Άρθρα

Παραγραφή αξιώσεων του Δημοσίου που απορρέουν από Ασφαλιστικές Συμβάσεις

Σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 2496/1997 για τη Σύμβαση Ασφάλισης, όπως αυτός ισχύει σήμερα, «οι αξιώσεις που πηγάζουν από ασφαλιστική σύμβαση παραγράφονται, στις ασφαλίσεις ζημιών μετά από τέσσερα χρόνια και στις ασφαλίσεις προσώπων μετά από πέντε χρόνια, από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν».

Η παραγραφή αυτή, όμως, δεν ισχύει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ασφαλισμένος, λήπτης της ασφάλισης ή δικαιούχος αποζημίωσης στην ασφαλιστική σύμβαση είναι το Δημόσιο ή οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι οποίοι έχουν όλα τα δικαστικά, δικονομικά και διοικητικά προνόμια του Δημοσίου. Στις περιπτώσεις αυτές, ισχύει η εικοσαετής παραγραφή των αξιώσεων που απορρέουν από συμβάσεις ιδιωτικού Δικαίου.

Σύμφωνα με την κρίση του Αρείου Πάγου, το προνόμιο αυτό δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος, δεδομένου ότι ισχύει για λόγους προστασίας του Δημοσίου συμφέροντος.

Σχετικά με το προνόμιο αυτό, ακολουθεί απόσπασμα από πρόσφατη Απόφαση του Αρείου Πάγου (ΑΠ 186/2022, απόσπασμα από δημοσίευση ΝΟΜΟΣ):

(…) Στις 8-3-2010 και περί ώρα 5.35 π.μ., ενώ το όχημα αυτό εκτελούσε υπηρεσία αποκομιδής απορριμμάτων εντός της περιφέρειας του Δήμου (…), και συγκεκριμένα στην οδό (…) αρ. (…), εκδηλώθηκε πυρκαγιά σε αυτό, με αποτέλεσμα να υποστεί εκτεταμένες ζημιές (…). «Κατά τον χρόνο επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης η αξία του καταστραφέντος οχήματος ανερχόταν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στο ποσό των 14.000 ευρώ, ενόψει του είδους αυτού και της παλαιότητάς του και, επομένως, η ζημία που υπέστη ο εκκαλών ανέρχεται στο ποσό των 8.600 ευρώ, μετά από αφαίρεση κατ’ αποδοχή ως βάσιμου κατ’ ουσία του σχετικού ισχυρισμού της εφεσίβλητης που προτάθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επαναφέρεται και στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο του ποσού των 5.400 ευρώ στα οποία ανέρχονται τα σώστρα (…)». «Επομένως, ο εκκαλών Δήμος δικαιούται το προαναφερόμενο ποσό των 8.600 ευρώ, η αξίωση δε αυτή δεν έχει υποπέσει στην παραγραφή του άρθρου 10 του ν. 2496/1997, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εφεσίβλητη, η οποία δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, λόγω της ειδικότερης σχετικής διάταξης του άρθρου 136 παρ. 3 περ. α του ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α 143/28-6-2014) «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) – δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις», η οποία εφαρμόζεται και για τον εκκαλούντα Δήμο, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 3 του ν.δ. 31/1968 και του άρθρου 276 παρ. 2 του ν. 3463/2006 (…), που προβλέπει την εικοσαετή παραγραφή των αξιώσεων του δημοσίου, που απορρέουν από οποιαδήποτε σύμβαση που αυτό έχει καταρτίσει». Έτσι που έκρινε το δικαστήριο δεν παραβίασε ευθέως τις περί παραγραφής διατάξεις του δημόσιου λογιστικού, τις οποίες ορθά εφάρμοσε, καθώς ήταν εφαρμοστέες επί της ένδικης αξίωσης ως ειδικές από άποψη υποκειμένου και φορέως τους έναντι της διάταξης του άρθρου 10 ν. 2496/1997, μη αντικείμενες στο Σύνταγμα και ανεξαρτήτως του ότι η αξίωση αυτή προερχόταν από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, σύμφωνα με τα στην αρχή της παρούσας αναφερθέντα, ενώ ορθά δεν εφάρμοσε την ως άνω διάταξη του άρθρου 10 του ν. 2496/1997, η οποία δεν ήταν εφαρμοστέα. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια του άρθρου 560 αριθμός 1 Κ.Πολ.Δ., όπως ορθά εκτιμάται, (καίτοι η αναιρεσείουσα αναφέρεται στην αντίστοιχη πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμός 1), ισχυριζόμενη ότι το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε ως αντισυνταγματικές τις ως άνω περί παραγραφής διατάξεις του δημοσίου λογιστικού, οι οποίες άλλωστε εφαρμόζονται μόνο για χρηματικές απαιτήσεις των Ο.Τ.Α., απορρέουσες από έννομες σχέσεις δημοσίου δικαίου και όχι από έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου ως εν προκειμένω, αντί να εφαρμόσει ως ειδική τη διάταξη του άρθρου 10 ν. 2496/1997 και να απορρίψει την αγωγή κατ’ αποδοχή της νομίμως από αυτήν προταθείσης στα δικαστήρια της ουσίας εκ του προαναφερθέντος άρθρου 10 του ν. 2496/1997 ένσταση παραγραφής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επομένως, μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου στο δημόσιο ταμείο (…).

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το προνόμιο αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ιδίως κατά την εκτίμηση των κινδύνων που έχουν αναλάβει.

Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής, [email protected]
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ


Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας