους ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας λόγους, στην προκειμένη δε περίπτωση οι εφεσίβλητοι δεν προέβησαν σε αναγγελία των απαιτήσεών τους εκ των ως άνω ασφαλιστηρίων συμβολαίων εντός της προβλεπομένης από τη διάταξη του άρθρου 10 παρ 3 ΝΔ 400/1970 αποσβεστικής προθεσμίας, καθ’ όσον ναι μεν στο δικόγραφο της κρινομένης ανακοπής αυτοί ισχυρίζονται ότι ανήγγειλαν νομίμως τις απαιτήσεις τους εκ των ως άνω ασφαλιστηρίων συμβολαίων την 30.6.2011, επισυνάπτοντας τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, πλην όμως δεν αποδεικνύεται από το σύνολο των προσκομιζομένων μετ’ επικλήσεως εγγράφων (τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου, όσο και του παρόντος Δικαστηρίου) ότι έλαβε χώρα έγγραφη αναγγελία των εν λόγω απαιτήσεων, με συνέπεια τη μη καταχώρισή τους στην Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων, γεγονός, το οποίο, μάλιστα, επισήμανε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στο σκεπτικό του (…). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την ανακοπή και διέταξε τη μεταρρύθμιση της Καταστάσεως Δικαιούχων Απαιτήσεων, ώστε να συμπεριληφθούν σε αυτήν και απαιτήσεις των εφεσιβλήτων, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 3 ΝΔ 400/1970 «Περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως» και 92 ΠτΚ, ενώ, εάν ορθώς έκρινε, έπρεπε να απορρίψει καθ’ ολοκληρίαν την ένδικη ανακοπή. Μετά ταύτα, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινομένη έφεση ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί και δικασθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (…).
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής,
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ
Ακολουθήστε την Ασφαλιστική Αγορά στο Google News