Ο δόλος και η βαριά αμέλεια του λήπτη – ασφαλισμένου στην ασφάλιση Ζημιών
Όπως προκύπτει από το άρθρο 7 παρ. 5 του Ν. 2496/1997, κατά την επέλευση του κινδύνου στην ασφάλιση Ζημιών είναι δυνατό να προκύψει περίπτωση άρνησης του ασφαλιστή να καταβάλει το ασφάλισμα, αν ο κίνδυνος επήλθε από δόλο ή βαριά αμέλεια του λήπτη, των ασφαλισμένων και των άλλων προσώπων, τα οποία συνδέονται με αυτούς, ως σύνοικοι, προστηθέντες, νόμιμοι εκπρόσωποι κ.λπ. (ας σημειωθεί ότι στις ασφαλίσεις προσώπων η απαλλαγή του ασφαλιστή υφίσταται μόνο στις περιπτώσεις δόλου, αλλά όχι βαριάς αμέλειας).
Ειδικότερα, οι περιπτώσεις της ύπαρξης βαριάς αμέλειας από την πλευρά των ανωτέρω αναφερόμενων προσώπων χαρακτηρίζονται από τη συμπεριφορά εκείνη που αποκλίνει ουσιωδώς από την αναμενόμενη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ατόμου, η οποία συμπεριφορά ενέχει κυρίως, αλλά όχι μόνο, το στοιχείο της αδιαφορίας και αμέλειας, παρά τη γνώση του κινδύνου επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος, και τη μη λήψη των κατάλληλων μέτρων για την αποφυγή του.
Παράλληλα, στις ασφαλίσεις Ζημιών συναντάται συχνά η υποχρέωση από τη σύμβαση λήψης από τον λήπτη της ασφάλισης – ασφαλισμένο συγκεκριμένων μέτρων πρόνοιας για την αποτροπή ή τον περιορισμό της πιθανότητας επέλευσης του ασφαλιζόμενου κινδύνου. Η μη λήψη των ρητά προβλεπόμενων από τη σύμβαση μέτρων έχει σαν συνέπεια το δικαίωμα στον ασφαλιστή να αρνηθεί την καταβολή του ασφαλίσματος.
Σε πρόσφατη απόφασή του το Μονομελές Εφετείο της Αθήνας (ΜΕφΑθ 1576/2016, ΔΕΕ, Οκτώβριος 2016 σελ. 1265 επ.) έκρινε μεταξύ άλλων:
(…) Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στο κατάστημα της ενάγουσας είχε συμβεί κλοπή το έτος 1995, καθώς και το έτος 2004 με πανομοιότυπο τρόπο, δηλαδή, με προσέγγιση της αποθήκης από τον ακάλυπτο και είσοδο μέσω της ξύλινης θύρας, κατόπιν θραύσης της με λοστό. Τότε η εναγόμενη, δυνάμει της ασφαλιστικής σύμβασης που ίσχυε μεταξύ τους, κατέβαλε στην ενάγουσα ως ασφαλιστική αποζημίωση το ποσό των 30.000 ευρώ.
Παρά το συμβάν του έτους 2004, η ενάγουσα, η οποία παραμένει στο ίδιο μίσθιο από το 1995, πέραν της τοποθέτησης πρόσθετων κλειδαριών ασφαλείας, δεν μερίμνησε ώστε το κατάστημά της να είναι ασφαλές έναντι των περιστατικών κλοπής, ιδιαίτερα το τμήμα της αποθήκης που βρίσκεται στον ακάλυπτο χώρο, αθέατο από την κεντρική οδό (…) και όπως απέδειξε το περιστατικό του έτους 2004 εύκολα προσβάσιμο για εισβολείς χωρίς να γίνονται αντιληπτοί. Η τοποθέτηση συστήματος συναγερμού με τηλεφωνική σύνδεση με υπηρεσία φύλαξης ή την αστυνομία, η τοποθέτηση σιδερένιου κιγκλιδώματος ή μπάρας με κλειδαριές ασφαλείας τουλάχιστον στη θύρα και στο παράθυρο της αποθήκης προς τον ακάλυπτο, όπου η προσβασιμότητα είναι ευχερής για τον οποιονδήποτε εισβολέα, αλλά ταυτόχρονα δυσχερής ο έλεγχος του χώρου αυτού, η τοποθέτηση συσκευής υπέρυθρων ακτινών, είναι μέτρα ασφαλείας, είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό, για την προφύλαξη του καταστήματος της ενάγουσας και δυνάμενα να αποτρέψουν κλοπή ή να περιορίσουν την έκταση της ζημίας.
Η τοποθέτησή τους, εν όψει της συμβατικής πρόβλεψης του ειδικού όρου της ασφάλισης, που προαναφέρθηκε, περί λήψης εκ μέρους της ασφαλισμένης όλων των ευλόγως επαρκών μέτρων ασφαλείας, καθώς και του προηγηθέντος κρούσματος κλοπής με πανομοιότυπο τρόπο, κρίνεται ως βαριά αμελής συμπεριφορά της ενάγουσας. Η λήψη αυτών των μέτρων συναρτάται με τη συμβατική υποχρέωση της ενάγουσας και την επιμελή συμπεριφορά της και όχι με υποδείξεις της εναγομένης, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η ενάγουσα, καθώς η υποχρέωσή της απορρέει από την ίδια τη σύμβαση.
Επίσης, η λήψη των μέτρων αυτών κατέστη εμφανής μετά το περιστατικό της κλοπής του έτους 2004, καθώς καταδείχθηκε ότι η πρόσβαση στην αποθήκη που είναι αθέατη από τον δρόμο είναι ευχερής. Το γεγονός, δε, ότι παρά την απουσία των προαναφερομένων μέτρων, η εναγομένη κατέβαλε την ασφαλιστική αποζημίωση στο προηγηθέν συμβάν, δεν συνεπάγεται ότι τα υφιστάμενα τότε εκρίθησαν από την εναγομένη επαρκή, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα, καθώς με την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου το 2004 καταδείχθηκε η αναγκαιότητα λήψης πρόσθετων μέτρων, περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η ασφαλιστική σύμβαση του 2004 έφερε τον συναφή όρο.
Υπό τα ανωτέρω, η επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου οφείλεται στην προπεριγραφείσα βαριά αμέλεια της ενάγουσας (προδήλως νοείται των εκπροσώπων της), η οποία, παρά την προηγηθείσα κλοπή, γεγονός που καθιστούσε αντιληπτό σε κάθε μέσο συνετό άνθρωπο την ακαταλληλότητα των υπαρχόντων μέτρων για την αποτροπή διαρρήξεως, παρέλειψε να λάβει κατάλληλα μέτρα προστασίας, επιδεικνύοντας έτσι συμπεριφορά αποκλίνουσα σε μεγάλο βαθμό από αυτή του μέσου επιμελούς ανθρώπου ευρισκόμενου υπό ανάλογες συνθήκες. Η αμέλεια αυτή στοιχειοθετεί, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αρχή της παρούσας, την ένσταση απαλλαγής της εναγόμενης, που νομίμως προέβαλε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 5 του Ν 2496/1997 και σ’ αυτή του άρθρου 361 ΑΚ. (…).
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής – M.T.E.Y.
(e-mail: [email protected])
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