Διεθνή
Πώς θα επηρεάσει η αλλαγή πολιτικής στις ΗΠΑ την Ελλάδα και άλλες χώρες
Οι δασμοί που σκέφτεται να επιβάλλει ο Ντόναλντ Τραμπ θα επηρεάσουν έμμεσα και την Ελλάδα, προκαλώντας μείωση των επενδύσεων και των άμεσων ξένων επενδύσεων, ιδιαίτερα σημαντικών για την Ελλάδα, ή και μείωση των εξαγωγών. Αυτό αναφέρει ο οίκος αξιολόγησης Morningstar DBRS, ο οποίος επισημαίνει ότι η αλλαγή πολιτικής στις ΗΠΑ δημιουργεί ανησυχίες και αβεβαιότητα σε όλες τις χώρες και ειδικά σε κάποιες πολύ σημαντικές. Οι πιο άμεσες ανησυχίες έχουν να κάνουν με τα μέτρα προστατευτισμού που σχετίζονται με το εμπόριο και τις επενδύσεις και την πίεση στις χώρες του ΝΑΤΟ να δαπανήσουν περισσότερα για την άμυνα.
Δεδομένου του κεντρικού ρόλου που διαδραματίζουν οι ΗΠΑ σε θέματα οικονομίας και ασφάλειας, οι διάφορες αλλαγές πολιτικής που βρίσκονται σε εξέλιξη θα μπορούσαν να έχουν αντίκτυπο στην πιστοληπτική ικανότητα των κρατών σε παγκόσμιο επίπεδο, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Οι πολιτικές των ΗΠΑ δεν θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, αλλά θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τις υφιστάμενες προκλήσεις για ορισμένες χώρες. Καταρχάς, υπάρχουν ανησυχίες σε σχέση με τα μέτρα προστατευτισμού που σχετίζονται με το εμπόριο και τις επενδύσεις –τόσο άμεσα όσο και έμμεσα. Ενώ η πιθανότητα επιβολής δασμών ευρείας κλίμακας φαίνεται περιορισμένη, η Morningstar DBRS αναμένει ότι η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ θα κάνει πράξη ορισμένες από τις πρόσφατες απειλές της, στοχεύοντας χώρες ή/και τομείς για να προστατεύσει την εγχώρια βιομηχανία ή για να αποκτήσει μόχλευση με διεθνείς εταίρους.
Εμπόριο – Επενδύσεις
Ευρώπη
Μια αύξηση των αμερικανικών δασμών στις εισαγωγές από την Ευρώπη θα αποτελούσε έναν ακόμη αρνητικό παράγοντα για την προβληματική οικονομία της Γερμανίας, με τον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας να είναι ιδιαίτερα ευάλωτος. Οι ΗΠΑ κατείχαν ένα σχετικά μεγάλο μερίδιο, της τάξης του 10%, των γερμανικών εξαγωγών το 2023. Εκτός από τον άμεσο αντίκτυπο στην εξαγωγική δραστηριότητα, οι δασμοί θα επιβάρυναν επίσης την ήδη αδύναμη επιχειρηματική εμπιστοσύνη. Επιπλέον, το μειωμένο εμπόριο των ΗΠΑ με μεγαλύτερες οικονομίες όπως η Γερμανία θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει έμμεσα τις μικρότερες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), όπως η Πολωνία, η Σλοβακία και άλλες, επιβραδύνοντας μεσοπρόθεσμα την οικονομική τους ανάπτυξη και τις επενδύσεις στις εγχώριες εξαγωγικές τους βιομηχανίες.
Η Ιταλία είναι επίσης εκτεθειμένη στους ενδεχόμενους δασμούς, καθώς οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ και το πλεόνασμα εμπορικών αγαθών είναι από τα υψηλότερα στην ΕΕ.
Η Ελλάδα δεν είναι σημαντικός εμπορικός εταίρος με τις ΗΠΑ, αλλά οι δασμοί θα μπορούσαν έμμεσα να οδηγήσουν σε μείωση των επενδύσεων και των άμεσων ξένων επενδύσεων, ιδιαίτερα σημαντικών για την Ελλάδα, ή σε μείωση των εξαγωγών.
Όσον αφορά την Ιρλανδία, οποιοδήποτε μέτρο της αμερικανικής κυβέρνησης που πλήττει την ελκυστικότητά της για ξένες επενδύσεις και ως έδρα πολυεθνικών εταιρειών θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τα φορολογικά έσοδα, ιδίως τη φορολογία εισοδήματος εταιρειών, που είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη σε πολυεθνικές δραστηριότητες.
Η απόφαση του Προέδρου Τραμπ να μην υποστηρίξουν οι ΗΠΑ την υπό την αιγίδα του ΟΟΣΑ αναθεώρηση της παγκόσμιας εταιρικής φορολογίας δημιουργεί κάποια αβεβαιότητα σε αυτό το μέτωπο.
Καναδάς
Οι γενικευμένοι δασμοί αποτελούν σαφή απειλή για το καναδικό εμπόριο, δεδομένης της μεγάλης εξάρτησής του από τις αγορές των ΗΠΑ. Ωστόσο, επειδή οι βορειοαμερικανικές αλυσίδες εφοδιασμού είναι σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωμένες και ο Καναδάς διαθέτει ένα ποικίλο μείγμα εξαγωγών (κυρίως ενέργεια, αυτοκινητοβιομηχανία, μεταλλικά και μη μεταλλικά ορυκτά, καθώς και γεωργικά και δασικά προϊόντα), οι εμπορικές ροές μεταξύ των δύο χωρών είναι απίθανο να μεταβληθούν ουσιαστικά.
Η Morningstar DBRS εξακολουθεί να πιστεύει ότι οι δασμοί ευρείας κλίμακας είναι απίθανοι ή θα τεθούν σε ισχύ μόνο προσωρινά, για να ασκήσουν επιρροή στις επικείμενες διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία ΗΠΑ-Μεξικού-Καναδά (USMCA), που ρυθμίζει τις εμπορικές σχέσεις των συγκεκριμένων χωρών. Η USMCA έρχεται προς αναθεώρηση τον Ιανουάριο του 2026 και οι ΗΠΑ έχουν διαχρονικές ανησυχίες για τη βιομηχανία ξυλείας του Καναδά, αλλά και τους τομείς των γαλακτοκομικών προϊόντων και των πουλερικών. Ο Καναδάς θα μπορούσε να επωφεληθεί από την στροφή των εμπορικών ροών μακριά από την Κίνα και το Μεξικό, δεδομένης της διαθεσιμότητας ενέργειας, κρίσιμων ορυκτών και εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού,. Από την άλλη, η χώρα έχει ήδη αυξήσει τις δαπάνες για την ασφάλεια των συνόρων και θα πιεστεί να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες.
Λατινική Αμερική
Η κλιμάκωση του προστατευτισμού ενέχει σαφείς καθοδικούς κινδύνους για την περιοχή της Λατινικής Αμερικής, ιδίως για το Μεξικό, λόγω της διασύνδεσής του με τις βορειοαμερικανικές αλυσίδες εφοδιασμού και την εξάρτησή του από το εμπόριο με τις ΗΠΑ. Οι αυξανόμενοι δασμοί θα μπορούσαν επίσης να έχουν έμμεσες επιπτώσεις στους μεγάλους εξαγωγείς βασικών εμπορευμάτων της περιοχής, όπως η Βραζιλία και η Αργεντινή, αποδυναμώνοντας την παγκόσμια ζήτηση και συμπιέζοντας τις παγκόσμιες τιμές των βασικών εμπορευμάτων.
Από την άλλη πλευρά, ενδέχεται το μείγμα πολιτικής που θα ακολουθήσουν οι ΗΠΑ υπό τον Πρόεδρο Τραμπ να δημιουργήσει, επίσης, μια σειρά διαφορετικών ευκαιριών για τη Λατινική Αμερική. Ορισμένες χώρες μπορεί να επωφεληθούν με την πάροδο του χρόνου από την εστίαση των ΗΠΑ στην οικοδόμηση τεχνολογικών αλυσίδων εφοδιασμού εκτός Κίνας. Μια χώρα είναι το Μεξικό, το οποίο έχει τη δυνατότητα να επωφεληθεί από την εκτροπή του εμπορίου και τις αυξημένες επενδυτικές ροές, καθώς και η Αργεντινή, η οποία είναι πλούσια σε ενέργεια και κρίσιμους ορυκτούς πόρους.
