Στρατηγικές ρευστότητας των ασφαλιστικών εταιρειών σε περιόδους οικονομικής κρίσης
Η πανδημία οδήγησε πολλούς ομίλους να αναθεωρήσουν τη στρατηγική τους στη διαχείριση των κεφαλαίων, ώστε να μπορέσουν να διατηρήσουν τα επιτρεπτά όρια φερεγγυότητας αλλά και τα επίπεδα ρευστότητας για την ομαλή λειτουργία τους.
Ο σχεδιασμός μιας αποτελεσματικής διαχείρισης κεφαλαίων περιλαμβάνει όλες τις πιθανές ενέργειες που θα μπορούσε να αναλάβει μια ασφαλιστική εταιρεία για να διατηρήσει τη φερεγγυότητά της ή/και τη θέση ρευστότητας υπό συνθήκες αναταραχής της αγοράς, χωρίς να καταφύγει σε κρατική οικονομική υποστήριξη. Για τον σκοπό αυτό, οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν στη διάθεσή τους συγκεκριμένες επιλογές, που στοχεύουν στην αύξηση των ιδίων κεφαλαίων (Own Funds) ή/και στη μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων (Solvency Capital Requirement), καθώς και στην αύξηση των πηγών χρηματοδότησης.
| Των κ.κ. Παναγιώτη Ξένου & Μιχαήλ Στρόμπολα* |
Η πανδημία Covid-19 χαρακτηρίζεται πλέον ως ο κύριος αρνητικός παράγοντας κινδύνου για τις μακροοικονομικές εξελίξεις διεθνώς. Παρά την ήπια αύξηση του ΑΕΠ των περισσότερων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα προηγούμενα χρόνια, η πανδημία ήδη διαμορφώνει συνθήκες μεγάλης ύφεσης και δραματικής μείωσης της δραστηριότητας σε κύριους τομείς της οικονομίας. Οι κυβερνήσεις αλλά και οι κεντρικές τράπεζες στην προσπάθειά τους να μετριάσουν τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας παρέχουν πακέτα οικονομικής στήριξης και λαμβάνουν μέτρα νομισματικής χαλάρωσης.
Παραδοσιακά, στη διεθνή πρακτική, οι χρηματοοικονομικοί όμιλοι για να αυξήσουν τη ρευστότητά τους έχουν στη διάθεσή τους μια σειρά χρηματοοικονομικών και λειτουργικών επιλογών, όπως: η έκδοση κοινών μετοχών ή χρέους μέσω των αγορών κεφαλαίων, η μείωση του λειτουργικού και εργατικού κόστους, καθώς και η δυνατότητα μείωσης (ή αναβολής σε μέλλοντα χρόνο) της απόδοσης των μερισμάτων στους μετόχους. Επιπλέoν, για τη διατήρηση του στοιχείου της ανταγωνιστικότητας και της επιβίωσης προβαίνουν σε στρατηγικού χαρακτήρα κινήσεις, όπως οι διαδικασίες συγχωνεύσεων και εξαγορών, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την πώληση της Bear Stearns από την JP Morgan το 2008, αλλά και πιο πρόσφατα, τη συγχώνευση των AON και Willis Towers Watson, το 2020.
Οι χρηματοοικονομικοί όμιλοι πρέπει να διατηρούν επαρκή επίπεδα κεφαλαίου και ρευστότητας για να συνεχίσουν να λειτουργούν, τόσο υπό κανονικές συνθήκες όσο και υπό συνθήκες οικονομικής πίεσης. Τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια σε συνδυασμό με τη μείωση της δραστηριότητας επηρεάζουν τα εισοδήματα των ασφαλιστικών εταιρειών αλλά και τον ισολογισμό τους, τόσο από πλευράς περιουσιακών στοιχείων όσο και υποχρεώσεων. Η πανδημία οδήγησε πολλούς ομίλους να αναθεωρήσουν τη στρατηγική τους στη διαχείριση των κεφαλαίων, ώστε να μπορέσουν να διατηρήσουν τα επιτρεπτά όρια φερεγγυότητας αλλά και τα επίπεδα ρευστότητας για την ομαλή λειτουργία τους. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, αποτελεί προϋπόθεση η αποτελεσματική διαχείριση κεφαλαίων.
Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19, παρατηρήθηκε μείωση της αγοραστικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού, ιδιαίτερα για τίτλους χαμηλότερης πιστοληπτικής διαβάθμισης. Επίσης, η προεξόφληση των μελλοντικών χρηματοροών μέσω του κανόνα της προσαρμογής μεταβλητότητας, λόγω της αστάθειας της αγοράς, μείωσε την αρνητική επίδραση στα στοιχεία του παθητικού. Τέλος, παρατηρείται μείωση των ιδίων κεφαλαίων και κατά συνέπεια του δείκτη φερεγγυότητας.
Στο διάγραμμα 1, παρουσιάζεται ο δείκτης φερεγγυότητας των ευρωπαϊκών ασφαλιστικών εταιρειών ανά τρίμηνο, τα τελευταία δύο έτη. Ενώ το προηγούμενο διάστημα ο δείκτης παρουσίασε μια θετική διακύμανση, κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της πανδημίας παρατηρήθηκε μείωση της τάξης του 17%.
Ο σχεδιασμός μιας αποτελεσματικής διαχείρισης κεφαλαίων περιλαμβάνει όλες τις πιθανές ενέργειες που θα μπορούσε να αναλάβει μια ασφαλιστική εταιρεία για να διατηρήσει τη φερεγγυότητά της ή/και τη θέση ρευστότητας υπό συνθήκες αναταραχής της αγοράς, χωρίς να καταφύγει σε κρατική οικονομική υποστήριξη. Για τον σκοπό αυτό, οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν στη διάθεσή τους συγκεκριμένες επιλογές που στοχεύουν στην αύξηση των ιδίων κεφαλαίων (Own Funds) ή/και στη μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων (Solvency Capital Requirement), καθώς και στην αύξηση των πηγών χρηματοδότησης.
Παρακάτω παρουσιάζονται δύο σημαντικές κατηγορίες σύγχρονων χρηματοοικονομικών στρατηγικών, οι οποίες έχουν δοκιμαστεί τα τελευταία έτη, δίνoντας βαθμούς ελευθερίας στις διοικήσεις των ασφαλιστικών εταιρειών.
Σύμφωνα με την πρώτη στρατηγική χρηματοδότησης, Value in Force Financing (ViF), επιτυγχάνεται η αύξηση ρευστότητας της εταιρείας μέσω της άμεσης πρόσβασης στα μελλοντικά κέρδη ενός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου.
O όρος Value in Force αναφέρεται στην οικονομική αξία των μελλοντικών κερδών που αναμένεται να προκύψουν για ένα υφιστάμενο ασφαλιστικό χαρτοφυλάκιο. Η κάλυψη του ετήσιου κόστους μιας συναλλαγής ViF Financing γίνεται με αντασφαλιστική προμήθεια. Αυτές οι συναλλαγές εφαρμόζονται κυρίως σε χαρτοφυλάκια προστασίας ζωής καθώς και σε καθαρά συμβόλαια κινδύνου, ατυχημάτων, αναπηρίας και υγείας.
Σύμφωνα με τη δεύτερη στρατηγική, «ViF monetisation», επιτρέπεται στην ασφαλιστική εταιρεία να παραχωρήσει τις αναμενόμενες μελλοντικές ταμειακές ροές για ένα αρχικό ποσό κεφαλαίου. Η νομοθεσία «Φερεγγυότητα ΙΙ» επιβάλλει ότι ένα μέρος των μελλοντικών χρηματοροών ενός χαρτοφυλακίου δεν προσμετράται στα ίδια κεφάλαια. Η συναλλαγή αυτή μπορεί να προσφέρει σημαντικά οφέλη μέσω της έκτακτης ρευστοποίησης των αναμενόμενων μελλοντικών κερδών που δεν προσμετρούνται στα ίδια κεφάλαια και, επομένως, τα έσοδά της θα αυξήσουν τη ρευστότητα.
Oι παραπάνω επιλογές ενδέχεται να συνδυαστούν ως δύο ξεχωριστές συναλλαγές, αλλά μπορούν να εκτελούνται ταυτόχρονα. Οι εν λόγω συναλλαγές συνήθως διαπραγματεύονται με αντασφαλιστικές εταιρείες και επενδυτικές τράπεζες. Τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει την εμφάνισή τους και διάφορα funds, γεγονός που αυξάνει τον ανταγωνισμό στην εν λόγω αγορά.
O συνδυασμός των παραπάνω στρατηγικών αποτελεί μια εναλλακτική λύση αντί της πώλησης χαρτοφυλακίου ασφάλισης ζωής, καθώς έχει χαμηλότερο κόστος ευκαιρίας, διατηρεί υψηλή τη φήμη της ασφαλιστικής εταιρείας, ενδυναμώνει την επιχειρηματική ικανότητα και προστατεύει τη διαχρονική εμπιστοσύνη των πελατών, γεγονός που θα επιταχύνει την επιχειρηματική ανάπτυξη μετά το πέρας της κρίσης.
Μια παραλλαγή του ViF Financing είναι το «ViF securitization» (τιτλοποίηση), μέσω του οποίου δημιουργούνται χρεόγραφα, με αντίκρισμα το δικαίωμα σε ένα μέρος των αναμενόμενων μελλοντικών ταμειακών ροών. Επομένως, ο αγοραστής κάθε χρεόγραφoυ ανταλλάσσει την τιμή αγοράς με την προσδοκία των μελλοντικών εισροών ενός χαρτοφυλακίου ασφάλισης. Οχήματα ειδικού σκοπού (SPVs) συνήθως χρησιμοποιούνται για τις εν λόγω τιτλοποιήσεις.
Ένας έτερος συνδυασμός μπορεί να δημιουργηθεί με τη μεταφορά κινδύνου μέσω Quota Share αντασφάλισης και ταυτόχρονης εφαρμογής του ViF monetisation, ώστε να μειωθεί το κόστος της συναλλαγής. Αυτό επιτρέπει σε μια ασφαλιστική εταιρεία να αποδεσμεύσει κεφαλαιακές απαιτήσεις από χαρτοφυλάκια με χαμηλή κερδοφορία και υψηλή δέσμευση κεφαλαίων (π.χ. αποταμιευτικά προϊόντα με εγγύηση αποδόσεων), δηλαδή με χαμηλό δείκτη φερεγγυότητας. Στην περίπτωση αυτή, η διαχείριση και τα σχετικά έξοδα του χαρτοφυλακίου εξακολουθούν να παραμένουν στην ασφαλιστική εταιρεία. Τέλος, η μεταφορά κινδύνων μέσω αντασφάλισης είναι ταχύτερη από ό,τι μέσω της διάθεσης του χαρτοφυλακίου στις αγορές κεφαλαίου.
- Παναγιώτης Ξένος: Επίκουρος Καθηγητής Ασφαλιστικής Επιστήμης, Τμήμα Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Μέλος του Επιστημονικού Προσωπικού του Εργαστηρίου Διαχείρισης Κινδύνων και Ασφαλίσεων, Πανεπιστήμιο Πειραιώς (www.labrmi-unipi.gr).
- Μιχαήλ Στρόμπολας: Senior Associate, Group Capital Management, Generali Global Head Office. Εξωτερικός συνεργάτης του Εργαστηρίου Διαχείρισης Κινδύνων και Ασφαλίσεων, Πανεπιστήμιο Πειραιώς (www.labrmi-unipi.gr).
Ακολουθήστε την Ασφαλιστική Αγορά στο Google News