Ομιλία του Γ. Στουρνάρα στην εκδήλωση της ΕΑΕΕ
Χαιρετισμός του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννη Στουρνάρα, με θέμα «Εξελίξεις, Ευκαιρίες, Προκλήσεις και Κίνδυνοι για την Ασφαλιστική Αγορά», στη Γενική Συνέλευση της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος, στις 25 Φεβρουαρίου 2020.
Κυρίες και κύριοι,
Χαίρομαι που κι εφέτος παρευρίσκομαι στην ετήσια γενική σας συνέλευση.
Η φετινή είναι η πέμπτη χρονιά που η αγορά λειτουργεί και εποπτεύεται υπό καθεστώς Φερεγγυότητας ΙΙ και η βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς είναι πλέον εμφανής.
Στο διάστημα αυτό, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατάφεραν, άλλες ευκολότερα κι άλλες δυσκολότερα, να προσαρμόσουν τη δομή διακυβέρνησής τους στις διατάξεις του νόμου. Ενισχύθηκαν οργανωτικά οι βασικές λειτουργίες, κάποιες από τις οποίες, όπως για παράδειγμα η διαχείριση κινδύνου, ήταν καινοφανείς για μερικές επιχειρήσεις και έπρεπε να τις οργανώσουν από το μηδέν. Πάντως, όλες οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις συνέχισαν να προσπαθούν να βελτιστοποιήσουν το επίπεδο κινδύνου και να βελτιώσουν τη διαχείριση των κεφαλαίων τους.
Σε όλα τα στάδια των προσπαθειών τους, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια Εποπτική Αρχή στάθηκε αρωγός, παρέχοντας την κατάλληλη συνδρομή – και ενίοτε ανοχή. Και όσο επισημαίνονται κενά στη διακυβέρνηση και οι προσπάθειες για περαιτέρω βελτίωση συνεχίζονται, ο ρόλος της Εποπτείας παραμένει επιβοηθητικός, επιβλέποντας τα λαμβανόμενα από τις επιχειρήσεις μέτρα κατά το στάδιο της διόρθωσης.
Όμως, ενώ το σύστημα διακυβέρνησης των ασφαλιστικών επιχειρήσεων έχει βελτιωθεί σημαντικά, κατά βάθος πολλές από τις επιχειρήσεις αυτές δεν φαίνεται να έχουν ακόμη ενστερνιστεί την ουσία των διατάξεων του θεσμικού πλαισίου, ώστε να κάνουν το απαιτούμενο επόμενο βήμα. Δηλαδή, να εφαρμόζουν το πλαίσιο όχι γιατί «έτσι λέει ο νόμος» αλλά γιατί «έτσι λέει το συμφέρον της επιχείρησης συνολικά». Διότι το πλαίσιο έχει φτιαχτεί για να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη λειτουργία της επιχείρησης προς το συμφέρον όχι μόνο των μετόχων, αλλά κυρίως των ασφαλισμένων, των ληπτών ασφάλισης και των δικαιούχων ασφαλίσματος, αλλά και για την ευστάθεια του συστήματος συνολικά.
Απαιτούμενο βήμα ως προς τη διάρθρωση και λειτουργία των διοικητικών τους συμβουλίων είναι η περιοδική αξιολόγηση και αυταξιολόγηση των μελών, η οποία πρέπει να γίνει “δευτέρα φύσις”. Τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων πρέπει να διαθέτουν τη γνώση και την εμπειρία ώστε να είναι σε θέση να συζητούν, να αμφισβητούν, να αξιολογούν και να αποφασίζουν για τα εταιρικά ζητήματα, από την επιλογή της στρατηγικής με βάση τη διάθεση ανάληψης κινδύνων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, έως την έγκριση των οικονομικών τους καταστάσεων και τη συζήτηση για τις βασικές λειτουργίες και τους εξωτερικούς ελεγκτές τους.
Η αξιολόγηση της καταλληλότητας και της αξιοπιστίας των μελών των διοικητικών συμβουλίων αποτελεί πρωτίστως ευθύνη των ιδίων των επιχειρήσεων και εντάσσεται στο πλαίσιο της εταιρικής διακυβέρνησης. Ισχυρό σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης προϋποθέτει διοικητικά συμβούλια, κατάλληλα να αναπτύξουν αποτελεσματικά συστήματα διαχείρισης κινδύνου και ελέγχου, καθώς και ισχυρές και ανεξάρτητες βασικές λειτουργίες, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η έγκαιρη αναγνώριση των κινδύνων και η κατάλληλη διαχείρισή τους. Τα διοικητικά συμβούλια οφείλουν να λαμβάνουν τις αποφάσεις τους με βάση όχι μόνο την εκτίμηση του οικονομικού αποτελέσματος, αλλά και του αναλαμβανόμενου κινδύνου, καθώς και την προστασία του πελάτη.
Τα διοικητικά συμβούλια έχουν υποχρέωση να επιδιώκουν τη διαρκή βελτίωση της λειτουργίας τους, και υπάρχουν διάφορα μέσα που μπορούν να συμβάλλουν σε αυτό. Ενδεικτικά αναφέρω την καθιέρωση κώδικα δεοντολογίας για τα μέλη, τη συνεχή επιμόρφωσή τους, την τακτική αξιολόγηση και την αυταξιολόγηση των μελών σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Απαιτούμενο βήμα ως προς τις βασικές λειτουργίες των ασφαλιστικών επιχειρήσεων είναι η διαρκής αξιολόγησή τους από τη μια πλευρά, αλλά και η διαμόρφωση του κατάλληλου περιβάλλοντος στο εσωτερικό τους από την άλλη, ώστε να μπορούν να παρέχουν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες με αποτελεσματικό τρόπο. Αυτό μπορεί να γίνει μόνον εφόσον διασφαλίζεται ότι οι βασικές λειτουργίες εκτελούνται απρόσκοπτα και ελεύθερα, απαλλαγμένες από κάθε είδους άσχετες επιρροές.
Απαιτούμενο βήμα στον τρόπο λειτουργίας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων είναι η επιτάχυνση του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού των συστημάτων τους, ώστε να μην μείνει πίσω η ασφαλιστική αγορά στον συνεχώς εντεινόμενο αλλά και διευρυνόμενο ανταγωνισμό. Για να γίνει όμως αυτό απαιτείται να γίνουν οι κατάλληλες επιλογές, και σε ό,τι αφορά τα συστήματα που θα εκσυγχρονιστούν και σε ό,τι αφορά τις τεχνολογίες που θα χρησιμοποιηθούν.
Η τεχνολογία διευκολύνει τον έλεγχο και μπορεί να περιορίσει, ακόμη και να εξαλείψει, σημαντικούς λειτουργικούς κινδύνους. Όμως, χρειάζεται προσοχή. Όπως για παράδειγμα, στις υπηρεσίες που παρέχονται μέσω ηλεκτρονικού νέφους (cloud) για την ασφάλεια, την προστασία και τον τόπο αποθήκευσης των δεδομένων: Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις πρέπει να μπορούν να ελέγχουν τις διαδικασίες των παρόχων, να αξιολογούν τους κινδύνους από αυτές τις δραστηριότητες, αλλά και να παραμένουν ικανές να ανακτήσουν και να διαχειριστούν τα δεδομένα αυτά μετά τη λήξη των συμβάσεων.
Από την πλευρά των μετόχων απαραίτητο βήμα για μια καλύτερη διακυβέρνηση είναι ο διαχωρισμός τους από τη διοίκηση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Η μέριμνά τους πρέπει να είναι η εγκαθίδρυση και η διατήρηση κατάλληλων και αποτελεσματικών διοικήσεων. Οι μέτοχοι θα πρέπει να αναγνωρίζουν τις προκλήσεις από τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικές συνθήκες και να προσαρμόζουν αναλόγως τις οικονομικές προσδοκίες τους από τις επιχειρήσεις τους. Σε μία περίοδο αρνητικών επιτοκίων, όπως η σημερινή, είναι αναμενόμενο να αυξάνεται η μεταβλητότητα των οικονομικών μεγεθών. Στο πλαίσιο αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό η αξιολόγηση για διανομή μερίσματος να γίνεται με γνώμονα τη διαρκή διατήρηση επαρκών κεφαλαιακών περιθωρίων.