Ασία
Η μεταστροφή στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας από το 2017 έχει ήδη οδηγήσει σε δασμούς επί των κινεζικών εξαγωγών πάνω από $350 δισ. και έχει επιβάλει περιορισμούς στις αμερικανικές εξαγωγές άμυνας και τεχνολογίας.
Οι πολυεθνικές εταιρείες έχουν ήδη επανεξετάσει τη στρατηγική τους στην Ασία, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην ανθεκτικότητα της αλυσίδας εφοδιασμού και όχι στην αποτελεσματικότητα. Οι ΗΠΑ ενδέχεται να επιδιώξουν να περιορίσουν περαιτέρω την πρόσβαση της Κίνας σε τεχνολογίες αιχμής, όπως οι ημιαγωγοί και ο εξοπλισμός κατασκευής τσιπ, προσπαθώντας παράλληλα να οικοδομήσουν αλυσίδες εφοδιασμού τεχνολογίας εκτός Κίνας, στις ΗΠΑ και μεταξύ των συμμάχων. Αυτή η πολιτική στάση θα έχει επιπτώσεις στις οικονομικές προοπτικές της Κίνας. Οι διευρυμένοι δασμοί θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα να μεταφέρουν μέρος της παραγωγής τους στις ΗΠΑ. Ενώ ο αντίκτυπος στην Ινδία θα είναι μάλλον περιορισμένος, καθώς πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για μια οικονομία με εγχώριο προσανατολισμό, άλλες ασιατικές οικονομίες μπορεί να είναι λιγότερο ανθεκτικές. Η Νοτιοανατολική Ασία θα μπορούσε να επωφεληθεί σε κάποιο βαθμό από τις κατακερματισμένες παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και την εμπορική αντιπαράθεση, αλλά οι ευρύτεροι εμπορικοί περιορισμοί θα έβλαπταν έναν κύριο μοχλό ανάπτυξης για την περιοχή.
Πίεση στις χώρες του ΝΑΤΟ να δαπανήσουν περισσότερα για την άμυνα
Ο γεωπολιτικός κίνδυνος παραμένει ένα βασικό θέμα, καθώς αυξάνεται ο αριθμός των συγκρούσεων σε όλο τον κόσμο (Μέση Ανατολή και Ουκρανία), αλλά κυρίως επειδή τίθεται υπό αμφισβήτηση από τον Πρόεδρο Τραμπ η συμμετοχή των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ.
Στη Μέση Ανατολή μια κλιμάκωση των εντάσεων ή η κατάρρευση των πρόσφατα συμφωνηθεισών εκεχειριών θα οδηγούσε σε νέες αβεβαιότητες στην περιοχή. Οι εξελίξεις αυτές έχουν προκαλέσει σημαντική αύξηση των στρατιωτικών δαπανών σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο, ιδίως σε εκείνες που βρίσκονται κοντά στη σύγκρουση Ουκρανίας και Ρωσίας, όπως η Πολωνία, οι Βαλτικές χώρες, καθώς και η Σκανδιναβία. Οι περισσότερες από τις μικρότερες οικονομίες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης διαθέτουν επαρκή δημοσιονομικά περιθώρια για μια τέτοια αύξηση, χάρη στο χαμηλό τους χρέος. Σε ορισμένες μεγαλύτερες οικονομίες, όμως, όπως η Ισπανία, αν η κυβέρνηση υποχρεωθεί να αυξήσει στο 2% του ΑΕΠ τις αμυντικές δαπάνες, που προτείνει το ΝΑΤΟ, θα μπορούσε να ακυρωθεί μέρος της πρόσφατης προόδου τους όσον αφορά τη μείωση του ελλείμματος. Επιπλέον, χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία, που βιώνουν τις δικές τους εσωτερικές πολιτικές διαμάχες, μπορεί να μην είναι σε θέση να προβούν σε τέτοιες αλλαγές. Ο γεωπολιτικός κίνδυνος θα μπορούσε να αυξηθεί περαιτέρω, εάν το ΝΑΤΟ αποδυναμωθεί, αλλά αυτό δεν αποτελεί βασική εκτίμηση της Monringstar DBRS.
