Swiss Re: 2004, Ινδικός Ωκεανός – 20 χρόνια μετά το φονικότερο τσουνάμι στην ιστορία
Το τσουνάμι στον Ινδικό Ωκεανό το 2004 στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 227.000 ανθρώπους. Οι ζημιές, ύψους $13 δισ., ήταν στην πλειονότητά τους ανασφάλιστες. Η Swiss Re εκτιμά ότι οι οικονομικές απώλειες της Ινδονησίας, ύψους $4,5 δισ. το 2004, θα ισοδυναμούσαν με $20 δισ. σε τρέχουσα αξία, με βάση την αύξηση του ΑΕΠ και τον πληθωρισμό της χώρας έκτοτε. Το μέγεθος αυτών των απωλειών υπογραμμίζει την ανάγκη για μεγαλύτερη ετοιμότητα απέναντι στον κίνδυνο του τσουνάμι: από συστήματα προειδοποίησης έως υψηλότερα θαλάσσια φράγματα και πιο προηγμένες εκτιμήσεις για την επικινδυνότητα πιθανών μελλοντικών γεγονότων. Οι ταχέως αυξανόμενοι πληθυσμοί σε παράκτιες περιοχές και οι κίνδυνοι έκθεσης υποδηλώνουν ότι θα χρειαστεί περισσότερη δράση για να μειωθούν τα κενά προστασίας, σύμφωνα με τη Swiss Re.
Στις 26 Δεκεμβρίου 2004, ο τρίτος ισχυρότερος σεισμός που έχει καταγραφεί στον κόσμο (Mw 9,1) σημειώθηκε στον Ινδικό Ωκεανό, στα ανοικτά των ακτών της Σουμάτρας, προκαλώντας το φονικότερο τσουνάμι στην ιστορία. Τα κύματά του έφτασαν μέχρι τις ανατολικές ακτές της Αφρικής, 4.500 χλμ. μακριά, αφήνοντας το καταστροφικό τους αποτύπωμα σε 14 χώρες, περισσότερους από 227.000 νεκρούς και πάνω από 1,7 εκατομμύρια άστεγους. Περίπου το 70% των συνολικών οικονομικών απωλειών, ύψους $13 δισ., ήταν σε παράκτιες περιοχές με χαμηλό υψόμετρο, κυρίως στην Ινδονησία (βλ. Πίνακα), αλλά και στην Ταϊλάνδη, τη Σρι Λάνκα και την Ινδία. Τα γεμάτα συντρίμμια κύματα ήταν η αιτία των περισσότερων θανάτων και ζημιών. Στην Ινδονησία, εκτιμάται ότι η σημερινή αξία των οικονομικών απωλειών της θα μπορούσε να είναι περίπου $20 δισ., λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση του ΑΕΠ και τον πληθωρισμό της χώρας από το 2004 έως σήμερα.
Είκοσι χρόνια μετά, η εκτίμηση του κινδύνου από τσουνάμι, τα μέτρα αντιμετώπισης καταστροφών και τα μέτρα μείωσης του κινδύνου έχουν βελτιωθεί. Ωστόσο, η αύξηση του πληθυσμού και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων στις παράκτιες περιοχές πολλών ταχέως αναπτυσσόμενων χωρών που βρέχονται από τον Ινδικό Ωκεανό θα μπορούσε να δημιουργήσει σήμερα πολύ μεγαλύτερες οικονομικές απώλειες. Και όπως και πριν από 20 χρόνια, με την ακόμη περιορισμένη ασφαλιστική κάλυψη στις πληγείσες περιοχές, το κενό προστασίας εξακολουθεί να είναι υψηλό.
Το συγκεκριμένο συμβάν αφύπνισε όλη την περιοχή για το ενδεχόμενο καταστροφών από τσουνάμι και για την ευαλωτότητα των κοινοτήτων της. Το μέγεθος της καταστροφής ήταν πρωτοφανές. Η πλησιέστερη ακτή, της βόρειας Σουμάτρας, χτυπήθηκε από κύματα ύψους 51 μέτρων και πλημμύρισε σε απόσταση 5 χλμ. στην ενδοχώρα. Το συμβάν οδήγησε σε σημαντική πρόοδο ως προς τον εντοπισμό και την προειδοποίηση για τσουνάμι, με τη δημιουργία ενός συστήματος προειδοποίησης (Indian Ocean Tsunami Warning System) το 2005. Παράλληλα, βελτιώθηκε η ετοιμότητα για εκκένωση. Ωστόσο, η ικανότητα των χωρών να αντιμετωπίσουν μεγάλα τσουνάμι παραμένει περιορισμένη και μη δοκιμασμένη. Ο σεισμός στο Sulawesi της Ινδονησίας το 2018 (Mw 7,5) προκάλεσε ζημιές στους ανιχνευτές τσουνάμι και κατέστρεψε τα δίκτυα τηλεπικοινωνιών, γεγονός που οδήγησε σε καθυστερήσεις και λάθη στην έκδοση προειδοποιήσεων. Επίσης, υπάρχουν προβλήματα ενημέρωσης των τοπικών πληθυσμών για το τι πρέπει να κάνουν σε περίπτωση τσουνάμι. Στην Ιαπωνία, για παράδειγμα, το 2011 εκδόθηκε προειδοποίηση 3 λεπτά μετά τον σεισμό, αλλά, παρόλα αυτά, το τσουνάμι που ακολούθησε στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 18.500 ανθρώπους.
Επιπλέον, σε όλη την έκταση του Ινδικού Ωκεανού, συνεχίζει να αυξάνεται η έκθεση των παράκτιων περιοχών στον κίνδυνο. Για παράδειγμα, στη μεγαλούπολη της Ινδίας Chennai, της οποίας ολόκληρη η ακτογραμμή πλημμύρισε από το τσουνάμι του 2004, ο πληθυσμός έχει αυξηθεί κατά 70% από τότε. Στο Πουκέτ της Ταϊλάνδης, ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 180%, λόγω της ανάπτυξής του ως σημαντικού τουριστικού προορισμού.
Φυσικά, δεν μπορεί να προβλεφθεί πότε η περιοχή αυτή θα αντιμετωπίσει ένα τσουνάμι αντίστοιχου μεγέθους με του 2004. Ωστόσο, η συσσώρευση πληθυσμών και περιουσιακών στοιχείων υποδηλώνει το ενδεχόμενο μεγάλων απωλειών και, συνεπώς, την ανάγκη για πιο ισχυρά μέτρα μείωσης του κινδύνου. Μετά την καταστροφή στην Ιαπωνία το 2011, το ύψος των θαλάσσιων φραγμάτων αυξήθηκε, για να ενισχυθεί η ετοιμότητα αντιμετώπισης του κινδύνου. Ωστόσο, πολλές παράκτιες περιοχές του Ινδικού Ωκεανού εξακολουθούν να μη διαθέτουν επαρκείς μηχανισμούς προστασίας και πολλές από τις αναδυόμενες οικονομίες της περιοχής αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς και συχνά χωρίς σχεδιασμό, γεγονός που δημιουργεί την ανάγκη επιτάχυνσης των προσπαθειών για τη μείωση της ευπάθειάς τους. Χρειάζονται περισσότερες επενδύσεις σε προληπτικά μέτρα μείωσης του κινδύνου, όπως περιορισμοί στην οικοδόμηση σε περιοχές υψηλού κινδύνου, ενίσχυση και επιβολή οικοδομικών κανονισμών για νέα κτήρια, αντισεισμική θωράκιση των υφιστάμενων κτηρίων και, κυρίως, ευαισθητοποίηση του κοινού.
Η ασφάλιση μπορεί να αποτελέσει βασικό πυλώνα στήριξης, ως πηγή επενδυτικών κεφαλαίων, για την οικοδόμηση ανθεκτικών και βιώσιμων υποδομών για τη μείωση του κινδύνου. Μέσω της έρευνας και μοντελοποίησης, οι ασφαλιστές προωθούν επίσης πιθανολογικές εκτιμήσεις για τον κίνδυνο σεισμού και τσουνάμι σε κάθε περιοχή, που επιτρέπουν τον καλύτερο προσδιορισμό των αναμενόμενων απωλειών, ιδίως για τα πολύ χαμηλής συχνότητας ακραία γεγονότα, πράγμα που αποτελεί προϋπόθεση για την εκτίμηση του κόστους και του οφέλους των διαφόρων προληπτικών μέτρων. Η ασφάλιση αποτελεί, επίσης, μια έγκαιρη πηγή χρηματοδότησης της ανοικοδόμησης –μειώνοντας το κόστος για τον δημόσιο τομέα, ο οποίος μπορεί να εστιάσει στην κάλυψη των ανασφάλιστων ζημιών–, και παράλληλα, μπορεί να διαδραματίσει ζωτικό ρόλο στην αύξηση της ευαισθητοποίησης σε θέματα κινδύνου. Ωστόσο, η ασφαλιστική διείσδυση σε πολλές από τις εν λόγω χώρες είναι χαμηλή. Για παράδειγμα, στην Ινδονησία, μόνο το 6% περίπου των αναμενόμενων ετήσιων οικονομικών απωλειών από σεισμούς καλύπτεται από την ασφάλιση.
Η ταχεία οικονομική ανάπτυξη και αστικοποίηση της περιοχής, καθώς και η υψηλή έκθεση σε κινδύνους απαιτούν αποτελεσματική σύμπραξη ιδιωτικού και δημόσιου τομέα για την οικονομική διαχείριση του σεισμικού κινδύνου –και των καιρικών κινδύνων επίσης, στο πλαίσιο της αύξησης της θερμοκρασίας. Χώρες, όπως η Τουρκία, έχουν υιοθετήσει τέτοιου είδους λύσεις. Το Turkish Catastrophe Insurance Pool, που δημιουργήθηκε μετά τον μεγάλο σεισμό του 1999, καλύπτει το 60% των κατοικιών σε αστικές περιοχές, σε σύγκριση με το 5% το 2000, και έχει αυξήσει σημαντικά την ευαισθητοποίηση του κοινού για τον σεισμικό κίνδυνο.
Πηγή: Swiss Re
Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News