O μήνας του μέλιτος για το Η.Β., μετά το δημοψήφισμα, τελειώνει
…υποστηρίζει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz, Michael Heise
Όταν η Βρετανία ψήφισε για να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι παγκόσμιες αγορές υποχώρησαν, καθώς οι οικονομολόγοι προέβλεπαν ότι το Brexit θα ωθήσει το Ηνωμένο Βασίλειο σε ύφεση και η Ε.Ε. θα καταρρεύσει. Παρά το γεγονός ότι ο ουρανός δεν έχει ακόμη πέσει στα κεφάλια μας, η εικόνα απέχει πολύ από το να είναι ρόδινη. Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz, Michael Heise, μιλά για το πώς διαμορφώνεται η πραγματικότητα σήμερα.
Allianz.com: Τον Ιούνιο, η Βρετανία ψήφισε για την έξοδό της από την ΕΕ. Μήπως έχουμε οποιεσδήποτε λεπτομέρειες σχετικά με τη στρατηγική εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου;
Μ. Heise: Για περισσότερο από τρεις μήνες, υπήρξε κάποια ασάφεια σχετικά με το τι πραγματικά σημαίνει Brexit. Τώρα, μετά και την ομιλία της Βρετανού πρωθυπουργού Theresa May, στο συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος, γνωρίζουμε λίγα περισσότερα σχετικά με τη στρατηγική του Brexit. Στα βασικά στοιχεία περιλαμβάνεται ότι το άρθρο 50 θα ενεργοποιηθεί από τον Μάρτιο του επόμενου έτους, πράγμα που σημαίνει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είναι πιθανό να αποχωρήσει από την ΕΕ στις αρχές του 2019, ότι οι αυστηρότεροι έλεγχοι ως προς τη μετανάστευση είναι μη διαπραγματεύσιμοι και ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα υπόκειται πλέον στη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, μόλις εξέλθει από την ΕΕ. Είναι ακόμα νωρίς, αλλά εάν η βρετανική κυβέρνηση μείνει σταθερή σε αυτές τις κόκκινες γραμμές, η χώρα οδεύει προς ένα “σκληρό” Brexit, που σημαίνει σαφή ρήξη με την ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της εξόδου από την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση της ΕΕ. Αυτό θα δημιουργήσει σημαντική οικονομική ζημία. Είναι σχεδόν ειρωνεία ότι οι καλύτεροι από το αναμενόμενο οικονομικοί δείκτες μετά το δημοψήφισμα επέτρεψαν στους λεγόμενους Brexiteers να αποκρούσουν τις προειδοποιήσεις σχετικά με τους οικονομικούς κινδύνους ενός σκληρού Brexit. Και αυτό είναι που το καθιστά πιο πιθανό να συμβεί.
Allianz.com: Πριν από το δημοψήφισμα, πολλοί αναλυτές προέβλεπαν σοβαρές αρνητικές συνέπειες εάν η πλειοψηφία επέλεγε Brexit. Ήταν οι προβλέψεις αυτές υπερβολικά απαισιόδοξες;
Μ. Heise: Η σταθερή απόδοση της οικονομίας στον απόηχο της ψηφοφορίας για το Brexit επηρεάστηκε σαφώς από την ισχυρή απάντηση της Τράπεζας της Αγγλίας και την υποτίμηση της στερλίνας, η οποία υποστηρίζει τις προοπτικές των εξαγωγών, αλλά σημαίνει και απώλεια πραγματικού εισοδήματος για την οικονομία. Αυτός ο μήνας του μέλιτος μετά τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, σύντομα θα τελειώσει. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι βρετανικές επιχειρήσεις δεν προχωρούν με τα επενδυτικά τους σχέδια. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, με δεδομένη την αβέβαιη προοπτική των επιχειρήσεων. Επιπλέον, η απότομη πτώση της στερλίνας έναντι του ευρώ έχει αρχίσει να πιέζει τις τιμές των εισαγωγών. Αυτό θα τροφοδοτήσει τον πληθωρισμό στο Ηνωμένο Βασίλειο, κάτι που θα μειώσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Για τους λόγους αυτούς, αναμένουμε η οικονομική ανάπτυξη του Ηνωμένου Βασιλείου θα επιβραδύνει το επόμενο έτος κάτω από το 1%. Η μακροπρόθεσμη προοπτική θα πρέπει, επίσης, να επηρεαστεί στην περίπτωση ενός σκληρού Brexit.
Allianz.com: Θα ευδοκιμήσει η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου έξω από την ΕΕ;
Μ. Heise: Εγώ ακόμα δεν βλέπω το όφελος του Brexit για το Ηνωμένο Βασίλειο. Το Brexit είναι μια εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία απεμπλοκής του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, η οποία θα χρειαστεί χρόνια για να ολοκληρωθεί. Η πιο πιθανή έκβαση των διαπραγματεύσεων θα είναι μια ολοκληρωμένη συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου, με σημαντικά add-ons σε διάφορους τομείς, ιδίως στις υπηρεσίες. Όμως, η συμφωνία θα υπολείπεται κατά πολύ του βαθμού ολοκλήρωσης που είχε επιτευχθεί στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενιαίας αγοράς –ειδικά στην περίπτωση ενός σκληρού Brexit. Βασικοί πυλώνες της οικονομικής επιτυχίας της Βρετανίας –όπως ο κλάδος χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών– θα μπορούσαν να χάσουν μέρος της δυναμικής τους στο μέλλον. Άλλες βιομηχανίες που απαιτούν μεγάλες αγορές για την κλιμάκωσή τους και την πρόσβασή τους σε διεθνή ταλέντα, είναι πιθανό να βρεθούν υπό πίεση. Αν το Ηνωμένο Βασίλειο θέλει να ευδοκιμήσει μετά το Brexit, θα πρέπει να επανεφεύρει τον εαυτό του. Με το σωστό όραμα και μείγμα πολιτικής, το Brexit δεν θα είναι μια οικονομική καταστροφή σε μακροπρόθεσμη βάση, αλλά δεν είναι σαφές σε εμένα γιατί η κατάσταση θα βελτιωθεί αν η πρόσβαση σε μια αγορά, όπως της ΕΕ, με περισσότερους από 500 εκατομμύρια ανθρώπους, είναι τουλάχιστον εν μέρει περιορισμένη.
Allianz.com: Η Ε.Ε. θα επιβιώσει του Brexit;
Μ. Heise: Σίγουρα, αν και η διαδικασία του Brexit είναι πολύπλοκη και η έκβαση των διαπραγματεύσεων είναι ασαφής. Επίσης, η Μεγάλη Βρετανία θα πρέπει να πληρώσει ένα τίμημα. Αυτό θα αποθαρρύνει όσους σκέφτονται να κάνουν κάτι παρόμοιο και η ΕΕ δεν θα αρχίσει να ξηλώνεται. Είμαι πεπεισμένος ότι η ΕΕ θα επιβιώσει, αλλά η ψηφοφορία για το Brexit υπήρξε μια κλήση αφύπνισης για το ότι η Ένωση πρέπει να μεταρρυθμιστεί. Οι Ευρωπαίοι όλο και περισσότερο αντιλαμβάνονται την ΕΕ ως πρόβλημα, και όχι ως λύση –ως ένα γραφειοκρατικό μεγαθήριο που ενισχύει τις πιέσεις της παγκοσμιοποίησης και δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις κρίσεις της. Για να αντιμετωπισθεί η αυξανόμενη δυσαρέσκεια, η ΕΕ πρέπει να κάνει περισσότερα για να αναζωογονήσει την οικονομία, ίσως μέσω υψηλότερων επενδύσεων, προγραμμάτων για την έρευνα και την εκπαίδευση και μέτρων για την προώθηση της ανταγωνιστικότητας. Πρέπει να εστιάσει τις προσπάθειές της σε τομείς στους οποίους μπορεί πραγματικά να προσθέσει αξία. Έτσι, θα πρέπει να ενισχυθεί η συνεργασία για τα ευρωπαϊκά θέματα, συμπεριλαμβανομένης της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας, των αντιτρομοκρατικών προσπαθειών και της προστασίας των συνόρων της ΕΕ.
Κοιτώντας προς το μέλλον, τα επερχόμενα επιτεύγματα της ΕΕ είναι πιθανό να είναι περισσότερο αποσπασματικά και λιγότερο θεαματικά από ό,τι οι μεγάλες συνθήκες ένταξης και οι νέοι θεσμοί των τελευταίων έξι δεκαετιών. Αλλά ίσως μια περίοδος σταθεροποίησης είναι αυτό που χρειάζεται αυτή τη στιγμή. Περισσότερη πολιτική και δημοσιονομική ενοποίηση μπορεί να βοηθήσει στην αποδοχή από τους λαούς των χωρών μελών. Σε ένα πρώτο στάδιο, αυτό πρέπει να αποκατασταθεί.