Συνολική αβεβαιότητα για την πολιτική των ΗΠΑ και τη διεθνή σταθερότητα
Οι αναδυόμενες και άλλες αγορές που είναι ευάλωτες στη μεταβλητότητα των τιμών των εμπορευμάτων ή/και των επιτοκίων θα μπορούσαν επίσης να επηρεαστούν από την πολιτική των ΗΠΑ. Οι ενέργειες της νέας κυβέρνησης θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μονιμότερο πληθωρισμό και «υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα» επιτόκια. Τα σχέδια για μείωση των φόρων και πιθανή αύξηση των δασμών θα μπορούσαν να εντείνουν τις πληθωριστικές πιέσεις. Περαιτέρω, η αύξηση των δαπανών για την ασφάλεια των συνόρων και η μείωση της προσφοράς εργασίας λόγω αυστηρότερης μεταναστευτικής νομοθεσίας θα μπορούσαν επίσης να έχουν πληθωριστικές επιπτώσεις.
Ορισμένοι εκτιμούν ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα αναγκαστεί να περιορίσει ή ακόμη και να σταματήσει τη μείωση των επιτοκίων της. Άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες ενδέχεται επίσης να δουν δευτερογενείς επιπτώσεις από τη συνολική ζήτηση και τη σταθερότητα των τιμών στις ΗΠΑ. Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου αυξήθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες, γεγονός που μπορεί να μειώσει περαιτέρω τα δημοσιονομικά περιθώρια. Ωστόσο, σύμφωνα με την Morningstar DBRS, αυτό το σενάριο δεν είναι ασφαλές και ένα αρνητικό πλήγμα στην παγκόσμια ζήτηση θα μπορούσε, αντίθετα, να οδηγήσει σε χαμηλότερο πληθωρισμό και χαμηλότερα επιτόκια με την πάροδο του χρόνου. Προς το παρόν, o Οίκος Αξιολόγησης αναμένει συνεχή, αν και αδύναμη, παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη το 2025 και το 2026. Η οικονομία των ΗΠΑ θα επιβραδυνθεί πιθανότατα, ενώ η οικονομία της Κίνας αντιμετωπίζει εσωτερικές αντιξοότητες. Εν τω μεταξύ, η σταδιακή οικονομική ανάκαμψη στην Ευρώπη και την Ιαπωνία θα συμβάλει στη διεύρυνση και την επανεξισορρόπηση της παγκόσμιας ανάπτυξης.
Η αβεβαιότητα σχετικά με το παγκόσμιο εμπόριο θα μπορούσε να επηρεάσει το κλίμα στις πιο ανοικτές οικονομίες και ιδιαίτερα σε εκείνες που είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένες σε ένα μόνο εμπόρευμα. Η περίφημη προσέγγιση «drill, baby, drill» του Προέδρου Trump, που αποσκοπεί στην αύξηση της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου (O&G) στις ΗΠΑ, θα μπορούσε να θέσει ένα ανώτατο όριο στις παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου. Για τις χώρες του ΟΠΕΚ, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει τη διατήρηση των περιορισμών στην παραγωγή πετρελαίου για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, με στόχο να αποτραπεί η περαιτέρω πτώση της τιμής του πετρελαίου. Τούτο μπορεί, στο τέλος, να επιβαρύνει τις επενδύσεις και τα δημόσια οικονομικά των μεγάλων εξαγωγέων πετρελαίου. Εντούτοις, οι ανησυχίες για τα μερίδια αγοράς θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις αποφάσεις. Βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, ενδέχεται να χρειαστεί χρόνος για τους παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου στις ΗΠΑ να αυξήσουν την παραγωγή τους, καθώς λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων κεφαλαιακών δαπανών (Capital Expenditures – CapEx) που έχουν ήδη υιοθετηθεί. Επιπλέον, οι πιθανές πρόσθετες κυρώσεις των ΗΠΑ στη Ρωσία και η προσέγγιση της «μέγιστης πίεσης» προς το Ιράν θα μπορούσαν να διατηρήσουν την πίεση στις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου.
Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News