Μου επιτρέπετε μια συμμετοχή στον δημόσιο διάλογο;
Με αφορμή τον δημόσιο διάλογο για την υποχρεωτική ασφάλιση επιχειρήσεων, έναντι των φυσικών καταστροφών.
Μόνο κίνητρα μπορεί και πρέπει το Κράτος να δώσει για την επιλογή της Ιδιωτικής Ασφάλισης. Η υποχρεωτικότητα, δηλαδή η στέρηση της επιλογής, αφαιρεί από τον Θεσμό το βασικό χαρακτηριστικό του: την ανάληψη της ατομικής ευθύνης. Πού είναι τα όρια κοινωνικής και ιδιωτικής ασφάλισης, όταν και οι δύο επιβάλλονται; Το Κράτος είναι θεματοφύλακας του κοινού συμφέροντος και ύστερα από διεκδικήσεις, και πολύχρονες και αιματηρές, απέδωσε στους πολίτες τον Θεσμό της Κοινωνικής Ασφάλισης. Ανέλαβε να εισπράττει από δύο μεριές, εργαζόμενους και εργοδότες, αλλά και να συνεισφέρει το ίδιο και να κατανέμει παροχές. Τις εγγυάται. Η Ιδιωτική Ασφάλιση προέκυψε από την ευρηματικότητα επαγγελματιών, για να αντιμετωπίσουν και να αναλάβουν τον απίθανο ή τυχαίο κίνδυνο, επ’ αμοιβή. Ενέχει ως εμπορική πράξη τις έννοιες του κέρδους, αλλά και της απόδοσης. Διέπεται από διατάξεις του εμπορικού κώδικα και υπόκειται σε όρους ιδιωτικών συμφωνητικών. Μπορεί και πρέπει να εποπτεύεται η λειτουργία της ιδιωτικής ασφάλισης από το Κράτος, πλην καθορίζεται από τα συμπεφωνημένα δύο συμβαλλομένων. Οι λόγοι αυτοί και άλλοι συνέτειναν στην αποδοχή ότι η Ιδιωτική Ασφάλιση είναι συμπληρωματική. Αν όλα αυτά, υπό την παραδοχή ότι το κράτος δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε έκτακτες συνθήκες, όπως αυτές των φυσικών καταστροφών, οι οποίες πλήττουν τους πολίτες, αλλά και δημιουργούν έκτακτες κοινωνικές ανάγκες, οδηγούν στην εύκολη λύση της επιβολής και όχι της υπόδειξης και της παρότρυνσης, αυτό σημαίνει ότι επιλέγεται νέο, αμφιβόλου αντοχής κοινωνικό καθεστώς. Καθεστώς αναγκαστικών πράξεων και αμφίβολης διαχείρισης, αλλά, φευ, και αποτελεσματικότητας. Τι λέει επ’ αυτών η νομική και ασφαλιστική επιστήμη; (βλ. κείμενο στη συνέχεια). Οφείλουν οι πολιτικοί και οι ασφαλιστές να ζητήσουν γνωματεύσεις πριν αποφασίσουν; Τι λέει επ’ αυτών η Ευρωπαϊκή Ένωση και η παγκόσμια οικονομική εμπειρία; Εμείς θα τετραγωνίσουμε και πάλι τον… κύκλο; Δημήτρης Ρουχωτάς
«Αι βάσεις του σύγχρονου Ιδιωτικού Ασφαλιστικού Δικαίου, Υπό Αλεξάνδρου Ν. Τσιριντάνη, Δικηγόρου, Υφηγητού του Εμπορικού Δικαίου, εν τω Πανεπιστημίω Αθηνών».
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το εναρκτήριο μάθημα του Αλέξανδρου Τσιριντάνη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που έλαβε χώρα στις 20 Φεβρουαρίου 1933.
(…) Τρεις είναι αι βασικαί έννοιαι, επί των οποίων οικοδομείται το σύγχρονον ιδιωτικόν ασφαλιστικόν δίκαιον. Αι έννοιαι του ασφαλιστικού συμφέροντος, του ασφαλιστικού κινδύνου και του ασφαλιστικού βάρους. Δεν προτίθεμαι, βεβαίως, κατά την παρούσαν ώραν, να προβώ εις την ανάλυσιν των εννοιών τούτων. Αλλ’ η κεντρική και θεμελιώδης σπουδαιότης αυτών, μοι επιβάλλει να δώσω εικόνα τινά, έστω και αμυδράν, των επί του προκειμένου σημερινών επιστημονικών αντιλήψεων.
Εκ των προαναφερθεισών τριών εννοιών, εκείνη, ήτις, και πλήρους θεωρητικής επεξεργασίας έχει τύχει και σπουδαιότητα κέκτηται εκδηλουμένην και εξωτερικώς, πρακτικώς, εν ταις συναλλαγαίς, και γενικώς έχει γίνει αποδεκτή, είναι η έννοια του ασφαλιστικού συμφέροντος.
Κατά τον κρατήσαντα ορισμόν, ασφαλιστικόν συμφέρον είναι μία ωρισμένη σχέσις συνδέουσα ωρισμένον πρόσωπον προς ωρισμένον οικονομικόν αγαθόν, και απειλουμένη υπό ωρισμένου κινδύνου. Δεχόμεθα, λοιπόν, εν τη συγχρόνω επιστήμη, ότι έκαστον οικονομικόν αγαθόν δύναται να συνδέηται προς ωρισμένον πρόσωπον δι’ ωρισμένης σχέσεως, την οποία αποκαλούμεν συμφέρον, και ότι αντικείμενον της ασφαλίσεως είναι αυτό το συμφέρον, και όχι το οικονομικόν αγαθόν ως τοιούτο. Αν είμαι, φερ’ ειπείν, κύριος οικίας και, θέλων να ασφαλισθώ κατά πυρός, συνάψω ασφαλιστικήν σύμβασιν, διά ταύτης δεν ασφαλίζω την οικίαν μου κατά της πυρκαϊάς. προς τούτο αντί ασφαλιστηρίων συμβολαίων, πυροσβεστικαί εγκαταστάσεις θα ήσαν μάλλον επιβεβλημέναι. Εκείνο το οποίο ασφαλίζω είναι η ιδική μου περιουσιακή κατάστασις, η σχέσις την οποία έχει προς την κατάστασιν αυτήν η εν λόγω οικία. Και αυτό μεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως ως απλούς θεωρητικός συλλογισμός, πολλοί δε διηρωτήθησαν προς τι ο τόσος θόρυβος δι’ ένα τόσον στοιχειώδες λογικόν εξαγόμενον. διά να κατανοήση τις όμως την σπουδαιότητα της αρχής του ασφαλιστικού συμφέροντος, πρέπει να ίδη το όλον οικοδόμημα το οποίον επί ταύτης ωκοδομήθη υπό της συγχρόνου επιστήμης.
Διά της αποδοχής της αρχής ταύτης ελύθησαν πλείστα όσα ζητήματα τα οποία άλλοτε ελύοντο κατ’ εμπειρικόν τρόπον και συνετέλουν όχι ολίγον εις την μυστηριώδη εμφάνισιν της ασφαλίσεως. Κατ’ ανάγκην περιορίζομαι σήμερον εις απλάς νύξεις. Τοιουτοτρόπως, το περίφημον ζήτημα πότε υπάρχει θεμιτή ασφάλισις και πότε απλούν παίγνιον, έχει ήδη από πολλού λυθή διά της αρχής του συμφέροντος. Ο μη έχων το ασφαλιστικόν συμφέρον, ουδέ να ασφαλισθή δύναται. Αλλά σήμερον έχομεν προχωρήσει πέραν αυτής της αρνητικής πλευράς. Σήμερον κρατεί ότι και πας ο έχων οιονδήποτε συμφέρον δύναται να εύρη την κατάλληλον προστασίαν εν τω ασφαλιστικώ συναλλάγματι.
Την πρακτικήν της αρχής ταύτης σημασίαν θα ίδωμεν αν αναλογισθώμεν από πόσων απόψεων εν και το αυτό οικονομικόν αγαθόν και διά πόσα πρόσωπα, δύναται να εμφανίζηται εν τη προαναφερθείση σχέσει. Μία πυρκαϊά επί της οικίας μου δύναται σήμερον, με τη σημερινήν εξέλιξιν των συναλλαγών, να επιδράση επιζημίως επί της περιουσιακής καταστάσεως διαφόρων προσώπων, ως προς τα οποία, δι’ έκαστον από διαφόρου απόψεως υπάρχει η εν λόγω ασφαλιστική σχέσις. Ενδιαφέρει λοιπόν η δυνατότης της πυρκαϊάς αυτής τον κύριον. Αλλά δύναται να ενδιαφέρη τους μισθωτάς, τους γείτονας, τους δανειστάς, τους έχοντας εμπράγματα δικαιώματα, ενοχικά δικαιώματα, άλλας οικονομικάς δυνατότητας εξαγωγής ωφελημάτων περιουσιακών εκ της οικίας. τις οίδε δε πόσον αύριον θα επεκταθή ο κύκλος αυτός των προσώπων. Πρέπει λοιπόν να ευρεθή τρόπος, ώστε να προστατευθούν τα πρόσωπα ταύτα, να καλυφθούν από του κινδύνου της πυρκαϊάς, αλλά κατά τρόπον ώστε αφ’ ενός μεν να μη γεννηθούν συγκρούσεις μεταξύ των προσώπων τούτων, αφ’ ετέρου δε να μην πέσωμεν εις καταχρήσεις υποβιβαζούσας την ασφάλισιν εις απλούν τυχηρόν παίγνιον. Διά της αρχής του ασφαλιστικού συμφέροντος ευκόλως επιτυγχάνεται τούτο. Θα λάβωμεν υπ’ όψιν κατά πόσο υπάρχει δι’ ένα έκαστον των ζητούντων την κάλυψιν κατά του κινδύνου ασφαλιστικόν συμφέρον, θα κατατάξωμεν τα συμφέροντα αυτά μεταξύ των, και η παρασχεθησομένη προστασία θα είναι ανάλογος προς την κατηγορίαν εις ην έχει καταταχθή το συμφέρον αυτό.
Διά της αρχής λοιπόν του ασφαλιστικού συμφέροντος, το Δίκαιον κατορθώνει να ανταποκριθή προς την δυνατότητα της υπάρξεως όλου αυτού του κύκλου των ποικίλων οικονομικών συνδυασμών, και να έχη από τούδε ετοίμην την προστασίαν του, ευθύς ως, εν τω μέλλοντι, η εξέλιξις της οικονομικής ζωής ευρύνη έτι μάλλον τον κύκλον αυτόν.
Αλλ’ έτι περαιτέρω. Εις την αυτήν περιουσιακήν σχέσιν δύνανται να αναμιχθώσι διάφορα πρόσωπα, είτε εναλλασσόμενα, είτε περιορίζοντα άλληλα. Δύνανται να υπάρχωσι καταστάσεις αβεβαιότητος, αγνοίας παντελούς περί της νομικής θέσεως εν σχέσει προς το οικονομικόν αγαθόν, μεταβατικαί καταστάσεις διαφόρου φύσεως. Και ενταύθα το ασφαλιστικόν συμφέρον χρησιμεύει ως η μόνη βάσις διά την ρύθμισιν όλων αυτών των ζητημάτων. Συνελόντι ειπείν, μόνον διά της αρχής του ασφαλιστικού συμφέροντος απέκτησε το ιδιωτικόν ασφαλιστικόν δίκαιον την ικανότητα να παρακολουθή την εξέλιξιν της οικονομικής ζωής εις όλας τας φάσεις της, να ικανοποιή όλας τας ανάγκας τας οποίας δημιουργεί η ολοέν εξελισσομένη ζωή των συναλλαγών, ενί λόγω, να είναι ζωντανόν δίκαιον. (…)
Εκ παραλλήλου προς την έννοιαν του ασφαλιστικού συμφέροντος ανεπτύχθη και η έννοια του ασφαλιστικού κινδύνου, του απειλούντος το συμφέρον. Τον κίνδυνον αντιλαμβανόμεθα σήμερον εν τη ασφαλίσει, ως την δυνατότητα της επελεύσεως οικονομικής ανάγκης παρά τω ησφαλισμένω, λόγω της καταστροφής ή βλάβης του συμφέροντος. Κατά της δυνατότητος της ανάγκης ταύτης καλύπτεται ο ησφαλισμένος διά της ασφαλίσεως. Η έννοια αύτη του κινδύνου χρησιμοποιείται, προς τοις άλλοις, και διά να καθορισθή η έκτασις και η φύσις της υποχρεώσεως του ασφαλιστού. Η κυρία υποχρέωσις του ασφαλιστού συνίσταται εις αυτό ακριβώς το φέρειν τον κίνδυνον, όστις απειλεί το συμφέρον του ησφαλισμένου. Ακριβώς δε δι’ αυτό καταβάλλεται το ασφάλιστρον, διότι, δυνάμει της ασφαλιστικής συμβάσεως, ο ασφαλιστής έχει αναδεχθή τον κίνδυνον. Το ασφάλιστρον είναι το αντίτιμον διά την αναδοχήν του κινδύνου, pretium suscepti periculi. Δι’ αυτόν τον λόγον και πρέπει πάντοτε να τηρήται αντιστοιχία μεταξύ των δύο υποχρεώσεων, του ησφαλισμένου εις το να καταβάλλη τα ασφάλιστρα, και του ασφαλιστού εις το να φέρη τον κίνδυνον, να είναι, όπως λέγομεν σήμερον, έτοιμος προς αντιμετώπισιν του κινδύνου. Αυτό το «έσο έτοιμος» αποτελεί την κυρίαν υποχρέωσιν του ασφαλιστού. Διά την εκπλήρωσιν της υποχρεώσεως όμως ταύτης εκ μέρους του ασφαλιστού, ο ησφαλισμένος, εφ’ όσον δεν έχει εισέτι επέλθει η ζημία, οφείλει να αρκεσθή εις την εποπτεύουσαν κρατικήν μέριμναν, ενώ συγχρόνως αυτός εξαναγκάζεται και δι’ ιδιωτικής αγωγής να καταβάλη το ασφάλιστρον. Αν η δυσαρμονία αύτη θα διαρκέση επί πολύ και εν τη μελλούση εξελίξει του δικαίου, τούτο δεν δύναται μετά βεβαιότητος να λεχθή. Εν πάση περιπτώσει, η τάσις η οποία επ’ εσχάτων παρατηρείται, όπως εις τον ησφαλισμένον δοθώσι δικαιώματα εν σχέσει προς την διαχείρισιν της περιουσίας του ασφαλιστού δεν είναι άσχετος προς την δυσαρμονίαν αυτήν.
Εξ άλλου είναι βέβαιον, ότι διά να είναι έτοιμος ο ασφαλιστής, όπως καλύψη την ζημίαν, ήτις εκ της πραγματοποιήσεως του κινδύνου θέλει προκύψει, χρησιμοποιεί το ποσόν των ασφαλίστρων, τα οποία τω καταβάλλουσιν οι ησφαλισμένοι. Αυτό το ποσόν χρησιμοποιείται διά ν’ αντιμετωπισθή ο κίνδυνος όστις απειλεί το συμφέρον εκάστου ησφαλισμένου. Εις τρόπον ώστε, όπως επί αμοιβαίας ασφαλίσεως, ούτω και επί της ασφαλίσεως επί ασφαλίστρω, όλοι οι ησφαλισμένοι από κοινού, ει και εμμέσως, συμμετέχουσιν εις τον κίνδυνον, όστις προ της ασφαλίσεως ηπείλει εν μόνον άτομον. Τοιουτοτρόπως σχηματίζεται μία «κοινωνία κινδύνων», ήτις περιλαμβάνει όλους τους παρά τω αυτώ ασφαλιστή ησφαλισμένους. Έρχεται δε κατόπιν η αντασφάλισις, συνδέουσα μεταξύ των τους πελάτας διαφόρων ασφαλιστών, και επεκτείνει το δίκτυον της κοινωνίας αυτής κινδύνων καθ’ άπασαν την οικουμένην. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, διά τον κίνδυνον πυρός όστις απειλεί την οικίαν μου, και όστις, άλλως, αφεώρα εμέν μόνον, ενδιαφέρονται νυν, μετά την σύναψιν της ασφαλιστικής συμβάσεως, όλα τα εκατομμύρια των προσώπων άτινα διά του δικτύου, του ανά την οικουμένη ολόκληρον εξηπλωμένου, της ασφαλίσεως και αντασφαλίσεως, συνδέονται προς τον κίνδυνον αυτόν. Η ιδέα αύτη της κοινωνίας κινδύνων έχει όλως κεντρικήν θέσιν εν τη συγχρόνω επιστημονική σκέψει, και εμπνέει την εξέλιξιν του ιδιωτικού ασφαλιστικού δικαίου από του ατομιστικού επί το κοινωνικώτερον. Η τρίτη βασική έννοια, είναι η του «ασφαλιστικού βάρους».
Περιεχόμενον του ασφαλιστικού βάρους είναι ωρισμένη συμπεριφορά του ησφαλισμένου εν σχέσει προς τον κίνδυνον, αφορώσα την ακριβήν διάγνωσιν και την αμετάβλητον θέσιν του κινδύνου. Ο ησφαλισμένος οφείλει να βοηθήση εις την ακριβή διάγνωσιν του κινδύνου, οφείλει δε συγχρόνως να τηρήση τοιαύτην συμπεριφοράν απέναντι αυτού, ώστε πάντως να μη μεταβληθή ούτος εξ αιτίας του επί το δυσμενέστερον διά τον ασφαλιστήν. Η εκπλήρωσις των ασφαλιστικών τούτων βαρών συνδέεται αρρήκτως με την υποχρέωσιν του ασφαλιστού εις το φέρειν τον κίνδυνον, αποτελεί προϋπόθεσιν της υποχρεώσεως του ασφαλιστού, ης μη πληρωθείσης ουδ’ η υποχρέωσις του ασφαλιστού υφίσταται. Επί της θεωρίας ταύτης της ασφαλιστικής προϋποθέσεως, επικρατεί μεγάλη αμφισβήτησις εν τη επιστήμη, ήτις ασφαλώς δεν είπεν ακόμη την τελευταίαν αυτής λέξιν επί του θέματος. Πάντως όμως η ασφαλιστική προϋπόθεσις αποτελεί το στήριγμα του ασφαλιστού εις τους τεχνικούς του υπολογισμούς, και αντικείμενον ειδικής μερίμνης κατά την σύνταξιν των ασφαλίστρων. (…)
Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News