Κυρίες και κύριοι,
Οι προκλήσεις της επόμενης περιόδου είναι πολλές και για να τις αντιμετωπίσουμε χρειάζεται ένα εύρωστο και εύρυθμο σύστημα διακυβέρνησης που συμπληρώνει και ενισχύει την κεφαλαιακή βάση κάθε επιχείρησης.
Με αυτήν την ευκαιρία, θα ήθελα να αναφερθώ στην επανεξέταση του πλαισίου της Φερεγγυότητας ΙΙ από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι συζητούμενες ρυθμίσεις μπορεί μεν, κατά την Ευρωπαϊκή Ρυθμιστική Αρχή, την ΕΙΟΡΑ, να μην είναι επαναστατικές, αλλά αναμένεται να επιφέρουν αλλαγές στον τρόπο ποσοτικοποίησης των κινδύνων και, κατά συνέπεια, στα αναγκαία κεφάλαια. Στο πλαίσιο αυτό, στο προσεχές διάστημα, θα κληθείτε να συμμετάσχετε στην ποσοτική άσκηση που οργανώνει η ΕΙΟΡΑ για την εκτίμηση των επιπτώσεων.
Από την πλευρά της Εποπτικής Αρχής, προτεραιότητά μας στο επόμενο διάστημα είναι η εποπτεία του τρόπου άσκησης του Επιχειρείν της Ασφάλισης (Conduct of Business Supervision). Δηλαδή, η εποπτεία των επιχειρηματικών πρακτικών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων σε σχέση με τα ασφαλιστικά προϊόντα, και κατά πόσον αυτά διασφαλίζουν τα συμφέροντα των πελατών τους. Επίσης, η εποπτεία της εν γένει συμπεριφοράς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων έναντι των πελατών τους.
Ο συνυφασμένος με την άσκηση του Eπιχειρείν κίνδυνος εδράζεται στις πρακτικές που εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις στο στάδιο δημιουργίας των ασφαλιστικών τους προϊόντων, στην επιλογή της στοχευόμενης αγοράς, στο στάδιο διανομής των προϊόντων, αλλά και μετά την πώληση, δηλαδή καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους. Προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος αυτός, όλες ανεξαιρέτως οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν την υποχρέωση να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν τη διαδικασία επίβλεψης και διακυβέρνησης των προϊόντων τους (Product Oversight and Governance), κατά τα προβλεπόμενα στην Οδηγία IDD, που ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία με τον ν. 4583 του 2018.
Η προστατευτική, προς τα συμφέροντα του καταναλωτή, λειτουργία της αγοράς είναι πρωτίστως η αλλαγή νοοτροπίας και εταιρικής κουλτούρας. Δεν εξαντλείται σε συγκεκριμένες, τυπικές υποχρεώσεις που περιγράφονται στο πλαίσιο, αλλά πρέπει να διατρέχει όλη την ασφαλιστική επιχείρηση και να αποτελεί σε καθημερινή βάση την κύρια στόχευση όλων των επιμέρους διαδικασιών και λειτουργιών της.
Η προστασία του καταναλωτή οφείλει να διέπει και τις συμφωνίες για το προμηθειακό καθεστώς και τα πωλησιακά κίνητρα, τις σχέσεις μεταξύ συντονιστών και πωλητών, τις σχέσεις μεταξύ διαμεσολαβητών και συνεργατών τους, καθώς και τις αποκλειστικές συνεργασίες μεταξύ ασφαλιστικών επιχειρήσεων και τραπεζικών ιδρυμάτων.
