Άρθρα

Ο αποζημιωτικός χαρακτήρας της Ασφαλιστικής Σύμβασης

Eίναι σημαντικότατο από άποψη ουσίας και συνακόλουθα ένα από τα απαραίτητα στοιχεία προσυμβατικής ενημέρωσης του λήπτη, η κατανόηση ότι μόνη η δηλωθείσα από τον λήπτη της ασφάλισης αξία του ασφαλιζόμενου πράγματος δεν διασφαλίζει την καταβολή από τον ασφαλιστή της δηλωθείσας αξίας, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιζόμενου κινδύνου.

Επί του ζητήματος αυτού παρατίθεται απόσπασμα απόφασης του Εφετείου Αθηνών (Εφ. Αθ. 2615/2022, δημ. ΝΟΜΟΣ).

(…) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1, παρ. 1 του Ν 2496/1997, με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον αντισυμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτον, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση). Κατά δε το άρθρο 3, παρ. 1, εδ. α του ίδιου νόμου, κατά τη σύναψη της σύμβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου, καθώς επίσης να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή. (…)

Επίσης, κατά το άρθρο 16 του ίδιου ως άνω νόμου, στην ασφάλιση κατά ζημιών πραγμάτων, αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, βάση υπολογισμού του ασφαλίσματος είναι η τρέχουσα αξία ή, αν δεν υπάρχει, η συνηθισμένη αξία αυτών κατά τον χρόνο επέλευσης του κινδύνου. Το ασφάλισμα καθορίζεται από την αντιπαραβολή της αξίας του πράγματος πριν και μετά την πραγματοποίηση του κινδύνου, ενώ ο ασφαλιστής μπορεί με ξεχωριστή συμφωνία, η οποία αποδεικνύεται με έγγραφο, να προβεί σε αποτίμηση της ασφαλισμένης περιουσίας. Στην περίπτωση αυτή το ασφάλισμα υπολογίζεται με βάση την αξία της αποτίμησης, η οποία μπορεί να προσβληθεί μόνο για πλάνη, απάτη, απειλή ή εικονικότητα. Σύμφωνα δε με το άρθρο 17, παρ. 2 του ίδιου νόμου, αν η αξία των πραγμάτων που δηλώθηκε κατά τη σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης, υπερβαίνει την τρέχουσα ή, αν δεν υπάρχει, τη συνηθισμένη αξία αυτών κατά τον χρόνο επέλευσης του κινδύνου, ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για το υπερβάλλον. Ωστόσο, αν ο ίδιος ο ασφαλιστής διόρισε πραγματογνώμονα, ο οποίος προσδιόρισε την αξία του πράγματος και, στη συνέχεια, η αποτίμηση αυτή δηλώθηκε από τον ασφαλιστή στον αντισυμβαλλόμενό του κατά την κατάρτιση της οικείας έγγραφης ασφαλιστικής σύμβασης, ο δε ασφαλισμένος αποδέχθηκε τη δήλωση αυτή, με αποτέλεσμα να συναφθεί η σύμβαση που απαιτεί η ανωτέρω διάταξη περί της αποτίμησης της αξίας του πράγματος, ο ασφαλιστής τότε στερείται του δικαιώματος να αποδείξει μικρότερη αξία του πράγματος (το οποίο αφορά το ασφαλισθέν συμφέρον του ασφαλισμένου). Η ως άνω δέσμευση του ασφαλιστή επέρχεται και όταν ο ασφαλιζόμενος δήλωσε λεπτομερώς, πριν από την κατάρτιση της σύμβασης ασφάλισης, την αξία εκάστου εκ των ασφαλισθέντων αντικειμένων, η δε ασφαλιστική εταιρεία αποδέχθηκε τη δηλωθείσα αξία αυτών σιωπηρώς, με την ανεπιφύλακτη είσπραξη όλων των αντιστοιχούντων σε αυτή ασφαλίστρων. Σε αμφότερες, όμως, τις ανωτέρω περιπτώσεις απαιτείται ξεχωριστή συμφωνία (συμβατική εκτίμηση), η οποία μπορεί να ενσωματωθεί στο ασφαλιστήριο με σχετικό όρο, από τον οποίο να προκύπτει σαφώς ότι έλαβε χώρα συμβατική εκτίμηση και ότι δεν πρόκειται απλώς για δήλωση αξίας του πράγματος που έκανε ο λήπτης της ασφάλισης και αναγράφηκε στο ασφαλιστήριο (ΑΠ 808/1993 ΕΕμπΔ 45.453). Θεσπίζεται, δηλαδή, η αρχή του αποζημιωτικού χαρακτήρα της ασφαλιστικής σύμβασης, ώστε να αποκλείεται η δυνατότητα στους ασφαλισμένους να χρησιμοποιούν τη σύμβαση για τον πορισμό κέρδους, προς πραγματοποίηση του οποίου είναι ενδεχόμενη η ψευδής αποτίμηση των ασφαλιζόμενων πραγμάτων και στη συνέχεια η πρόκληση επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης με μέσα, τα οποία αποκρούονται από την έννομη τάξη. Ενόψει, δε, του σκοπού της απαγόρευσης της υπερασφάλισης και του περιορισμού της ασφαλιστικής σύμβασης στον αποζημιωτικό και μόνο χαρακτήρα της, οι διατάξεις, που καθιερώνουν την απαγόρευση και τον περιορισμό αυτόν, είναι δημόσιας τάξης, μη δυνάμενες να μεταβληθούν με την ιδιωτική βούληση. Έτσι, αν έλαβε χώρα αποτίμηση της αξίας από τον ασφαλιστή, η οποία έγινε αποδεκτή, τότε η αποτίμηση αυτή υπερισχύει έναντι κάθε άλλου αποδεικτικού μέσου και αποστερεί τον ασφαλιστή από το δικαίωμα να αποδείξει τη μικρότερη αξία του πράγματος, εκτός αν η αποτίμηση έγινε από τον ασφαλισμένο κατά τρόπο δόλιο (ΟλΑΠ 6/1990, ΕλΔνη 1990.552, ΑΠ 1260/2017, ΑΠ 739/2003, δημ. στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).(…)

Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής, [email protected]
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ


Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας