Πόσο προσβάσιμες είναι οι υπηρεσίες υγείας στην Ελλάδα;
Η προσβασιμότητα στις υπηρεσίες υγείας, αλλά και η ανθεκτικότητα του συστήματος είναι θέματα που απασχολούν έντονα τα μέλη της ασφαλιστικής κοινότητας, και ως πολίτες και ως επαγγελματίες, ειδικά σε μία περίοδο ακόμα δύσκολη οικονομικά, που επιδεινώνεται από τα αυξημένα κρούσματα γρίπης, αλλά και την απειλή του κοροναϊού που εμφανίστηκε στην Κίνα.
Θεωρώντας ότι το Προφίλ Υγείας 2019 για την Ελλάδα, που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και αξίζει να το μελετήσει ο καθένας από μας και, πολύ περισσότερο, οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και τα στελέχη των ασφαλιστικών εταιρειών, παραθέτουμε παρακάτω τα σχετικά με την προσβασιμότητα και ανθεκτικότητα κεφάλαια, καθώς και τις γενικές διαπιστώσεις των συντακτών του προφίλ (περισσότερα στην έντυπη έκδοση της “Α.Α.”).
Προσβασιμότητα
Το 2017 η Ελλάδα είχε το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο αυτοναναφερόμενων μη καλυπτόμενων αναγκών ιατρικής περίθαλψης στην ΕΕ (μετά την Εσθονία), αφού ένα στα δέκα νοικοκυριά ανέφερε ότι δεν είχε δυνατότητα πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας όταν τις χρειαζόταν. Μη καλυπτόμενες ανάγκες αναφέρθηκαν επίσης από σχεδόν ένα στα πέντε νοικοκυριά στο φτωχότερο πεμπτημόριο εισοδήματος, αλλά μόλις από το 3% των πλουσιότερων νοικοκυριών, γεγονός που αποκαλύπτει το μεγαλύτερο χάσμα όσον αφορά την εισοδηματική ανισότητα στην Ευρώπη. Μια πιο θετική εξέλιξη είναι ότι το 2017 ήταν το πρώτο έτος κατά το οποίο το συνολικό επίπεδο μη καλυπτόμενων αναγκών σημείωσε πτώση, ύστερα από συνεχή αύξηση για έξι συναπτά έτη.
Το κόστος είναι το κυριότερο εμπόδιο στην πρόσβαση στις υπηρεσίες
Από το 10% των νοικοκυριών με μη καλυπτόμενες ανάγκες, τέσσερα στα πέντε αναφέρουν το κόστος ως το κυριότερο εμπόδιο στην πρόσβαση στην περίθαλψη. Η Ελλάδα έχει πολύ υψηλά ποσοστά άμεσων ιδιωτικών πληρωμών, που ανέρχονται στο 35% των δαπανών υγείας, ποσοστό διπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ (βλ. σχήμα 8) και το οποίο μπορεί να αποδοθεί εν πολλοίς στην προκλητή ζήτηση. Οι πληρωμές για φάρμακα συνιστούν το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών σε άμεσες ιδιωτικές πληρωμές (13%), ακολουθούμενες από τις πληρωμές για ενδονοσοκομειακές υπηρεσίες (11%). Το τελευταίο αυτό ποσοστό προκαλεί έντονη εντύπωση, δεδομένου ότι η περίθαλψη στα δημόσια νοσοκομεία είναι δωρεάν. Παρότι ορισμένες από τις δαπάνες αυτές ενδέχεται να διατίθενται για νοσοκομειακές υπηρεσίες που παρέχονται από ιδιωτικούς φορείς, ορισμένα έμμεσα στοιχεία δείχνουν ότι άτυπες πληρωμές καταβάλλονται επίσης στα δημόσια νοσοκομεία. Για παράδειγμα, από στοιχεία σχετικά με τις καταστροφικές δαπάνες1 υγείας που υφίστανται τα νοικοκυριά προκύπτει ότι το ποσοστό των δαπανών για ενδονοσοκομειακή περίθαλψη είναι υψηλό, 12% για τη φτωχότερη εισοδηματική ομάδα (WHO, Regional Office for Europe, 2019b). Καθώς είναι απίθανο τα φτωχότερα νοικοκυριά να στραφούν στην ιδιωτική νοσοκομειακή περίθαλψη λόγω των περιορισμένων οικονομικών τους δυνατοτήτων, το ποσοστό αυτό υποδηλώνει ότι πραγματοποιούνται επίσης πληρωμές και στο πλαίσιο της δημόσιας ενδονοσοκομειακής περίθαλψης.
Όσον αφορά τα φάρμακα, τα μέτρα που ελήφθησαν για τη μείωση της κρατικής φαρμακευτικής δαπάνης οδήγησαν, εν μέρει, στη μετακύλιση του κόστους στους ασθενείς: το μέσο ποσοστό επιμερισμού της φαρμακευτικής δαπάνης αυξήθηκε από 13% το 2012 σε 18% το 2013, και η μέση επιβάρυνση του ασθενούς ανά συνταγή αυξήθηκε κατά δύο τρίτα κατά την περίοδο από το 2011 έως το 2014 (Yfantopoulos, 2018). Το 2014 επιβλήθηκε πάγια χρέωση €1 ανά συνταγή, εκτός εάν οι ασθενείς ανήκουν σε ομάδα που εξαιρείται του μέτρου (βάσει επιλεγμένων προϋποθέσεων). Οι ασθενείς πρέπει επίσης να καταβάλλουν τη διαφορά μεταξύ της τιμής λιανικής πώλησης και του ποσού αποζημίωσης μέχρι ανώτατου ορίου €20 ανά συσκευασία, κατά περίπτωση. Οι απαλλαγές από τον επιμερισμό του κόστους για φάρμακα περιλαμβάνουν όσους πάσχουν από απειλητικές για τη ζωή παθήσεις, άτομα/οικογένειες με πολύ χαμηλό εισόδημα (κάτω από €2.400/€3.600 ανά έτος) και άτομα με χρόνιες παθήσεις των οποίων το εισόδημα είναι χαμηλότερο από €6.000 ανά έτος.
Οι μηχανισμοί οικονομικής προστασίας μπορούν να ενισχυθούν
Το 2017 η Ελλάδα είχε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα δαπανών σε άμεσες ιδιωτικές πληρωμές ως ποσοστό του προϋπολογισμού των νοικοκυριών στην ΕΕ (4,2% έναντι 2,2% που ήταν ο μέσος όρος της ΕΕ). Αυτή η σημαντική εξάρτηση από τις άμεσες ιδιωτικές πληρωμές ως πηγή χρηματοδότησης της υγείας μπορεί να οδηγήσει σε ανισότητες ως προς την πρόσβαση. Παράλληλα, μεταξύ των ατόμων που έχουν όντως πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας στην Ελλάδα, το ποσοστό των καταστροφικών δαπανών αυξήθηκε από 7% το 2010 σε 10% το 2016, το τέταρτο υψηλότερο στην ΕΕ μετά τη Λιθουανία, τη Λετονία και την Ουγγαρία. Από περαιτέρω αναλύσεις προκύπτει ότι σχεδόν το 80% του συνόλου των καταστροφικών δαπανών στην Ελλάδα συγκεντρώνεται στο φτωχότερο 40% των νοικοκυριών (WHO, Regional Office for Europe, 2019b). Τα στοιχεία αυτά είναι προγενέστερα της επέκτασης της κάλυψης που έλαβε χώρα στο τέλος του 2016 και αναδεικνύουν την ανάγκη καθιέρωσης ισχυρών μηχανισμών για την προστασία των ευπαθών ομάδων και των ασθενών με αυξημένες ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης, ιδίως σε καιρούς οικονομικής κρίσης.
Οι άτυπες πληρωμές συνιστούν πρόβλημα στην Ελλάδα: αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τέταρτο του συνόλου των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών και αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για την πρόσβαση, την οικονομική προστασία και την ισότητα. Στο πλαίσιο πρόσφατης έκθεσης του ΠΟΥ διαπιστώθηκε ότι ο κύριος όγκος των άτυπων πληρωμών προέρχεται από ασθενείς που θέλουν να εξασφαλίσουν καλύτερη ή ταχύτερη φροντίδα, ή απορρέει από απαιτήσεις εκ μέρους των ιατρών και από ελλιπή γνώση των σχετικών δικαιωμάτων, ιδίως μεταξύ των φτωχότερων ατόμων και όσων ζουν σε αγροτικές περιοχές (WHO, Regional Office for Europe, 2018).
Η δέσμη παροχών είναι ευρεία, λαμβανομένων υπόψη των περιορισμένων πόρων
Όταν τα πολυάριθμα ασφαλιστικά ταμεία υγείας συνενώθηκαν στο πλαίσιο του ΕΟΠΥΥ το 2011, το καλάθι των παροχών εξορθολογίστηκε και τυποποιήθηκε ώστε να παρέχει ένα ολοκληρωμένο και αρκετά ευρύ φάσμα υπηρεσιών. Με τον τρόπο αυτόν, η κάλυψη έγινε δικαιότερη. Στην πορεία, καταργήθηκαν ή περιορίστηκαν ορισμένες υπηρεσίες που προηγουμένως καλύπτονταν (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων με περιορισμένη θεραπευτική αξία). Παράλληλα, επιβλήθηκαν περιορισμοί στον αριθμό των χρηματοδοτούμενων από τον ΕΟΠΥΥ επισκέψεων ανά ιατρό. Παρότι οι περιορισμοί αυτοί μείωσαν τα περιθώρια υπερθεραπείας, ενδέχεται παράλληλα να είχαν ως αποτέλεσμα ορισμένοι ασθενείς είτε να καθυστερούν την αναζήτηση περίθαλψης είτε να στρέφονται σε ιδιωτικό φορέα. Επιπλέον, κάποιες υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στη δέσμη παροχών μπορεί στην πράξη να μην είναι διαθέσιμες. Για παράδειγμα, επειδή δεν υπάρχουν συμβάσεις μεταξύ ΕΟΠΥΥ και οδοντιάτρων, η οδοντιατρική περίθαλψη χρηματοδοτείται σχεδόν εξ ολοκλήρου με άμεσες πληρωμές εκ μέρους των ασθενών.
Οι ανισορροπίες ως προς τη διαθεσιμότητα περίθαλψης επηρεάζουν την πρόσβαση στις αγροτικές περιοχές και επιτείνουν τις περιφερειακές ανισότητες
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ισόρροπη κατανομή των πόρων και του προσωπικού στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης ούτε κατάλληλοι μηχανισμοί σχεδιασμού και διαχείρισης. Κατά συνέπεια, ορισμένες περιοχές έχουν τριπλάσιους ιατρούς και νοσηλευτές από άλλες. Από μία έρευνα πληθυσμού προκύπτει ότι το 2014, από το σύνολο των ατόμων που έχρηζαν περίθαλψης, ποσοστό μόλις 3% των ατόμων που ζούσαν σε πόλεις δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε αυτήν λόγω απόστασης ή έλλειψης μέσου μεταφοράς, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 13% για τα άτομα που ζούσαν σε αγροτικές περιοχές.
Λόγω της σύνθετης τοπογραφίας της, με πολλά νησιά και απομακρυσμένες περιοχές, η Ελλάδα εφαρμόζει πρόγραμμα ηλεκτρονικής υγείας (τηλεϊατρική) εδώ και δεκαετίες. Το 2016 ολοκληρώθηκε, ύστερα από σημαντική ώθηση, το Εθνικό Δίκτυο Τηλεϊατρικής, το οποίο περιλαμβάνει 43 μονάδες τηλεϊατρικής που συνδέουν 30 κέντρα υγείας σε νησιά του Αιγαίου με 12 νοσοκομεία στην περιφέρεια της πρωτεύουσας. Οι μονάδες τηλεϊατρικής είναι εξοπλισμένες με κάμερες και διαγνωστικά εργαλεία και προσφέρουν πρόσβαση σε ευρύ φάσμα ειδικών ιατρών, συμπεριλαμβανομένων καρδιολόγων, ογκολόγων και ειδικών σε θέματα ψυχικής υγείας.
Ανθεκτικότητα2
Οι δημόσιες δαπάνες συνεχίζουν να διαμορφώνονται βάσει δημοσιονομικών περιορισμών
Πριν από την οικονομική κρίση, το ελληνικό σύστημα υγείας ήταν κατακερματισμένο και η διακυβέρνησή του πλημμελής. Η μη ικανοποιητική απόδοσή του οφειλόταν σε σοβαρές ανεπάρκειες και στην προκλητή ζήτηση. Στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής για την Ελλάδα, από το οποίο η χώρα εξήλθε τον Αύγουστο του 2018, τέθηκαν σε εφαρμογή πολιτικές για τη συγκράτηση του κόστους και τη μείωση της σπατάλης όσον αφορά τις δαπάνες. Η κυβέρνηση διατήρησε το ανώτατο όριο των δημόσιων δαπανών για την υγεία στο 6% του ΑΕΠ και επέβαλε περικοπές δαπανών σε ολόκληρο τον τομέα της υγείας. Ως εκ τούτου, οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία κατ’ άτομο μειώθηκαν σημαντικά –από €1.388 το 2009 σε €820 κατ’ άτομο το 2017. Πιο πρόσφατα, σε απόλυτες τιμές, μετά την ώθηση που έλαβε χώρα το 2016 με την αύξηση των δημόσιων δαπανών σε €9 δισ., η μετέπειτα ανάπτυξη περιορίστηκε και ο κρατικός προϋπολογισμός για την υγεία το 2019 εκτιμάται σε περίπου €9,1 δισ. (βλ. σχήμα 9) ή λίγο κάτω από το 5% του ΑΕΠ. Επιπλέον, με τον μηχανισμό αυτόματης επιστροφής (clawback) που καθιερώθηκε για να μειωθεί η προκλητή ζήτηση προστέθηκε επιπλέον 1% του ΑΕΠ στους δημόσιους πόρους που διατίθενται ετησίως για την υγειονομική περίθαλψη.