Παρεμπιπτόντως, θα ήθελα να αναφερθώ εν ολίγοις στο πολύ σημαντικό γεγονός της ολοκλήρωσης των αλλαγών στα Ειδικά Μητρώα των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών σε σχέση με τις νέες κατηγορίες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης. Η αγορά της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης προχώρησε σε αλλαγές, προσαρμοζόμενη εν πολλοίς με το νέο πλαίσιο. Η σημερινή εικόνα αυτής της αγοράς είναι πολύ πιο αντιπροσωπευτική του πραγματικού τρόπου λειτουργίας της.
Η Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της ΤτΕ έχει εντάξει την αξιολόγηση του κινδύνου των επιχειρηματικών πρακτικών στις εποπτικές δραστηριότητές της. Η εποπτεία του τρόπου άσκησης της ασφάλισης έρχεται να συμπληρώσει την προληπτική εποπτεία, ώστε από κοινού να αποτελέσουν την ολιστική προσέγγιση του πεδίου δράσης της Εποπτικής Αρχής. Η μεν προληπτική εποπτεία προωθεί και προστατεύει την καλή και εύρυθμη λειτουργία της αγοράς από τη μεριά της ασφαλιστικής επιχείρησης, η δε εποπτεία των επιχειρηματικών πρακτικών προωθεί και προστατεύει την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς από τη μεριά του καταναλωτή.
Προηγουμένως, αναφέρθηκα στην ανάγκη τεχνολογικού εκσυγχρονισμού των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα επίσης να επισημάνω μια ακόμη κεφαλαιώδους σημασίας πρόκληση τόσο για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις όσο και την Εποπτική Αρχή.
Η ολοένα αυξανόμενη αξιοποίηση καινοτόμων τεχνολογιών από μεγάλο πλήθος καταναλωτών και επιχειρήσεων οδηγεί σε μία νέα επανάσταση. Οι τεχνολογίες αυτές συνδυαστικά δημιουργούν προκλήσεις και ευκαιρίες που έχουν ήδη αρχίσει να επηρεάζουν τις συνήθειες και τη συμπεριφορά καταναλωτών και επιχειρήσεων.
Τα μαζικά δεδομένα (Big data), το Internet of Things, η Τεχνητή Νοημοσύνη (Artificial Intelligence) και η τεχνολογία Blockchain είναι παραδείγματα καινοτόμων τεχνολογιών που διεισδύουν στον ασφαλιστικό τομέα και έχουν τη δυναμική να επηρεάσουν όλο το φάσμα των ασφαλιστικών λειτουργιών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αξιοποίηση τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης που επιτρέπει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να επεξεργαστούν μεγάλο όγκο δεδομένων με στόχο τη βελτίωση των ασφαλιστικών τους λειτουργιών, επιτυγχάνοντας ακριβέστερη εκτίμηση κινδύνων, ταχύτερη διεκπεραίωση ζημιών με παράλληλο περιορισμό της ασφαλιστικής απάτης, παροχή εξατομικευμένων προϊόντων και ακριβέστερη τιμολόγηση.
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός συντελεί επίσης στην αυτοματοποίηση εργασιών και στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, με απλοποίηση των διαδικασιών και παράλληλη μείωση του λειτουργικού κόστους.
Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να ακολουθήσουν τις εξελίξεις και να προσαρμοστούν στις τρέχουσες τάσεις και συμπεριφορές των καταναλωτών. Επιπλέον, καθώς λειτουργούν σε ένα δυναμικό περιβάλλον, είναι εξαιρετικά σημαντικό να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα επενδύοντας στην τεχνολογία, στην αξιοποίηση των διαθέσιμων δεδομένων και σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό που θα δώσει την απαιτούμενη προστιθέμενη αξία.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, αναλογιζόμενη τα οφέλη από την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, στηρίζει τις προσπάθειες τεχνολογικής καινοτομίας στο χρηματοπιστωτικό και τον ασφαλιστικό κλάδο. Στο πλαίσιο αυτό, δημιούργησε στον δικτυακό της τόπο έναν Κόμβο Καινοτομίας (Innovation Hub) για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής απόψεων και πληροφοριών μεταξύ του επόπτη και των επιχειρήσεων που ενδιαφέρονται να εισαγάγουν καινοτόμες τεχνολογίες και υπηρεσίες (FinTech και InsurTech).
Επιπλέον, παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στον συγκεκριμένο τομέα μέσω της συμμετοχής της στην σχετική Ομάδα Εργασίας (InsurTech Task Force) της EIOPA, όπου καταγράφεται και αναλύεται η υπάρχουσα κατάσταση και διερευνώνται ενδεχόμενες πρωτοβουλίες σε κανονιστικό επίπεδο.
Πέραν των προαναφερθέντων, η παρούσα περίοδος αναδεικνύεται ιδιαιτέρως σημαντική για την Εποπτική Αρχή και για έναν πρόσθετο, πολύ σημαντικό λόγο: την Κλιματική Αλλαγή. Η Τράπεζα της Ελλάδος από πολύ νωρίς άρχισε να ασχολείται συστηματικά με το θέμα της κλιματικής αλλαγής. Το 2009 σύστησε την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ), η οποία συνεχίζει όλα αυτά τα χρόνια να συμβάλλει με την έρευνά της στο κρίσιμο ζήτημα της αλλαγής του κλίματος.
Μακροπρόθεσμα, η βιωσιμότητα της κοινωνίας σχετίζεται άμεσα με τη διαχείριση των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή και τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία. Στην προσπάθεια να επιτευχθεί οικονομική ανάπτυξη σε ισορροπία με την προστασία του περιβάλλοντος και την κοινωνική ευημερία, ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος (όπως τράπεζες και άλλα ιδρύματα, ασφαλιστικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις επενδύσεων, κ.ά.) είναι καταλυτικός. Θα ήθελα μάλιστα στο σημείο αυτό να αναφερθώ στην αξιέπαινη πρωτοβουλία της Ένωσής σας να διοργανώσει στις αρχές του περασμένου Δεκεμβρίου μια πολύ επιτυχημένη ενημερωτική εκδήλωση για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφικών κινδύνων που επιτείνονται από την κλιματική αλλαγή. Θα έχει ιδιαίτερη σημασία η πρωτοβουλία σας αυτή να έχει συνέχεια.
Μεγάλο μέρος της παγκόσμιας χρηματοδότησης για την κλιματική δράση προορίζεται για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, μέσω της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και της μετάβασης σε οικονομία μηδενικού άνθρακα, μέσω της ενεργειακής αποδοτικότητας και εξοικονόμησης και της ανάπτυξης στρατηγικών για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Κρίσιμη είναι όμως και η χρηματοδότηση της ανθεκτικότητας και της προσαρμογής στις μεταβολές του κλίματος, καθώς μεγάλο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού αντιμετωπίζει ήδη τις συνέπειες των ακραίων καιρικών φαινομένων.
Παράλληλα, οι εκτιμήσεις των κλιματικών υποδειγμάτων τεκμηριώνουν την τάση αύξησης της συχνότητας, της έντασης, της χωρικής επίδρασης και της διάρκειας των ακραίων καιρικών φαινομένων. Η αύξηση της έκθεσης σε αυτά, και συνεπώς της τρωτότητας ευάλωτων πληθυσμών παγκοσμίως, θα αυξήσει τις πιέσεις για μηχανισμούς αποφυγής, μετριασμού και αποκατάστασης των ζημιών και συνεπώς για πολιτικές μετακύλισης και επιμερισμού του κινδύνου. Γι’ αυτό, οι πολιτικές της ασφάλισης κλιματικού κινδύνου μπορούν, και πρέπει, να βρίσκονται στο επίκεντρο της στρατηγικής της βιώσιμης ανάπτυξης, τη στιγμή που οι κλιματικοί κίνδυνοι είναι υπαρκτοί, προβλέψιμοι και άμεσα αντιμετωπίσιμοι.
