Κεφαλοποίηση Επικουρικών Συντάξεων και λαϊκιστές πολιτικοί
| Του Μιλτιάδη Νεκτάριου, Καθηγητή Πανεπιστημίου Πειραιώς |
Ενώ οι περισσότερες αναπτυγμένες χώρες ανέπτυξαν κεφαλαιοποιητικά συστήματα συντάξεων στην περίοδο 1975-1995, στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης η κυρίαρχη αριστερή ατζέντα της πολιτικής, με την αγαστή συνεργασία πολιτικών και συνδικαλιστών, είχε αποβάλει τη λέξη «κεφάλαιο» και τα παράγωγά του από τον δημόσιο διάλογο. Μετά την κατάρρευση του συστήματος συντάξεων και την οικονομική καταστροφή 3 εκατομμυρίων συνταξιούχων, οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί δείχνουν σημεία ανάνηψης. Τα πολιτικά κόμματα μιλάνε για τις συντάξεις του 2ου Πυλώνα και η ΓΣΕΕ ετοιμάζει κεφαλαιοποιητικό Ταμείο Επαγγελματικών Συντάξεων με τον ΣΕΒ.
H πρόσφατη νομοθέτηση της κεφαλαιοποίησης των Επικουρικών συντάξεων, η οποία βασίζεται στους Ατομικούς Λογαριασμούς των ασφαλισμένων, θα δημιουργήσει μια σειρά νέων δεδομένων στη λειτουργία του συστήματος συντάξεων, που θα ενισχύσουν τη διαφάνεια και την αποτελεσματική λειτουργία του νέου συστήματος. Οι ασφαλισμένοι θα έχουν τη δυνατότητα να ενημερώνονται καθημερινά για την αξία που έχει συσσωρευθεί στον Ατομικό τους Λογαριασμό. Το γεγονός αυτό θα δημιουργήσει μια πρωτόγνωρη αίσθηση εκσυγχρονισμού στους πολίτες και θα τους προδιαθέσει ευνοϊκά για τις επόμενες παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό σύστημα. Ταυτόχρονα, θα εκμηδενίσει τη μόνιμη τάση των πολιτικών κομμάτων να “παίζουν” με τα αποθεματικά του Ταμείου ή να εισηγούνται ευνοϊκές ρυθμίσεις για ορισμένες κατηγορίες ασφαλισμένων.
Βέβαια, η ουσιαστική συμβολή της εν λόγω ρύθμισης στο θέμα της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του εθνικού συστήματος συντάξεων θα είναι μικρής εμβέλειας, διότι το νέο Επικουρικό Ταμείο θα καλύψει μόνο όσους τώρα αρχίζουν να εργάζονται και, επομένως, η ωρίμανσή του θα γίνει περί το 2070. Σε αντίθεση με τη συνολική πρόταση ανασυγκρότησης του συστήματος συντάξεων της χώρας που έχει προ πολλού εκπονήσει το Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Στην εν λόγω πρόταση, το σύνολο των ασφαλισμένων θα καλύπτονταν από την Επικουρική Ασφάλιση. Διότι μόνον ο συνδυασμός του διανεμητικού συστήματος με ένα πλήρως κεφαλαιοποιημένο σύστημα επικουρικών συντάξεων μπορεί να μειώσει το μακροχρόνιο κόστος του εθνικού συστήματος συντάξεων.
Δυστυχώς, η τρέχουσα διακυβέρνηση, αφού διέπραξε σοβαρά λάθη με τις πρώτες νομοθετικές ρυθμίσεις που έκανε στο σύστημα συντάξεων, με την πρόσφατη ρύθμιση διόρθωσε μερικώς τις κυβερνητικές αβελτηρίες. Πρόκειται για μια ακόμα χαμένη ευκαιρία για τη συνολική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού προβλήματος. Το πολιτικό σύστημα θα κάνει αυτό που έχει κάνει τα τελευταία 40 χρόνια: θα ξανανοίξει το «ασφαλιστικό» στην επόμενη μεγάλη οικονομική κρίση.
Προϋποθέσεις Επιτυχίας
Για την καταξίωση του νέου θεσμού της κεφαλαιοποίησης των Επικουρικών Συντάξεων, θα πρέπει να δοθεί ύψιστη σημασία στην οργάνωση και λειτουργία του νέου Ταμείου.
Στην οργάνωση και λειτουργία των συστημάτων συντάξεων του 2ου Πυλώνα υπάρχουν τρία καίρια θέματα που χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή:
(α) το κόστος διαχείρισης των αποθεματικών,
(β) η διαχείριση των επενδυτικών κινδύνων, και
(γ) ο τρόπος και ο τόπος της επένδυσης των αποθεματικών.
Στο πρώτο θέμα, είναι γνωστό ότι μια ετήσια επιβάρυνση του κόστους λειτουργίας κατά 1% μειώνει τη συσσώρευση κεφαλαίου κατά 20% στη διάρκεια μιας εργασιακής ζωής. Οι διεθνείς συγκριτικές αναλύσεις δείχνουν ότι τα κόστη διαχείρισης στις λιανικές αγορές κεφαλαίων κυμαίνονται μεταξύ 0,8% και 1,5% των αποθεματικών του συστήματος. Για τις αγορές των θεσμικών φορέων (μεγάλα ταμεία συντάξεων που συγκεντρώνουν τα αποθεματικά και διαπραγματεύονται σε ομαδική βάση με τους διαχειριστές κεφαλαίων), το κόστος λειτουργίας μειώνεται στο 0,5% των αποθεματικών. Αυτά τα δεδομένα συνεπάγονται ότι, ενώ στην πρώτη περίπτωση η παροχή μειώνεται κατά 15-30%, στη δεύτερη περίπτωση η μείωση περιορίζεται σε λιγότερο από 10%. Αξίζει να αναφερθεί ότι, στη χώρα μας, ο μεγαλύτερος θεσμικός επενδυτής στον χώρο των συντάξεων –η ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών– λειτουργεί με κόστη στο 0,5% των αποθεματικών.
Το δεύτερο θέμα αναφέρεται στη στρατηγική των επενδύσεων που πρέπει να ακολουθούν τα κεφαλαιοποιημένα ταμεία συντάξεων, ώστε να ελαχιστοποιούν τους επενδυτικούς κινδύνους για τους ασφαλισμένους, κατά τη διάρκεια της συσσώρευσης των αποθεματικών στην περίοδο των 35-40 ετών της εργασιακής ζωής.
Οι «καλύτερες πρακτικές» που έχουν αναπτυχθεί διεθνώς από τους διαχειριστές των ταμείων συντάξεων είναι:
(α) η διενέργεια μελετών ανάλυσης Ενεργητικού-Παθητικού σε όλο το ασφαλιστικό χαρτοφυλάκιο,
(β) οι επενδύσεις για τις πρώτες δεκαετίες να γίνονται κυρίως σε Index Funds Μετοχών,
(γ) στην τελευταία δεκαετία πριν τη συνταξιοδότηση οι επενδύσεις να μεταφέρονται σε Funds Ομολόγων, και
(δ) στην περίοδο συνταξιοδότησης να είναι διαθέσιμα προϊόντα μεταβλητών παροχών (variable annuities).
Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να γίνει πολύ προσεκτική εφαρμογή της ρύθμισης που επέλεξε η κυβέρνηση για την παροχή της δυνατότητας στους ασφαλισμένους να λαμβάνουν οι ίδιοι επενδυτικές αποφάσεις για τα αποθεματικά των ατομικών λογαριασμών. Εξάλλου και στη Σουηδία, όπου έχει γίνει μια παρόμοια ρύθμιση, η συντριπτική πλειονότητα των ασφαλισμένων αφήνει τη διαχείριση των ατομικών λογαριασμών στο ταμείο συντάξεων. Επιπλέον, στα σύγχρονα συστήματα συντάξεων, οι πολίτες θα έχουν την ευχέρεια να ασκήσουν τις προσωπικές τους προτιμήσεις στο πλαίσιο του 3ου Πυλώνα, ο οποίος περιλαμβάνει τα ατομικά ασφαλιστήρια συντάξεων καθώς και τα νέα «πανευρωπαϊκά συνταξιοδοτικά προϊόντα», που θα συμπληρώσουν τα κρατικά και τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα.
Το τρίτο θέμα αφορά στον τρόπο και τον τόπο των επενδύσεων των αποθεματικών των ταμείων συντάξεων. Η αδιαπραγμάτευτη θέση πρέπει να είναι ότι το πολιτικό σύστημα δεν πρέπει να έχει τη δυνατότητα ανάμειξης στη διαχείριση των αποθεματικών. Η πρόταση αυτή προκύπτει από τα πεπραγμένα της ελληνικής πολιτείας στη μεταπολεμική περίοδο, με τις μηδενικές ή πολύ χαμηλές αποδόσεις ή, ακόμα, και τη μη επιστροφή των δανεισθέντων κεφαλαίων στα ασφαλιστικά ταμεία. Παρόμοια είναι και η διεθνής εμπειρία για την πλειονότητα των υποανάπτυκτων χωρών.
Περαιτέρω, είναι κρίσιμο να νομοθετηθεί ότι τα αποθεματικά του κεφαλαιοποιητικού συστήματος συντάξεων θα επενδυθούν στο εσωτερικό της χώρας, ούτως ώστε να συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη. Ο κύριος στόχος είναι η μακροχρόνια απόδοση των αποθεματικών να υπερβαίνει τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Και στο σημείο αυτό, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι επενδύσεις στην ιδιωτική οικονομία, εάν τηρούν τις βασικές αρχές των επενδύσεων, αποφέρουν υψηλότερες αποδόσεις σε σχέση με τις παραδοσιακές επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα. Η σταδιακή συσσώρευση των αποθεματικών της Επικουρικής ασφάλισης θα συμβάλλει στην ανάπτυξη της θεσμικής αποταμίευσης και, επομένως, στην αντιμετώπιση του μόνιμου δομικού οικονομικού προβλήματος της χαμηλής εθνικής αποταμίευσης. Η τάση αυτή θα ενισχυθεί περαιτέρω όταν, στην επόμενη μεταρρύθμιση της Επικουρικής ασφάλισης, η κεφαλαιοποίηση επεκταθεί στο σύνολο των ασφαλισμένων.
Εάν τα πράγματα εξελιχθούν όπως περιγράφονται παραπάνω, τότε σταδιακά η χώρα θα αποκτήσει τα απαραίτητα κεφάλαια, μετά το 2030, για να χρηματοδοτήσει τη μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη, και να επαναγοράσει σημαντικά περιουσιακά στοιχεία και δημόσιες επιχειρήσεις που την τελευταία δεκαετία πωλήθηκαν αντί πινακίου φακής.
«Ιδιωτικοποίηση των Συντάξεων»
Την αποτυχία του θεσμού της κεφαλαιοποίησης των επικουρικών συντάξεων θα επιδιώξουν οι ενωμένες δυνάμεις των λαϊκιστών πολιτικών. Ο λαϊκισμός τέμνει οριζόντια τα πολιτικά κόμματα, ιδιαίτερα σε θέματα που έχουν μεγάλο ψηφοθηρικό ενδιαφέρον. Αυτό συμβαίνει κατά κόρον στο θέμα του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας. Τώρα, με την ψήφιση από τη Βουλή του νόμου για την κεφαλαιοποίηση των επικουρικών συντάξεων, οι ενωμένες δυνάμεις της οπισθοδρόμησης προβάλλουν σθεναρά αντίσταση στην «ιδιωτικοποίηση των συντάξεων».
Είναι οι ίδιες ακριβώς δυνάμεις που, στα τελευταία 40 χρόνια, έχουν σταθεί απέναντι και έχουν σαμποτάρει κάθε σοβαρή προσπάθεια για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος συντάξεων. Είναι οι δυνάμεις που δεν γνωρίζουν ότι:
(α) η Ελλάδα είχε το πιο γενναιόδωρο σύστημα συντάξεων στον αναπτυγμένο κόσμο,
(β) οι εργαζόμενοι πληρώνουν τις υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές,
(γ) ο κρατικός προϋπολογισμός χρηματοδοτεί το 60% των παροχών, και
(δ) οι πρόωρες συντάξεις κοστίζουν 6 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Όταν με τα τρία Μνημόνια έγινε ένας σοβαρός εξορθολογισμός των παραπάνω στρεβλώσεων, οι εν λόγω δυνάμεις αντέδρασαν υποτονικά στη μεγαλύτερη κατάρρευση συστήματος συντάξεων στον αναπτυγμένο κόσμο στη μεταπολεμική περίοδο, αποδίδοντας τις δραστικές περικοπές των παροχών στους «κακούς» τροϊκανούς. Ενώ οι πραγματικά υπεύθυνοι ήταν οι λαϊκιστές όλων των πολιτικών κομμάτων, που εμπόδισαν την έγκαιρη (από τη δεκαετία του ‘90) μεταρρύθμιση του συστήματος συντάξεων.
Τώρα, οι ενωμένες δυνάμεις των λαϊκιστών αντιδρούν με σφοδρότητα στη δημιουργία των «ατομικών λογαριασμών» του κεφαλαιοποιητικού συστήματος των επικουρικών συντάξεων. Έχουν δίκιο να φοβούνται τις συνέπειες αυτής της ρύθμισης (η οποία θα έπρεπε να επεκταθεί και στο διανεμητικό σύστημα, όπως ακριβώς συμβαίνει στη Σουηδία, η οποία έχει το καλύτερο σύστημα συντάξεων διεθνώς). Αυτή η «ιδιωτικοποίηση των συντάξεων» θα στερήσει οριστικά από τα πολιτικά κόμματα τη δυνατότητα χαριστικών ρυθμίσεων ή πολιτικών παρεμβάσεων, διότι οι ασφαλισμένοι πολίτες θα γνωρίζουν, σε καθημερινή βάση, το ποσό των κεφαλαίων που έχει συσσωρευτεί στους ατομικούς λογαριασμούς τους και δεν πρόκειται να επιτρέψουν στους πολιτικούς να συνεχίσουν το πάρτι των τελευταίων 40 ετών, παίζοντας με τα αποθεματικά του νέου συστήματος.
Ακολουθήστε την Ασφαλιστική Αγορά στο Google News