Παράνοια και παραλογισμός στην ασφαλιστική αγορά;
Του Χρήστου Κατσάκου
Μόνον σε παράνοια και παραλογισμό μπορούν να αποδοθούν όλα όσα συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα στην ελληνική ασφαλιστική αγορά. Μια παράνοια, η οποία κανείς δεν γνωρίζει πότε, πού και πώς θα σταματήσει. Μια παράνοια, η οποία κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια πού θα οδηγήσει ασφαλιστικές εταιρείες και διαμεσολαβούντες.
Γεγονός αναμφισβήτητο είναι το ότι η από πενταετίας οικονομική κρίση έχει επηρεάσει σημαντικά και τον χώρο των ασφαλίσεων, με εξαγορές, ακυρώσεις ασφαλιστηρίων ζωής, με διακοπή ασφαλίσεως περιουσιακών στοιχείων, με αύξηση των ανασφάλιστων οχημάτων σε πρώτη φάση.
Σε δεύτερη φάση και προφανώς για να ανακοπεί γενικώς η απώλεια ασφαλίστρων, οι ασφαλιστικές εταιρείες προχώρησαν σε περιορισμένες μειώσεις ασφαλίστρων, στον κλάδο αυτοκινήτων, στον κλάδο πυρός, ειδικά στα ασφάλιστρα των ενυπόθηκων κατοικιών, και στην αστική ευθύνη σκαφών, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν ότι στη μείωση των εγγεγραμμένων ασφαλίστρων λόγω οικειοθελών ακυρώσεων (αδυναμία πληρωμής ασφαλίστρου) προστίθεται η μείωση λόγω μειώσεως τιμολογίων και η έλλειψη νέων εργασιών.
Μέχρι το σημείο αυτό, όμως, μπορούν ίσως να δικαιολογηθούν οι περιορισμένες μειώσεις των ασφαλίστρων του κλάδου αυτοκινήτων, οι οποίες μπορούν να αποδοθούν και στη μείωση των ζημιών, λόγω της σημαντικής μειώσεως της κυκλοφορίας των οχημάτων, και μπορούν να εκληφθούν και ως ελάφρυνση των ασφαλιζομένων και συνεισφορά στην κρίση. Αλλά ελάφρυνση των ασφαλιζομένων με επιλεκτική μείωση των ασφαλίστρων μόνον στις ανωτέρω τρεις περιπτώσεις (αυτοκίνητο, ενυπόθηκη κατοικία, σκάφη) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφέρον εστιάζεται στις υποχρεωτικές ασφαλίσεις.
Τώρα, το πόσο υποχρεωτική μπορεί να είναι η ασφάλιση αυτοκινήτου όταν τα ανασφάλιστα κυκλοφορούντα οχήματα, παρά τους ελέγχους της αστυνομίας, ξεπερνούν κατά πολύ το εκατομμύριο, είναι ένα άλλο θέμα.
Ένα άλλο θέμα, επίσης, είναι ότι τα ασφάλιστρα υγείας του κλάδου ζωής, αντί να μειωθούν, αυξάνονται, προφανώς λόγω του αυξημένου και ανεξέλεγκτου συνήθως κόστους της περιθάλψεως.
Στην τρίτη φάση, από τα μέσα του 2014 περίπου, παρατηρούνται σημαντικές αυτή τη φορά μειώσεις ασφαλίστρων του κλάδου αυτοκινήτων από κάποιες ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες με την κίνηση αυτή οδήγησαν σιγά σιγά σε μείωση των ασφαλίστρων και το σύνολο σχεδόν των ασφαλιστικών εταιρειών, λόγω του φόβου απώλειας παραγωγής.
Δικαιολογημένος ο φόβος, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι μέχρι προ διετίας περίπου, οι αποκλίσεις των ασφαλίστρων του κλάδου αυτοκινήτων μεταξύ ασφαλιστικών εταιρειών ήταν μεταξύ 5% και 10%, ενώ στις αρχές του 2015, οι αποκλίσεις υπερέβησαν το 20% μεταξύ μερικών ασφαλιστικών εταιρειών, οι οποίες προχώρησαν στις σημαντικές μειώσεις και μερικών οι οποίες ανθίστανται, όχι επειδή οι εταιρείες θέλουν υπερκέρδη, αλλά επειδή η μελέτη των στοιχείων δεν επιτρέπει μειώσεις του τιμολογίου.
