Μελέτες

Στο ναδίρ ο δείκτης γονιμότητας στην Ελλάδα

Μια έρευνα της διαΝΕΟσις για την Ελληνική Οικογένεια και το Δημογραφικό Πρόβλημα

Μία νέα έρευνα της διαΝΕΟσις που δημοσιεύτηκε πριν λίγες μέρες καταγράφει την εικόνα της γονιμότητας στην Ελλάδα και στον υπόλοιπο κόσμο, αναλύει τις οικογενειακές πολιτικές που ακολουθούν άλλες χώρες και καταλήγει σε συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής για τη στήριξη της ελληνικής οικογένειας και την αύξηση των γεννήσεων.

Η έρευνα εκπονήθηκε από ομάδα ερευνητών του ΕΚΚΕ, με συντονιστή και επιστημονικό υπεύθυνο τον Διευθυντή Ερευνών του ΕΚΚΕ Διονύση Μπαλούρδο, και απαντά σε ερωτήματα όπως:

  • Γιατί οι ελληνικές οικογένειες κάνουν λιγότερα παιδιά;

  • Γιατί αποκτούν παιδιά σε μεγαλύτερη ηλικία;

  • Ποια είναι τα αίτια του φαινομένου και ποιες οι συνέπειες;

 

Ποια είναι η κατάσταση σήμερα;

Παντού στην Ευρώπη η γονιμότητα έχει πέσει εδώ και πολλές δεκαετίες κάτω από το «όριο αναπλήρωσης» των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα.

Στην Ελλάδα οι αλλαγές αυτές έχουν ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 κιόλας, όταν ο δείκτης γονιμότητας πέρασε κάτω από το 1,5. Έκτοτε παραμένει πολύ χαμηλά, φτάνοντας ως και στο 1,23 το 1999. Όπως επισημαίνεται στην έρευνα, “καμία κοινωνία που έχει πέσει κάτω από αυτό το επίπεδο μέχρι σήμερα δεν έχει κατορθώσει να επιστρέψει ξανά πάνω από αυτό”.

Το 2016 ο δείκτης γονιμότητας στη χώρα μας ήταν 1,38, ένας από τους χαμηλότερους στον κόσμο.

Πλέον -και για πρώτη φορά από τότε που καταγράφονται στοιχεία-, στην Ελλάδα γεννιούνται λιγότερα από 100.000 παιδιά τον χρόνο. Πια μόνο στην Κρήτη και τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου γεννιούνται περισσότεροι από όσους πεθαίνουν.

Κατά μέσο όρο οι Ελληνίδες αποκτούν το πρώτο τους παιδί στην ηλικία των 30,3 ετών (το 2016 -από 28,8 το 2008). Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι τα 29 έτη.

Σχεδόν μία στις τέσσερις γεννήσεις στη χώρα μας πραγματοποιείται από γυναίκες ηλικίας 35-39 ετών.

Στην Ελλάδα εμφανίζεται ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πρώτων γεννήσεων από μητέρες ηλικίας άνω των 40 στην Ευρώπη (5,3%). Αυτή η αναβολή της τεκνοποίησης και της απόκτησης του πρώτου παιδιού πολύ φυσιολογικά μειώνει τις πιθανότητες απόκτησης και δεύτερου ή τρίτου παιδιού.

Μόνο ένα 8,3% των Ελληνίδων που γεννήθηκαν το 1955 δεν έκαναν κανένα παιδί. Στις Ελληνίδες που γεννήθηκαν το 1965 το ποσοστό ήταν 16,3%.

Στην Ελλάδα μόλις το 8,9% των παιδιών ηλικίας κάτω των 3 ετών έχει πρόσβαση σε υποδομές φροντίδας, πολύ μακριά από τον στόχο που έχει θέσει η Ε.Ε. (33%) για το 2020.

Χώρες που έχουν καταφέρει να διατηρήσουν υψηλότερους δείκτες γονιμότητας όπως η Σουηδία (1,85) και η Γαλλία (1,92) εφαρμόζουν πολιτικές στήριξης των οικογενειών, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ανάγκες των σύγχρονων, πολύμορφων νοικοκυριών.

exelixi gonimotitas ellinidon

Η οικογενειακή πολιτική στην Ελλάδα σήμερα

Στον ιδιωτικό τομέα οι άδειες που προσφέρονται στις μητέρες (αποκλειστικά) φτάνουν μέχρι τους 8 μήνες και μία εβδομάδα, με τη δυνατότητα μιας επιπλέον 4μηνης άδειας και για τους δύο γονείς άνευ αποδοχών, η οποία μπορεί να δοθεί τμηματικά μέχρι το παιδί να γίνει 6 ετών. Ένας από τους δύο γονείς δικαιούται μειωμένο ωράριο εργασίας για τους 30 μήνες που ακολουθούν τη γέννηση.

Στο Δημόσιο τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Μια μητέρα που κάνει το πρώτο της παιδί δικαιούται 12 μήνες άδεια. Οι 3 μήνες είναι αποκλειστικά για τη μητέρα και με πλήρεις αποδοχές, ενώ οι υπόλοιποι μπορούν να μοιραστούν στους δύο γονείς.

Σήμερα τα επιδόματα που δίνονται φτάνουν μέχρι τα 210 ευρώ τον μήνα για μια οικογένεια με τρία παιδιά και πολύ χαμηλό εισόδημα. Τρίτεκνες οικογένειες με ετήσιο εισόδημα πάνω από 34.000 ευρώ δεν δικαιούνται κανένα επίδομα.

Άλλες παροχές περιλαμβάνουν την απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης επιβατικών αυτοκινήτων (ή την απαλλαγή από το μισό τέλος για αυτοκίνητα άνω των 2.000 κυβικών εκατοστών, μολονότι τα περισσότερα επταθέσια οχήματα ανήκουν σε αυτή την κατηγορία -και πληρώνουν και φόρο πολυτελείας), μειωμένο εισιτήριο στα ΜΜΜ, το κοινωνικό οικιακό τιμολόγιο της ΔΕΗ (με εισοδηματικά κριτήρια) και μοριοδότηση για διορισμό στο Δημόσιο.

Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται, οι πολιτικές αυτές δεν έχουν κάποια θετική επίδραση στο οξύ πρόβλημα υπογεννητικότητας που αντιμετωπίζει η χώρα.

Από το 2011 και μετά, για πρώτη φορά από τότε που υπάρχουν στοιχεία, ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται. Σύμφωνα με τις προβολές πρόσφατης έρευνας της διαΝΕΟσις, μέχρι το 2050 θα είμαστε λιγότεροι (8,8 εκατομμύρια, σύμφωνα με το μεσαίο σενάριο) και γηραιότεροι (το 1/3 του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών, από 1/5 σήμερα).

dapanes paidion

Προτάσεις πολιτικής

Όπως αναλύεται διεξοδικά στην έρευνα, οι πολιτικές για τη γονιμότητα και τη στήριξη της οικογένειας κατά κανόνα ταξινομούνται σε τρεις άξονες:

  1. Κοινωνική και οικονομική ενεργητική προστασία των οικογενειών
  2. Εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής
  3. Υποστήριξη της μητρότητας και θετικό περιβάλλον για την οικογενειακή ζωή.

Σε αυτό το πλαίσιο, η δέσμη προτάσεων στην οποία κατέληξαν οι ερευνητές περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:

  • την ενίσχυση των επιδομάτων παιδιών από το πρώτο παιδί
  • την καθιέρωση πριμ απόκτησης τέκνου για μητέρες κάτω των 30 ετών (2000 ευρώ ανά παιδί)
  • την ενίσχυση των επιδομάτων τοκετού
  • τη διεύρυνση των κριτηρίων ένταξης παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς
  • την υποστήριξη των Δήμων για τη δημιουργία επιπλέον υποδομών παιδικών αλλά και βρεφοκομικών σταθμών που φιλοξενούν παιδιά ηλικίας μέχρι 2,5 ετών
  • την εισαγωγή νέων δομών, όπως ο θεσμός των βοηθών μητέρων (εκπαιδευμένες γυναίκες που φυλάσσουν στο σπίτι τους 4-5 παιδιά)
  • τη δημιουργία Γραφείου Δημογραφικής Πολιτικής στη Βουλή (στα πρότυπα του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους), το οποίο θα υπάγεται στον Πρόεδρο της Βουλής και θα παρακολουθεί τη δημογραφική κατάσταση της χώρας, καθώς και την υλοποίηση των μέτρων δημογραφικής πολιτικής.

 

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας