Οι κανονιστικές απαιτήσεις “κοστίζουν” στους εργαζομένους στον ασφαλιστικό κλάδο
Αύξηση του φόρτου εργασίας και του στρες των εργαζομένων στον ασφαλιστικό κλάδο, εξαιτίας των κανονιστικών ρυθμίσεων, επισημαίνουν σε κοινή τους δήλωση AMICE, Insurance Europe, UNI Europa Finance και Bipar.
Κοινή δήλωση σχετικά με τις επιπτώσεις των κανονιστικών απαιτήσεων και της συμμόρφωσης στους εργαζομένους στον ασφαλιστικό κλάδο υπέγραψαν, στις 15 Φεβρουαρίου, η Ένωση Αλληλασφαλιστικών Οργανισμών και Συνεταιριστικών Ασφαλιστικών Εταιρειών (AMICE), η Insurance Europe, η UNI Europa Finance (παγκόσμια ένωση εργαζομένων στον κλάδο υπηρεσιών και δεξιοτήτων) και η Bipar (ευρωπαϊκή ομοσπονδία ασφαλιστικών διαμεσολαβητών).
Παράλληλα, οι παραπάνω ενώσεις, οι οποίες απαρτίζουν την Επιτροπή Κοινωνικού Διαλόγου για τον τομέα της Ασφάλισης (ISSDC), εξέδωσαν ένα follow-up της κοινής τους δήλωσης για τις επιπτώσεις της ψηφιοποίησης στην απασχόληση, που υπεγράφη τον Οκτώβριο του 2016.
Με αφορμή την κοινή δήλωση, η AMICE, σε δελτίο τύπου που εξέδωσε, υπογραμμίζει τον αντίκτυπο του άνισου και υπερβολικά επαχθούς ρυθμιστικού πλαισίου για το εργατικό δυναμικό των αλληλασφαλιστικών και συνεταιριστικών εταιρειών.
Όπως τονίζεται σχετικά, η νομοθετική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού κλάδου, κατά την τελευταία δεκαετία, είναι καλά τεκμηριωμένη. Δέκα χρόνια μετά, η πίεση της μεταρρύθμισης επηρεάζει τους ανθρώπους που εργάζονται στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς οι φορείς εκμετάλλευσης, οι πελάτες και οι εργαζόμενοι του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι μάρτυρες των συνεπειών των ολοένα και πιο επαχθών, βαρέων και επικαλυπτόμενων νομοθετικών μεταρρυθμίσεων.
Για τους πελάτες, η παράθεση εκτεταμένων και τεχνικών πληροφοριών εμποδίζει την απλή λήψη αποφάσεων, δημιουργεί σύγχυση και καθιστά άσκοπα δυσχερή και αγχωτική τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Για τους εργαζομένους, η νομοθετική μεταρρύθμιση έχει επηρεάσει την ευημερία τους. Συγκεκριμένα, οι Ευρωπαίοι κοινωνικοί εταίροι στον τομέα των ασφαλίσεων σημείωσαν ότι η σημαντική αύξηση των κανονιστικών απαιτήσεων οδήγησε σε σημαντική αύξηση του φόρτου εργασίας και των επιπέδων στρες των ασφαλιστικών υπαλλήλων και σήμερα ζητούν να δοθεί στους εργαζόμενους αρκετός χρόνος για να αφομοιώσουν τις τελευταίες νομοθετικές αλλαγές και επαρκής χρόνος για την εφαρμογή τους.
Η εφαρμογή νέων κανονιστικών απαιτήσεων προϋποθέτει την ανάπτυξη και υιοθέτηση σύνθετων διαδικασιών συμμόρφωσης των επιχειρήσεων, οι οποίες πρέπει να συνοδεύονται από κατάλληλη εκπαίδευση.
Οι κοινωνικοί εταίροι επισημαίνουν στη δήλωσή τους ότι ανησυχούν για τις σύντομες προθεσμίες εφαρμογής, που αφήνουν πολύ λίγο χρόνο για την ορθή εφαρμογή σύνθετων και περιεκτικών νομοθετικών πράξεων και για την κατάλληλη κατάρτιση των εργαζομένων.
