Άρθρα

Όρος Αποκλεισμού Ευθύνης για Ζημιές από Μεταφερόμενο Φορτίο

Συχνά εμφανίζεται περίπτωση κατά την οποία ζημία προκαλείται σε τρίτους, αποκλειστικά και μόνο από το φορτίο το οποίο μεταφέρεται από όχημα. Ο σχετικός κίνδυνος είναι δυνατόν να εξαιρείται από το συμβόλαιο αστικής ευθύνης από αυτοκινητικό ατύχημα.

Στις περιπτώσεις αυτές, ο εν λόγω κίνδυνος θα πρέπει να καλύπτεται από ξεχωριστό ασφαλιστήριο συμβόλαιο, επειδή αν ή η ζημία δεν οφείλεται αποκλειστικά σε αμέλεια του οδηγού του ασφαλισμένου οχήματος ή δεν συντρέχει ταυτόχρονα περίπτωση αμέλειάς του, ο κίνδυνος είναι ανασφάλιστος. Επί του ζητήματος αυτού έχει ενδιαφέρον πολύ πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου, αποσπάσματα από την οποία παραθέτουμε (ΑΠ 594/2022, δημοσίευση ιστοσελίδας ΝΟΜΟΣ):

(…) Στην παράγραφο 3 του άρθρου 16 του Ν. 3557/2007 ορίζεται ότι για κάθε θέμα που δεν ρυθμίζεται ειδικά από τις διατάξεις του Π.Δ. 237/1986 εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Ν. 2496/1997, όπως εκάστοτε ισχύει, ενώ το άρθρο 17 του Ν. 3557/2007 ορίζει ότι από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου (14-5-2007) καταργείται η υπ’ αριθμ. Κ/4/585/1978 Απόφαση του Υπουργού Εμπορίου, στην παράγραφο 10 του άρθρου 25 της οποίας οριζόταν ότι αποκλείονται της ασφάλισης ζημίες προξενούμενες εκ του μεταφερόμενου ή επί του μεταφερόμενου διά του οχήματος φορτίου, διάταξη που μπορούσε να αποτελέσει περιεχόμενο σύμβασης ασφάλισης και ίσχυε μεταξύ των μερών, και μετά την κατάργηση της ως άνω Κ.Υ.Α. μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμφωνίας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 361 ΑΚ. Η συμφωνία αυτή εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Πράγματι, κατά την αληθινή έννοια της συμφωνίας αυτής αποκλείεται η ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρείας έναντι των από το ασφαλισμένο αυτοκίνητο ενεχομένων προσώπων μόνον όταν η προξενηθείσα από τρίτο ζημία οφείλεται αποκλειστικώς στο φορτίο και όχι όταν στην επέλευση της ζημίας αυτής συνετέλεσε και συντρέχουσα αμέλεια του οδηγού που καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση, όπως τούτο επιρρωνύεται και από την απαίτηση αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της υπαιτιότητας του οδηγού κατά την οδήγηση του ασφαλισμένου αυτοκινήτου και της ζημίας που προξενήθηκε στο μεταφερόμενο με αυτό φορτίο, υπό την έννοια ότι η πράξη ή η παράλειψη του υπαίτιου προσώπου κατά την οδήγηση του αυτοκινήτου, εν όψει των ειδικών περιστάσεων και των διδαγμάτων κοινής πείρας ήταν πρόσφορη αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος (πρβλ. ΑΠ 729/1998).

(…) Ο ισχυρισμός της παρεμπιπτόντως εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας, ασφαλιστικής εταιρείας, που αποτελεί και τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, ότι η ένδικη ζημία δεν συγκαταλέγεται στους ασφαλισθέντες κινδύνους, καθώς με βάση τις εξαιρέσεις του ειδικού όρου 1.2 της σύμβασης, “ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για βλάβες σε πράγματα του ασφαλισμένου ή τρίτου που μεταφέρονται με το όχημα” δεν είναι βάσιμος, όπως και η σχετική και, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 25 περ.10 της …… ένσταση περί αποκλεισμού της ευθύνης της παρεμπιπτόντως εναγόμενης και ήδη, εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας, καθώς ο σχετικός αποκλεισμός θα επερχόταν αν το επίδικο ατύχημα οφειλόταν αποκλειστικώς στο μεταφερόμενο φορτίο. Ενόψει, όμως, του ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η επέλευση του επίδικου ατυχήματος και η ζημία του μεταφερόμενου φορτίου (γεννήτριας) οφείλεται αποκλειστικά σε πταίσμα του οδηγού-χειριστή του περονοφόρου οχήματος, η σχετική διάταξη δεν εφαρμόζεται”. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο και ειδικότερα ότι η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία είναι υποχρεωμένη να αποζημιώσει την προσεπικαλούσα αυτήν ενάγουσα με βάση τη μεταξύ τους ασφαλιστική σύμβαση συνεπεία επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, συνιστάμενου στην από υπαιτιότητα του χειριστή του περονοφόρου οχήματος πρόκληση βλάβης στο μεταφερόμενο με αυτό φορτίο, απορρίψασα τον σχετικό ισχυρισμό της εναγομένης περί ύπαρξης συμφωνίας εξαίρεσης από την ως άνω ασφαλιστική κάλυψη και έτσι που έκρινε, αν και με εσφαλμένο καθορισμό των εφαρμοστέων διατάξεων την προκειμένη περίπτωση κατέληξε σε ορθό διατακτικό με το να κρίνει απορριπτέα την ένσταση της ήδη αναιρεσείουσας και συνακόλουθα να απορρίψει την προαναφερθείσα έφεσή της. Επομένως, πρέπει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 578 ΚΠολΔ, να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος σχετικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίον η αναιρεσείουσα, προβάλλουσα την από τον αριθμό 1 άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, υποστηρίζει τα αντίθετα (…).

Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής, [email protected]
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ


Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας