Πότε παραγράφεται η υποχρέωση απόδοσης εισπραχθέντων ασφαλίστρων;
Πότε παραγράφεται η ένδικη αξίωση της ασφαλιστικής επιχείρησης κατά του ασφαλιστικού πράκτορα, για απόδοση των εισπραχθέντων και μη αποδοθέντων ασφαλίστρων;
Άρθρο του Θεόδωρου Κουτσούμπα, Δικηγόρου – Διδάκτορα Νομικής – M.T.E.Y. (e-mail: [email protected]), σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ
Η ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει να επιστρέψει στον λήπτη της ασφάλισης – ασφαλισμένο μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα, ειδικά στην περίπτωση κατά την οποία έχει γίνει ανάκληση της αδείας λειτουργίας της και δεν υπήρξε, εντός του προβλεπόμενου χρόνου, πράξη έγκρισης αίτησης άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης για αναδοχή του ασφαλιστικού της χαρτοφυλακίου. Σε περίπτωση κατά την οποία τα ασφάλιστρα έχουν εισπραχθεί από τον συνεργαζόμενο με την ασφαλιστική επιχείρηση πράκτορα, η υπόχρεη σε επιστροφή ασφαλιστική επιχείρηση διατηρεί ένδικη αξίωση κατά του ασφαλιστικού πράκτορα, για απόδοση των εισπραχθέντων και μη αποδοθέντων ασφαλίστρων.
Στις περιπτώσεις αυτές τίθεται το ερώτημα για το πότε παραγράφεται η ένδικη αυτή αξίωση. Συγκεκριμένα, αν η παραγραφή επέρχεται, σύμφωνα με το άρθρο 249 ΑΚ, μετά από 20 έτη ή αν η ένδικη αξίωση παραγράφεται μετά από 5 έτη, κατά τα οριζόμενα από το άρθρο 250 ΑΚ. Πάντως, οι περιπτώσεις αυτές κρίθηκε ότι δεν μπορούν να υπαχθούν στη ρύθμιση του άρθρου 10 του Νόμου 2496/1997, η οποία αφορά στις αξιώσεις των ληπτών ασφάλισης – ασφαλισμένων που βασίζονται σε διαφορετικού είδους σχέση, δηλαδή πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση την οποία έχουν συνάψει με την ασφαλιστική επιχείρηση.
Επί των ανωτέρω έκρινε, μεταξύ άλλων, ο Άρειος Πάγος σε πρόσφατη απόφασή του (ΑΠ 430/2019, ΔΕΕ τεύχος 3-4 2020 σελ. 436 επ), αποσπάσματα από την οποία παρατίθενται.
(…) Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η ασφαλιστική εταιρεία, της οποίας έχει ανακληθεί η άδεια, εφ’ όσον δεν προηγήθηκε έγκριση του Υπουργού Εμπορίου αιτήσεως άλλης ασφαλιστικής επιχειρήσεως περί αναδοχής του ασφαλιστικού της χαρτοφυλακίου εντός του μηνός, τότε είναι υπεύθυνη να επιστρέψει τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα στους ασφαλισθέντες πελάτες της, εφ’ όσον αυτά εισπράχθηκαν από τον ασφαλιστικό της πράκτορα και αποδόθηκαν από αυτόν στην εταιρεία.
Εάν όμως δεν έχουν αποδοθεί και εξακολουθούν να παρακρατούνται από τον πράκτορα, τότε έχει αγωγική αξίωση κατ’ αυτού για την απόδοσή τους, ώστε να μπορέσει να ικανοποιήσει τους ασφαλισθέντες πελάτες της, που έχουν αντίστοιχη αξίωση εναντίον της, ανεξάρτητα εάν αυτοί έχουν επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίησή τους.
Η τυχόν επιστροφή των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων από τον ίδιο τον πράκτορα στους ασφαλισθέντες δεν αποκλείει το έννομο συμφέρον αυτής να επιδιώξει την ικανοποίηση της σχετικής αξιώσεως από τον ασφαλιστικό πράκτορα, εντεύθεν και την ενεργητική της νομιμοποίηση προς άσκηση αγωγής, αλλά αποτελεί πραγματικό γεγονός που, εφ’ όσον αποδειχθεί, οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής της εταιρείας κατά του πράκτορα ή στην απόρριψη της αγωγής των ασφαλισθέντων εναντίον της (ΑΠ339/2015).
(…) Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 822 ΑΚ, σύμβαση παρακαταθήκης είναι η σύμβαση εκείνη, δυνάμει της οποίας ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για φύλαξη, με την υποχρέωση να το αποδώσει αυτούσιο, όταν του ζητηθεί. Η εν λόγω σύμβαση συνάπτεται ατύπως για κατ’ είδος ορισμένα κινητά πράγματα ως και αντικαταστατά πράγματα, ενώ, συνήθως, το καθήκον φυλάξεως, που αποτελεί και τη βασική συμβατική υποχρέωση του θεματοφύλακα, επεκτείνεται και στο περιεχόμενο του κινητού πράγματος.
(…) συμφώνως προς τα εκτεθέντα, κατά την έρευνα των λοιπών ως άνω λόγων αναιρέσεως, η ένδικη αξίωση δεν υπάγεται στις περιοριστικώς αναφερόμενες απαιτήσεις του άρθρου 250 ΑΚ, που υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή, αλλά στην 20ετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ, ενώ το άρθρο 10 του Ν 2496/1997 εφαρμόζεται επί αξιώσεων του ασφαλισμένου που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση.
(…) Εν προκειμένω, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα:
Οι εναγόμενες – νυν αναιρεσείουσες, προς απόκρουση της ένδικης αγωγής, πρότειναν παραδεκτώς ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του ένδικου δικαιώματος, την οποία επανέφεραν και ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, με λόγο εφέσεως. Για τη θεμελίωση της ενστάσεως αυτής ισχυρίσθηκαν, ειδικότερα, ότι η παράλειψη ασκήσεως της αγωγής επί έξι έτη μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της αναιρεσίβλητης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν είχαν, πράγματι, εισπράξει τα αιτούμενα ποσά ασφαλίστρων, τους δημιούργησε την πεποίθηση ότι η αντίδικός τους δεν θα επιδιώξει την αξίωσή της.
Με τέτοιο, όμως, περιεχόμενο η ανωτέρω ένσταση ήταν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, μη νόμιμη, καθ’ όσον, τα ως άνω επικαλούμενα για τη θεμελίωσή της πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν την άσκηση του ένδικου δικαιώματος (προς καταβολή εισπραχθέντων ασφαλίστρων) προφανώς αντίθετη στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 281 ΑΚ. Επομένως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την ανωτέρω ένσταση ως μη νόμιμη δεν παραβίασε ευθέως, με την εσφαλμένη μη εφαρμογή της, την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. (…).