Προς τι, όμως, αυτές οι κατά την άποψή μου αψυχολόγητες και παρανοϊκές μειώσεις των ασφαλίστρων, όταν με βάση τα στοιχεία από τον Σεπτέμβριο ’14 αυξήθηκε σημαντικά η κίνηση των οχημάτων, η οποία αναπόφευκτα θα οδηγήσει και σε αύξηση των ζημιών, όταν το κόστος κτήσεως παραγωγής σε πολλές περιπτώσεις υπερβαίνει το 25% και αγγίζει το 30%, όταν τα κοστολόγια των ασφαλιστικών εταιρειών, ανεξαρτήτως παραγωγής, έχουν αυξηθεί σημαντικά από την υποχρέωση προσαρμογής σε Solvency και σε διατάξεις της εποπτευούσης αρχής.
Πλέον του θέματος των μειώσεων των ασφαλίστρων στις ασφαλίσεις αυτοκινήτων, ενυπόθηκων κατοικιών και σκαφών, άξιο προσοχής και αξιολογήσεως είναι το γεγονός ότι, την τελευταία πενταετία, το ενδιαφέρον ασφαλιστικών εταιρειών και διαμεσολαβούντων εστιάζεται κυρίως στον κλάδο αυτοκινήτων και τελευταίως στις ασφαλίσεις πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας υγείας, ωσάν να μην υπάρχουν ασφαλιστικά προγράμματα άλλων κλάδων, τα ασφάλιστρα των οποίων μπορούν να αυξήσουν την παραγωγή των εταιρειών και το εισόδημα των διαμεσολαβούντων.
Για παράδειγμα, οι ελάχιστα γνωστές και διαδεδομένες ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, τη χρησιμότητα και αναγκαιότητα των οποίων στη σύγχρονη κοινωνία δεν έχουν αντιληφθεί οι διαμεσολαβούντες.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί και το ότι αλλοδαπές ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες από παράδοση με την πολιτική τους απέφευγαν τον κλάδο αυτοκινήτων, την τελευταία διετία εφαρμόζουν μια άκρως επιθετική πολιτική σε ό,τι αφορά την τιμολόγηση.
Λέγεται –και είναι αλήθεια– ότι κατά κανόνα οι ασφαλίσεις πωλούνται και σπανίως αγοράζονται.
Η πώληση της όποιας ασφαλίσεως, όμως, προϋποθέτει γνώση και χρόνο για την παρουσίαση του όποιου ενδεδειγμένου ασφαλιστικού προγράμματος, για τον όποιο υποψήφιο προς ασφάλιση.
Διαπιστώνεται, όμως, ότι οι διαμεσολαβούντες, στην πλειονότητά τους, όχι μόνο δεν ασχολούνται με την πώληση ασφαλιστικών προγραμμάτων άλλων κλάδων, αλλά δεν προσπαθούν καν για την πώληση προαιρετικών αλλά απαραιτήτων πολλές φορές καλύψεων, στις προαναφερθείσες υποχρεωτικές ασφαλίσεις, για πληρέστερη κάλυψη του ασφαλιζομένου.
Αντιθέτως, οι διαμεσολαβούντες διαθέτουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου των στην αναζήτηση χαμηλότερων ασφαλίστρων για το αυτοκίνητο, το οποίο, με μικρή εξαίρεση πραγματικών αναξιοπαθούντων, δεν είναι το ζητούμενο από τον ασφαλιζόμενο.
Ο διαμεσολαβών λειτουργεί υπό την επήρεια φόβου απώλειας του πελάτη και προτιμά τη διατήρησή του με χαμηλότερο ασφάλιστρο και, κατά συνέπεια, με χαμηλότερο εισόδημα για τον ίδιο.
Μέχρις ενός σημείου κατανοητός ο φόβος, κατανοητή η επιθυμία για μείωση κοστολογίων λόγω οικονομικής κρίσεως από την κοινωνία, αλλά δεν είναι δυνατόν ο φόβος να εξελίσσεται σε πανικό, σε σημείο ο διαμεσολαβών να διαλαλεί σε πολλές περιπτώσεις το χαμηλότερο ασφάλιστρο και να έχει αποπροσανατολισθεί από το κυρίως έργο του, το οποίο είναι η κατά το δυνατόν πληρέστερη κάλυψη των ασφαλιστικών αναγκών, η πλήρης ενημέρωση σχετικά με την ασφάλιση και φυσικά η υποδειγματική και άμεση εξυπηρέτηση του ασφαλιζομένου. Μια εξυπηρέτηση, την οποία δεν μπορούν να προσφέρουν οι ηλεκτρονικές πωλήσεις και το bancassurance.