Το τρέχον δημοσιονομικό πλαίσιο είναι σημαντικό, καθώς οι υποχρεώσεις που συνεχίζει να έχει η Ελλάδα μετά την έξοδό της από το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής απαιτούν τη διατήρηση του πλεονάσματος του προϋπολογισμού στο 3,5% τουλάχιστον έως το 2022. Αυτό σημαίνει ότι η αύξηση των δημόσιων δαπανών για την υγεία θα συνεχίσει πιθανότατα να δεσμεύεται από δημοσιονομικούς περιορισμούς. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι είναι απίθανο να μειωθούν βραχυπρόθεσμα οι δαπάνες σε άμεσες ιδιωτικές πληρωμές. (…)
Βασικές διαπιστώσεις
Ο ελληνικός πληθυσμός απολαμβάνει σχετικά υψηλό προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση, όμως το προβάδισμά του έναντι του μέσου όρου της ΕΕ έχει περιοριστεί την τελευταία δεκαετία. Τα καρδιαγγειακά νοσήματα παραμένουν οι κυριότερες αιτίες θανάτου. ωστόσο, η θνησιμότητα από διαβήτη, ορισμένες μορφές καρκίνου, παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος και των νεφρών έχει αυξηθεί. Όπως και σε πολλά άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, ο επιπολασμός παραγόντων κινδύνου όπως το κάπνισμα και η παχυσαρκία είναι πολύ υψηλότερος στα άτομα χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου, στοιχείο που συντελεί στη διαμόρφωση ευρέος κοινωνικοοικονομικού χάσματος όσον αφορά την υγεία του πληθυσμού.
Από το 2010 οι προσπάθειες που ξεκίνησαν στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής έχουν εδραιωθεί. Η Ελλάδα υλοποιεί σειρά φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της αποδοτικότητας του συστήματος υγείας και τη μείωση της σπατάλης. Ζητήματα όπως ο κατακερματισμός των παροχών και της κάλυψης, οι υπέρμετρες φαρμακευτικές δαπάνες, οι μη αποδοτικές δημόσιες συμβάσεις και η ανεπαρκής πρωτοβάθμια φροντίδα έχουν ήδη αντιμετωπιστεί ή αντιμετωπίζονται επί του παρόντος. Άλλα, όπως η πρόληψη, η συμμετοχή των ασθενών και των πολιτών και η καθιέρωση ουσιαστικών μηχανισμών λογοδοσίας και διαφάνειας έχουν αποτελέσει στόχο ειδικών μέτρων, ωστόσο απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες. Η αντιμετώπιση της εναπομένουσας προκλητής ζήτησης για ορισμένες υπηρεσίες υγείας και οι μη αποδοτικές δαπάνες εξακολουθούν να αποτελούν συγκεκριμένους στόχους.
Παρά τη λήξη του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018, οι οικονομικοί δείκτες της Ελλάδας παραμένουν υπό τη στενή επιτήρηση της ΕΕ και οι δαπάνες για την υγεία θα συνεχίσουν πιθανότατα να δεσμεύονται από δημοσιονομικούς περιορισμούς. Ωστόσο, η μείωση των δημόσιων δαπανών για την υγεία σταμάτησε το 2015 και έχει σταθεροποιηθεί έκτοτε. Επιπλέον, λόγω του εφαρμοζόμενου μηχανισμού αυτόματης επιστροφής (clawback), η αξία της χρηματοδοτούμενης από το κράτος υγειονομικής περίθαλψης είναι υψηλότερη από το επίπεδο των δημόσιων δαπανών για την υγεία κατά περίπου 1% του ΑΕΠ. Οι ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία, κυρίως υπό τη μορφή πληρωμών των νοικοκυριών, εξακολουθούν να είναι πολύ υψηλές, με αποτέλεσμα το ένα τρίτο της υγειονομικής περίθαλψης να πληρώνεται απευθείας από την τσέπη των νοικοκυριών.
Με τη θέσπιση νομοθεσίας κομβικής σημασίας το 2016 κατέστη δυνατή η επαναφορά της κάλυψης των δύο εκατομμυρίων ατόμων που είχαν απωλέσει την ασφαλιστική τους κάλυψη υγείας κατά τη διάρκεια της κρίσης. Επιπροσθέτως, η κάλυψη επεκτάθηκε σε ομάδες που προηγουμένως δεν καλύπτονταν, όπως οι πρόσφυγες, με αποτέλεσμα το σύστημα υγείας να προσφέρει πλέον καθολική κάλυψη. Κατά συνέπεια, οι μη καλυπτόμενες ανάγκες για υγειονομική περίθαλψη μειώθηκαν το 2017, ιδίως μεταξύ των φτωχότερων ατόμων. Ωστόσο, παράγοντες όπως η επίσημη και η ανεπίσημη επιβάρυνση των ασθενών, τα ανώτατα όρια στις αποζημιούμενες υπηρεσίες και η άνιση διαθεσιμότητα υλικών και ανθρώπινων πόρων εξακολουθούν να συντελούν στα υψηλά επίπεδα αυτοαναφερόμενων μη καλυπτόμενων αναγκών.
Τα υφιστάμενα μέτρα οικονομικής προστασίας εστιάζονται κυρίως στα φάρμακα. Για παράδειγμα, από τη συμμετοχή των ασθενών στο κόστος των φαρμάκων εξαιρούνται τα άτομα που πάσχουν από ορισμένες παθήσεις ή έχουν χαμηλό εισόδημα. Παρ’ όλα αυτά, ένα στα δέκα νοικοκυριά υφίσταται καταστροφικές δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης, που είναι από τα υψηλότερα επίπεδα στην ΕΕ.
Η ανάπτυξη της πρωτοβάθμιας φροντίδας από το 2017 και μετά προχώρησε με σχετικά ικανοποιητικούς ρυθμούς, με λίγο περισσότερες από τις μισές (127) σχεδιαζόμενες μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας να λειτουργούν το καλοκαίρι του 2019. Αυτές καλύπτουν σήμερα περίπου το ένα πέμπτο του πληθυσμού, παρέχοντας αναγκαίες υπηρεσίες πρόληψης, πρωτοβάθμιας φροντίδας και ορισμένες εξειδικευμένες υπηρεσίες, ιδίως στις αγροτικές περιοχές. Η περαιτέρω πρόοδος για αυτή τη σημαντική ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διαθεσιμότητα ιατρών –δεδομένου ότι ο αριθμός των γενικών ιατρών φθάνει το ανώτατο όριο δυναμικότητας και πολλοί ιατροί που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα είναι απρόθυμοι να συμβληθούν. Η επαρκής χρηματοδότηση αποτελεί επίσης προϋπόθεση.
Οι οργανωτικές και λειτουργικές βελτιώσεις εξαρτώνται από την ενίσχυση της διακυβέρνησης και την κατάλληλη διάθεση πόρων στις προτεραιότητες πολιτικής. Η Ελλάδα θα μπορούσε να επωφεληθεί από ένα γενικό και ολοκληρωμένο σχέδιο μεταρρυθμίσεων που θα λαμβάνει υπόψη την απόδοση του συστήματος υγείας και τις ανάγκες του πληθυσμού και θα προβλέπει κατάλληλο σχεδιασμό και κατανομή των υπηρεσιών.
1) Ως καταστροφικές δαπάνες ορίζονται οι άμεσες δαπάνες των νοικοκυριών που υπερβαίνουν το 40% των συνολικών τους δαπανών, αφού έχουν αφαιρεθεί οι δαπάνες για ανάγκες διαβίωσης (δηλ. τροφή, στέγαση και υπηρεσίες κοινής ωφέλειας).
2) Η ανθεκτικότητα αναφέρεται στην ικανότητα των συστημάτων υγείας να προσαρμόζονται αποτελεσματικά σε μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα, αιφνίδιους κλυδωνισμούς ή κρίσεις.
Αναζητήστε το προφίλ υγείας σε όλη του την έκταση στη διεύθυνση: https://ec.europa.eu/health/state/country_profiles_el