Άρθρα

Ομαδική Ασφάλιση Δανειοληπτών για τον Κίνδυνο Θανάτου

Στην ασφάλιση δανειοληπτών ενδιαφέρον εμφανίζει συχνά η περίπτωση θανάτου του δανειολήπτη, ασφαλισμένου από την Τράπεζα σε ομαδικό ασφαλιστήριό της για θάνατο του δανειολήπτη από ατύχημα ή και ασθένεια, ειδικά όταν για το δάνειο υφίσταται εγγυητής.

Σε αυτές τις ασφαλιστικές συμβάσεις, οι οποίες συνάπτονται για ίδιο λογαριασμό (αρθ. 9 Ν. 2496/1997), η Τράπεζα είναι ταυτόχρονα λήπτης της ασφάλισης και δικαιούχος του ασφαλίσματος. Στις περιπτώσεις αυτές, τίθεται το ερώτημα: ποια είναι η τύχη του εγγυητή, όταν η Τράπεζα αδρανεί να απαιτήσει την καταβολή του ασφαλίσματος μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης (θάνατος του δανειολήπτη – ασφαλισμένου). Δύναται ο εγγυητής να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή για την προστασία των συμφερόντων του;

Σχετικώς, απόσπασμα πρόσφατης απόφασης του Αρείου Πάγου (ΑΠ 243/2023, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ):

(…) η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ζητούσε, εκτός των άλλων, να αναγνωριστεί ότι η β΄ εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη, ασφαλιστική εταιρεία, είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στην ….. …… και νυν …. ….. το ασφάλισμα του …/… ομαδικού ασφαλιστηρίου, που συνίσταται στο οφειλόμενο ποσό του …../… δανείου, κατά την προηγούμενη ημέρα επέλευσης του κινδύνου (… … …) και στους τόκους υπερημερίας ενός μήνα, με βάση τις σχετικές καταστάσεις δανειοληπτών της δανείστριας τράπεζας. Επισημαίνεται ότι με την … … απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έγινε δεκτή ως, νόμω και ουσία, βάσιμη η ως άνω αγωγή, ως προς το προαναφερόμενο αίτημά της. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, παραδεκτώς επισκοπούμενη, έγινε τυπικά και κατ’ ουσία δεκτή η έφεση της εναγόμενης και ήδη αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας και, στη συνέχεια, απορρίφθηκε η αγωγή ως απαράδεκτη, για το λόγο ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα δεν έχει άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση της ένδικης αναγνωριστικής αγωγής, αφού η έννομη προστασία που ζητείται με τη μορφή της έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης δεν αποτελεί πρόσφορο μέτρο αποτροπής της βλάβης που απειλείται σε βάρος της. Έτσι, όμως, όπως έκρινε το Εφετείο, εσφαλμένα, εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 68 και 70 του Κ.Πολ.Δ. Και τούτο διότι, κατά τα στην αγωγή εκτιθέμενα, συντρέχει περίπτωση αβεβαιότητας ως προς την ισχύ ή μη της ένδικης ασφαλιστικής συμβάσεως, που καταρτίστηκε μεταξύ της εναγόμενης – εκκαλούσας και ήδη αναιρεσίβλητης, ασφαλιστικής εταιρείας και της τρίτης (ως προς τη δίκη αυτή) αντισυμβαλλομένης της – λήπτριας της ασφάλισης και δικαιούχου του ασφαλίσματος, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας. Υφίσταται, δε, άμεσο έννομο συμφέρον της ενάγουσας – εφεσίβλητης και ήδη αναιρεσείουσας, καθόσον η άρση της αβεβαιότητας περί της ισχύος ή μη της προαναφερόμενης ασφαλιστικής συμβάσεως και της συνδρομής ή μη λόγου εξαιρέσεως από την ασφαλιστική αποζημίωση, με έκδοση αναγνωριστικής απόφασης, επηρεάζονται άμεσα τα συμφέροντά της, ως εγγυήτριας, στη σύμβαση δανείου, που καταρτίστηκε μεταξύ του ήδη αποβιώσαντος συζύγου της (πρωτοφειλέτη) και της ίδιας ως άνω τραπεζικής εταιρείας, η θέση της σε μελλοντικές δικαστικές διενέξεις της με την αυτήν, δεδομένου ότι, σε περίπτωση αναγνώρισης της υποχρέωσης της εναγομένης – εκκαλούσας και ήδη αναιρεσίβλητης να καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση στην τράπεζα, με την είσπραξη της οποίας επέρχεται απόσβεση της κύριας οφειλής, επέρχεται, εντεύθεν, ελευθέρωση αυτής από το εκ της εγγυήσεως χρέος της, όπως επίσης και στην περίπτωση παραιτήσεως, κατά την προαναφερόμενη έννοια, της τράπεζας να επιδιώξει την είσπραξη της ασφαλιστικής αποζημίωσης προς εξόφληση του ποσού του δανείου. Συνακόλουθα, ο πρώτος αναιρετικός λόγος τυγχάνει βάσιμος, ως δε εκ της αναιρετικής εμβέλειάς του, παρέλκει η έρευνα των λοιπών αιτιάσεων της αναιρεσείουσας και, εντεύθεν, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση. Μετά ταύτα, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, πλην εκείνης που δίκασε (άρθρο 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.). Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου και βάσιμου αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό (…).

Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής, [email protected]
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ


Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας