Όλοι πληρώνουμε τις ζημιές του Ανασφάλιστου Δημοσίου
Απαραίτητο στοιχείο μιας ευνομούμενης χώρας είναι η λειτουργία του δημόσιου τομέα της, ο οποίος παρέχει διαφόρων ειδών υπηρεσίες και αναλαμβάνει το έργο της λειτουργίας τομέων τους οποίους η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να αναλάβει.
Το εύρος αυτών των υπηρεσιών ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό από χώρα σε χώρα, αναλόγως του πολιτικού συστήματος (καπιταλιστικό, σοσιαλιστικό, κομμουνιστικό κ.λπ.), των οικονομικών μεγεθών και δυνατοτήτων κάθε χώρας, της ιστορίας και γεωγραφίας της και διαφόρων άλλων παραγόντων. Έχουν υπάρξει άπειρες συζητήσεις και διαφωνίες μεταξύ των πολιτών, σχετικά με το βέλτιστο μέγεθος του δημόσιου τομέα και με το είδος των υπηρεσιών που αυτός πρέπει να παρέχει. Οι φυσικοί πόροι, η παιδεία, η υγεία, η ενέργεια, οι συγκοινωνίες, οι επικοινωνίες ανήκουν στη σφαίρα της αμφισβήτησης περί του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα στον οποίο πρέπει να ανήκουν, ενώ λίγοι πλέον τομείς εξακολουθούν να ανήκουν αποκλειστικά στο κράτος, όπως η Κυβέρνηση, η Βουλή (όπου υπάρχει), η Δικαιοσύνη και οι Ένοπλες Δυνάμεις. Σε πολλές χώρες μερικοί εκ των ανωτέρω υπό αμφισβήτηση τομέων ανήκουν κατά ποσοστό στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα.
Αναλαμβάνοντας αυτές τις υπηρεσίες, το Δημόσιο προσπαθεί να τις παρέχει σε ισότιμη βάση σε όλους τους πολίτες. Η επάρκεια και η ποιότητα των υπηρεσιών εξαρτάται από τις οικονομικές δυνατότητες του κράτους, από το μορφωτικό και τεχνολογικό επίπεδο του Δημοσίου, από την επικρατούσα μικρή ή μεγάλη διαφθορά, από την επαγγελματική συνείδηση των δημοσίων υπαλλήλων και από την εν γένει νοοτροπία των κατοίκων της κάθε χώρας. Επειδή, συνήθως, η ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών δεν είναι και η καλύτερη, μεγάλο μέρος των πολιτών τις απαρνείται και καταφεύγει στις παραλλήλως παρεχόμενες ιδιωτικές υπηρεσίες, καταβάλλοντας το σχετικό κόστος.
Στη χώρα μας υφίστανται πολλές εταιρείες που είτε είναι αμιγώς δημόσιες είτε μικτές, αλλά με διοίκηση του Δημοσίου. Στην ομάδα αυτή εντάσσονται πολλά γνωστά ονόματα, όπως ΔΕΗ, ΔΕΠΑ, ΟΣΕ, ΣΤΑΣΥ, ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ, ΟΑΣΑ, ΟΔΥ, ΔΕΔΔΗΕ, ΑΔΜΗΕ, ΕΥΔΑΠ και άλλα. Όλοι αυτοί οι Οργανισμοί επιδρούν στην καθημερινότητα των πολιτών, σε διαφορετικό βαθμό έκαστος, και με τη λειτουργία τους είναι πιθανόν να προκαλέσουν ατυχήματα, δυστυχήματα και περιουσιακές ζημίες στους πολίτες. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι επιβεβλημένη η ασφάλιση των δραστηριοτήτων τους, κατά τρόπο που να διασφαλίζει την πλήρη κάλυψή τους έναντι ενδεχόμενης ζημίας. Δυστυχώς, εξ όσων γνωρίζουμε, η γενική εικόνα ασφαλισιμότητας αυτών των Οργανισμών δεν είναι ικανοποιητική, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που είναι ελλιπής έως ανύπαρκτη.
Για να γίνει καλύτερα κατανοητή αυτή η διαπίστωση, παραθέτουμε παραδείγματα μεγάλων ζημιών που μπορεί να προκύψουν:
- Έκρηξη ή πυρκαγιά σε θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο της ΔΕΗ, που μπορεί να πλήξει, πέραν των ιδίων εγκαταστάσεων και των εργαζομένων, και τρίτα μέρη (γείτονες, επισκέπτες, περαστικούς κ.λπ.).
- Ρήξη ή υπερχείλιση φράγματος συνδεδεμένου με υδροηλεκτρικό εργοστάσιο της ΔΕΗ, που μπορεί να προκαλέσει σοβαρότατη πλημμύρα στις γειτονικές περιοχές.
- Έκρηξη σε κέντρο υπερυψηλής τάσης του ΑΔΜΗΕ, με ανάλογες των προηγουμένων συνέπειες.
- Σιδηροδρομικό δυστύχημα με ανθρώπινα θύματα και σοβαρές υλικές ζημίες, που οφείλεται σε υπαιτιότητα του ΟΣΕ.
Στις περιπτώσεις, λοιπόν, που οποιαδήποτε σοβαρή ζημία επέλθει και είναι μερικώς ή ολικώς ανασφάλιστη (κάτι πολύ πιθανόν, όπως απέδειξε η πρόσφατη εμπειρία του ΟΣΕ στα Τέμπη), τότε οι Δημόσιοι Οργανισμοί αυτοί θα κληθούν να καλύψουν εξ ιδίων πόρων τόσο τις δικές τους περιουσιακές ζημίες, όσο και τις σωματικές βλάβες και υλικές ζημίες του προσωπικού τους και τρίτων.
Είναι προφανές ότι η τελική οικονομική επιβάρυνση των ζημιών αυτών, πέραν της οποιασδήποτε ασφαλιστικής αποζημίωσης, εάν αυτή υπάρχει, θα αναληφθεί από το πολύπαθο Ελληνικό Δημόσιο, δηλαδή από τις τσέπες των Ελλήνων φορολογουμένων. Περιττό να αναφερθεί ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο επιβαρύνονται αδίκως όλοι οι Έλληνες πολίτες, ακόμη και αυτοί που δεν κάνουν χρήση των υπηρεσιών του συγκεκριμένου Οργανισμού, ενώ παραλλήλως οι οικονομικές καταστάσεις του Οργανισμού αυτού, μην έχοντας καταγράψει το ασφαλιστικό κόστος που θα έπρεπε να έχουν αναλάβει, παρουσιάζουν ψευδή εικόνα της πραγματικής του κατάστασης και των κινδύνων που αντιμετωπίζει, τη στιγμή που ενδεχομένως ο Οργανισμός αυτός είναι εισηγμένος στο Χρηματιστήριο. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η πλήρης και ουσιαστική ασφαλιστική κάλυψη των ανωτέρω Οργανισμών δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Η συνηθισμένη απάντηση «είμαι ασφαλισμένος», που συχνά δίνουν στους ασφαλιστές οι υποψήφιοι πελάτες τους, στην περίπτωση των εν λόγω Οργανισμών δεν αρκεί, εάν δεν συνοδεύεται από μια ενδελεχή και εμπεριστατωμένη μελέτη από έμπειρους επαγγελματίες του ασφαλιστικού τομέα, οι οποίοι προηγουμένως πρέπει να έχουν εντρυφήσει στη δομή και στις δραστηριότητες κάθε συγκεκριμένου Οργανισμού, προκειμένου να προσδιορίσουν σωστά τους προς ασφάλιση κινδύνους, κεφάλαια, όρια και λοιπούς όρους της ασφάλισης.
Συνοψίζοντας, θεωρούμε επιβεβλημένη και άμεσης προτεραιότητας την πλήρη και ουσιαστική ασφαλιστική κάλυψη όλων αυτών των Οργανισμών, η ολοκλήρωση της οποίας πρέπει να ελέγχεται από το εκάστοτε αρμόδιο υπουργείο και με τη συνδρομή έμπειρων τεχνοκρατών του ασφαλιστικού κλάδου, ώστε να διασφαλισθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα. Εάν τηρηθούν οι προϋποθέσεις αυτές, θα επέλθει μια ισορροπία στη λειτουργία του Δημόσιου Τομέα και θα κατανεμηθούν ορθολογικά τα κόστη και οι ευθύνες του έναντι των Ελλήνων πολιτών.
Δημήτρης Καράμπελας,
Χημικός Μηχανικός Ε.Μ.Π.
Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News