Η γνώση, η πώληση με απόλυτη κατανόηση από τον ασφαλιζόμενο των όρων ασφαλίσεως και η διαχρονική, υποδειγματική και άμεση εξυπηρέτηση σε κάθε στιγμή του ασφαλιζομένου, είναι τα πλεονεκτήματα του διαμεσολαβούντος έναντι των ηλεκτρονικών direct πωλήσεων κάποιων ασφαλιστικών εταιρειών, του bancassurance και κάθε άλλου, ο οποίος ενεργεί ίσως χωρίς τον προσήκοντα επαγγελματισμό και σεβασμό στον θεσμό των ασφαλίσεων γενικότερα.
Δεν είμαι απολύτως εναντίον του bancassurance και των μεθόδων του, αλλά θεωρώ ότι ο ρόλος του θα πρέπει να περιορισθεί αποκλειστικά και μόνον σε ασφαλιστικά προγράμματα, τα οποία δεν χρήζουν εξυπηρετήσεως (συνταξιοδοτικά), διότι δεν μπορώ να φαντασθώ ότι ο θεωρητικά και όχι πρακτικά συνδεδεμένος ασφαλιστικός διαμεσολαβητής κάποιου πιστωτικού ιδρύματος δίδει τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου στον ασφαλιζόμενο, για να τον εξυπηρετήσει τη στιγμή κατά την οποία θα βρεθεί σε ανάγκη.
Σε ό,τι αφορά τις ηλεκτρονικές πωλήσεις γενικώς, θα πρέπει να συμβιβασθούμε (o tempora o mores), αλλά θεωρώ τα κάθε είδους ασφαλιστικά προγράμματα εντελώς εξειδικευμένα και εξατομικευμένα, για να τα εμπιστευθεί κάποιος σε ένα μηχάνημα, το οποίο θέτει συγκεκριμένες ερωτήσεις και απαιτεί συγκεκριμένες απαντήσεις, ενώ η κάθε ασφαλιστική πράξη είναι μια διαφορετική περίπτωση.
Η κοινωνία, όμως, αποτελείται από μεγάλα παιδιά και ως μεγάλα παιδιά θα πρέπει να αναλαμβάνουν και τις ευθύνες των πράξεών των, όχι μόνον στην περίπτωση ασφαλίσεως και στον τρόπο εξασφαλίσεως, αλλά και στην περίπτωση μη ασφαλίσεως περιουσιακών στοιχείων.
Έτσι, σε περίπτωση ζημίας, στην πρώτη περίπτωση φταίνε συνήθως τα “ψιλά γράμματα” των ασφαλιστικών εταιρειών και ποτέ δεν φταίει ο διαμεσολαβών, ο οποίος ίσως δεν διαχειρίσθηκε με ορθό, επαγγελματικό τρόπο τον προς ασφάλιση κίνδυνο, ούτε ο ασφαλιζόμενος, ο οποίος ίσως χορήγησε εσφαλμένα στοιχεία ή αναζητούσε ένα φθηνό ασφαλιστικό πρόγραμμα.
Στην δεύτερη περίπτωση και κυρίως σε φυσικές καταστροφές, παρά το γεγονός ότι η κοινωνία έχει αντιληφθεί τις κλιματικές αλλαγές και τις επιπτώσεις αυτών, δεν φταίει ποτέ το μέρος της κοινωνίας, το οποίο είναι ανασφάλιστο, αλλά φταίει η πολιτεία, η οποία, ένοχη ή αθώα, έρχεται πάντοτε αρωγός κάθε ζημιωθέντος εις βάρος του κοινωνικού συνόλου.
Η πολιτεία, η οποία ποτέ δεν προέβαλε όπως θα έπρεπε τον θεσμό των ασφαλίσεων γενικώς και δεν προέτρεψε και δεν διευκόλυνε την κοινωνία σε πράξεις ασφαλίσεως με διάφορα κίνητρα, τα οποία οπωσδήποτε έχουν χαμηλότερο κόστος από το κόστος αποζημιώσεων σε φυσικές καταστροφές.
Η πολιτεία, η οποία ακόμη και σήμερα υποβαθμίζει τον θεσμό των ασφαλίσεων, αρνούμενη την χορήγηση του τρίτου πυλώνα στην ιδιωτική ασφάλιση, με σκοπό να τον αναλάβει η ίδια.