Σε αυτό το πλαίσιο, αναδεικνύεται ιδιαιτέρως κρίσιμη η συνδρομή του τομέα ιδιωτικής ασφάλισης, η σημασία του οποίου, σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Ολοένα και περισσότερες ασφαλιστικές επιχειρήσεις και εποπτικές αρχές, έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται τον κλιματικό κίνδυνο και να αναλαμβάνουν δράση. Η πρόκληση για τις επιχειρήσεις και τους επόπτες είναι να αξιοποιήσουν τη δυναμική της ασφαλιστικής αγοράς για την υποστήριξη της μετάβασης σε ένα ανθεκτικό και δίκαιο, χαμηλού ανθρακικού αποτυπώματος, μέλλον. Σε ένα σύστημα σύμφωνο με τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης, η αναδοχή ασφαλιστικών κινδύνων (underwriting) και οι επενδυτικές πρακτικές των επιχειρήσεων θα μειώσουν την έκθεση στον κλιματικό κίνδυνο, αυξάνοντας παράλληλα την ανθεκτικότητα. Με τον τόπο αυτό, η ασφαλιστική βιομηχανία μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, λειτουργώντας είτε ως μηχανισμός προσαρμογής, μέσω της απορρόφησης ζημιών από τη διάθεση κατάλληλων ασφαλιστικών προγραμμάτων, είτε ως μηχανισμός μετριασμού της κλιματικής αλλαγής, μέσω της κατάλληλης επιλογής των επενδύσεων προς δραστηριότητες που στηρίζουν τους κλιματικούς στόχους.
Περαιτέρω, αναφορικά με τη σχέση της κλιματικής αλλαγής και της λειτουργίας διαχείρισης κινδύνων, είναι σημαντικό οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις να αναπτύξουν μια διττή οπτική για τον κίνδυνο αυτό: τόσο ως κίνδυνο αρνητικών επιπτώσεων στην ίδια την επιχείρηση (από φυσικούς κινδύνους, κινδύνους μετάβασης ή αστικής ευθύνης) όσο και ως κίνδυνο αρνητικών επιπτώσεων στο κλίμα. Σύμφωνα με αυτή τη νέα οπτική, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις καλούνται να συνεκτιμήσουν και τους περιβαλλοντικούς παράγοντες κατά την αξιολόγηση ενός κινδύνου πριν τον αναλάβουν. Να εντάξουν στη διαχείριση των κινδύνων τη συστηματική αναγνώριση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που προκαλούνται από επιχειρηματικές πρακτικές των αντισυμβαλλομένων τους, με σκοπό να τους επηρεάσουν θετικά ώστε να ενισχύσουν τη δυνατότητα αποτροπής ή περιορισμού τυχόν δυσμενών επιπτώσεων στο κλίμα και στο περιβάλλον. Και τέλος, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, θα πρέπει να καταστήσουν δημόσια διαθέσιμες τις σχετικές πολιτικές τους.
Ειδικότερα στο θέμα της κλιματικής αλλαγής, οι τρέχουσες εξελίξεις και η επιστημονική έρευνα επιβεβαιώνουν ότι απαιτείται μια δυναμική στρατηγική και ένα ισχυρό πλαίσιο για την αντιμετώπιση των σημερινών προκλήσεων με μια μεγάλη – άνευ προηγουμένου – κινητοποίηση, δράση και συνεργασία όλων. Εξάλλου, η συνεργασία είναι ο 17ος, ο τελευταίος και ίσως ο πιο θεμελιώδης, στόχος των Ηνωμένων Εθνών για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Τέλος, έρχομαι σε έναν άλλον τομέα όπου πρέπει να δοθεί ρόλος στην ιδιωτική ασφάλιση. Πρόκειται για το συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας.
Θα ξεκινήσω αναφερόμενος και πάλι στα παν-Ευρωπαϊκά Προσωπικά Συνταξιοδοτικά Προϊόντα (ΠΕΠ), που, ως γνωστόν, έχουν εισαχθεί στην ευρωπαϊκή νομοθεσία μέσω Κανονισμού άμεσα εφαρμοστέου και στην Ελλάδα. Πλέον οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να προβάλλουν την εμπειρία τους σε συνταξιοδοτικά προγράμματα και να συμβάλλουν, προς όφελος του ασφαλισμένου, στην επικράτηση του θεσμού αυτού και στην Ελλάδα, μέσω του οποίου θα αυξηθεί και η αποταμίευση.
Το γεγονός ότι τα ΠΕΠ στηρίζονται και παρέχονται στη βάση κοινών ευρωπαϊκών προδιαγραφών ποιότητας και ότι, για αυτά που παράγονται από ασφαλιστικές επιχειρήσεις, απαιτείται η έγκριση τους από την Τράπεζα της Ελλάδος, είναι εχέγγυο της υψηλής ποιότητας των προγραμμάτων αυτών, και θα ωθήσει την ασφαλιστική αγορά να ενισχύσει περαιτέρω τις δομές της και την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει. Η παραγωγή και διάθεση των προϊόντων αυτών, όχι μόνον από ασφαλιστικές επιχειρήσεις αλλά και από όλες τις οντότητες του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα, θα εντείνει τον ανταγωνισμό σε όφελος του ασφαλισμένου. Καθώς το βασικό χαρακτηριστικό των ΠΕΠ είναι η δυνατότητα διακρατικής κινητικότητας και φορητότητας και η διατομεακή αλλαγή παρόχου, δημιουργούνται συνθήκες αυξημένης κινητικότητας και ευελιξίας που θα επηρεάσουν την επιχειρηματική συμπεριφορά των παρόχων τέτοιων προγραμμάτων αλλά και των καταναλωτών.
Όμως, για να επιτύχει ο νέος θεσμός πρέπει η πολιτεία να τον αναγνωρίσει ως κομβική συνιστώσα του 3ου πυλώνα ασφάλισης, που λειτουργεί συμπληρωματικά και σε συνεργασία με την κοινωνική και επαγγελματική ασφάλιση, και, κατά δεύτερον, να τον υποστηρίξει με τα κατάλληλα φορολογικά κίνητρα. Τα μακροπρόθεσμα οφέλη από την εν λόγω συνεργασία και από τα κίνητρα αυτά, τόσο για τους αποταμιευτές όσο και την οικονομία εν γένει, υπερβαίνουν κατά πολύ το βραχυπρόθεσμο κόστος τους.
Τέλος, η ίδια φορολογική μεταχείριση είναι αναγκαίο να ισχύσει και για τα ομαδικά συνταξιοδοτικά συμβόλαια. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής διαχειρίζονται σημαντικού μεγέθους επαγγελματικά συνταξιοδοτικά κεφάλαια, με ετήσια ασφάλιστρα που ξεπερνούν σήμερα τα 200 εκατ. ευρώ. Καθώς αυτά τα συμβόλαια προσφέρονται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, γίνεται αντιληπτό ότι από τα φορολογικά κίνητρα θα επωφεληθούν οι εργαζόμενοι σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως ήδη επωφελούνται οι εργαζόμενοι σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης. Κατά την άποψή μου, θα πρέπει να υπάρχουν τα ίδια φορολογικά κίνητρα στην αντιμετώπιση της προαιρετικής συνταξιοδοτικής ασφάλισης των εργαζομένων σε όλες γενικά τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους.
Και κλείνω, κυρίες και κύριοι, εκφράζοντας την αισιοδοξία μου για το μέλλον της ασφαλιστικής αγοράς, διότι γνωρίζω ότι στην πλειονότητά της διαθέτει εξαιρετικό έμψυχο δυναμικό, υψηλό επίπεδο τεχνογνωσίας και αίσθημα κοινωνικής ευθύνης.
Σας ευχαριστώ.