Η πολιτεία, η οποία συνέστησε μία εποπτεύουσα αρχή, τα πρόσωπα της οποίας ουδεμία σχέση έχουν με τον ασφαλιστικό χώρο, αλλά καλούνται να εποπτεύσουν αυτόν τον χώρο.
Πώς είναι δυνατόν να ελέγχεις, να εποπτεύεις, να νομοθετείς, να εκδίδεις διατάξεις για έναν χώρο, για ένα αντικείμενο, το οποίο δεν γνωρίζεις, όχι μόνον στο σύνολό του, αλλά δεν γνωρίζεις και τις ιδιαιτερότητες μεταξύ ασφαλίσεως ζωής, συντάξεων και γενικών κλάδων, ώστε να διαχωρίζεις και να ενεργείς, να υποδεικνύεις, να παρεμβαίνεις αναλόγως, χωρίς όμως να δυσχεραίνεις το έργο.
Πώς είναι δυνατόν να επιβάλλεται διά νόμου ή μέσω σεμιναρίων διά βίου μάθηση των διαμεσολαβούντων σε ασφαλίσεις, με ποινή απώλειας της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος; Ποιος γιατρός, δικηγόρος, φοροτεχνικός, αρχιτέκτων, μηχανικός, καπετάνιος, πιλότος χάνει την άδειά του ή το πτυχίο του, εάν δεν παρακολουθεί επιμορφωτικά σεμινάρια;
Και όποια υποκρισία, όταν η λύση σίγουρα θα βρεθεί με χορήγηση βεβαιώσεων παρακολουθήσεως σεμιναρίων, έστω και αν δεν έχουν παρακολουθηθεί.
Αναμφισβήτητα, η εποπτεύουσα αρχή προσέφερε τα μέγιστα τόσο προς την ασφαλιστική αγορά, όσο και προς τους ασφαλιζόμενους, δίδοντας ορθές και ενδεδειγμένες λύσεις στα χρονίζοντα προβλήματα ενάρξεως, λήξεως της ασφαλίσεως, εισπράξεως και αποδόσεως των ασφαλίστρων, τα οποία ταλαιπωρούσαν την ασφαλιστική αγορά και δημιουργούσαν προβλήματα.
Αναμφισβήτητα, η εποπτεύουσα αρχή έχει πολύ και σημαντικό έργο να επιτελέσει ακόμη.
Επειδή ακριβώς, όμως, πρόκειται για σημαντικό έργο, το οποίο ελάχιστη έως καθόλου σχέση έχει με αρχές και κανόνες πιστωτικών ιδρυμάτων, θα πρέπει η προσέγγιση του κάθε είδους θέματος, καθώς και η μετέπειτα νομοθέτηση ή έκδοση διατάξεων, να πραγματοποιείται από πρόσωπα με επάρκεια όχι μόνο οικονομικών ή αναλογιστικών γνώσεων, αλλά και ασφαλιστικών γνώσεων (εμπορικός τομέας, τεχνικός τομέας, operation, πρακτικές αγοράς), με ζητούμενο την πλήρη εξυγίανση, την ομαλή λειτουργία της αγοράς σε όλα τα επίπεδα, χωρίς να δυσχεραίνεται όμως το έργο όλων των εμπλεκομένων και χωρίς πρόσθετα κοστολόγια.
Αναμφισβήτητα, επίσης, πλέον των ανωτέρω και πλέον μιας εγγυημένης από την εποπτεύουσα αρχή κεφαλαιακής επάρκειας και φερεγγυότητος των ασφαλιστικών εταιρειών αναγκαία είναι η επάρκεια γνώσεων, η με επαγγελματικό τρόπο και ορθή διαχείριση κινδύνου, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για ένα αυτοκίνητο, για ένα σπίτι ή για έναν μεγάλο εμπορικό ή και βιομηχανικό κίνδυνο από πλευράς διαμεσολαβούντων και η ορθή και επαγγελματική ενημέρωση και εξυπηρέτηση του ασφαλιζομένου.
Η εξυγίανση και ομαλή λειτουργία της ασφαλιστικής αγοράς, χωρίς παραλογισμούς, μέσα σε πλαίσια υγιούς συναγωνισμού και όχι παράλογου ανταγωνισμού, είναι μια υπόθεση, η οποία αφορά όλους τους εμπλεκομένους και ο καθένας θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του.