Οι κοινωνικοί εταίροι σημειώνουν, επίσης, ότι οι αρνητικές επιπτώσεις έχουν δυσανάλογο αντίκτυπο στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες συμβάλλουν σημαντικά στις τοπικές οικονομίες αλλά αντιμετωπίζουν μεγάλο φόρτο εξαιτίας των συνεχών ρυθμιστικών αλλαγών.
Όπως σχολίασε σχετικά η κα Sarah Goddard, Γενική Γραμματέας της AMICE:
«Στην AMICE πιστεύουμε ότι το σωστό κανονιστικό πλαίσιο είναι ζωτικής σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία της ασφαλιστικής αγοράς και την κατάλληλη προστασία των ασφαλισμένων. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, σημειώθηκε τεράστια αύξηση τόσο του επιπέδου όσο και της πολυπλοκότητας των ρυθμιστικών κανόνων και είναι αμφίβολο κατά πόσον όλες αυτές οι απαιτήσεις παρέχουν ανάλογα πλεονεκτήματα, όσον αφορά την προστασία των ασφαλισμένων και τη σταθερότητα της αγοράς –ιδιαίτερα όταν βλέπει κανείς το δυσανάλογο βάρος για τις μικρότερες ασφαλιστικές εταιρείες».
Και συνέχισε λέγοντας: «Η πίεση που ασκείται στους ανθρώπους που εργάζονται στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών για την κατανόηση και την εφαρμογή τέτοιων ευρύτατων και περίπλοκων κανονιστικών απαιτήσεων έχει επιφέρει ένα σημαντικό κόστος. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η ασφάλιση είναι τελικά μια επιχείρηση ανθρώπων και ότι έχουμε την ευθύνη να διασφαλίσουμε ότι όλοι οι εργαζόμενοι προστατεύονται από αδικαιολόγητο άγχος».
Οι επιπτώσεις της ψηφιοποίησης στην απασχόληση
Εκτός από τη δήλωση σχετικά με τις συνέπειες των κανονιστικών απαιτήσεων και της συμμόρφωσης στους εργαζομένους, η ISSDC εξέδωσε ένα follow-up για να στηρίξει τη δήλωση για τις επιπτώσεις της ψηφιοποίησης στην απασχόληση που υπεγράφη τον Οκτώβριο του 2016. Αυτό το follow-up φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πρόσφατη και ολοένα και ταχύτερη ανάπτυξη της ψηφιοποίησης. Επιδιώκει να πλαισιώσει περαιτέρω κοινά μέτρα σε όλους τους συμμετέχοντες οργανισμούς και τα μέλη τους, για να εξασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη απασχόληση του εργατικού δυναμικού στον αλληλασφαλιστικό και συνεταιριστικό κλάδο.
Το follow-up της κοινής δήλωσης σχετικά με τις επιπτώσεις της ψηφιοποίησης στην απασχόληση περιλαμβάνει τέσσερα πρόσθετα βασικά θέματα:
▪ Περαιτέρω εκπαίδευση ως κλειδί
▪ Χρόνος και τόπος εργασίας
▪ Η κοινωνική αντιμετώπιση της ψηφιακής δομικής αλλαγής
▪ Εκπρόσωποι εργαζομένων στην ψηφιακή εποχή.
Πού αποσκοπεί η πρόσφατη δήλωση
Η πρόσφατη δήλωση αποσκοπεί στη διασφάλιση των θέσεων εργασίας και της απασχόλησης των εργαζομένων, στη βελτίωση της ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής των εργαζομένων, στην ενθάρρυνση της υιοθέτησης όλων των κατάλληλων διαύλων ψηφιακής επικοινωνίας, ενώ υπογραμμίζει την ανάγκη για συνεχή κατάρτιση που πρέπει να παρέχεται από τις ασφαλιστικές εταιρείες και τη σημασία της προθυμίας των εργαζομένων να λάβουν τέτοια κατάρτιση.
Για να συνεχίσουν να βασίζονται στο έργο που έχει ήδη επιτευχθεί, οι Ευρωπαίοι κοινωνικοί εταίροι στον τομέα της ασφάλισης θα παρακολουθούν την ανάπτυξη της απασχόλησης στον τομέα σε ετήσια βάση, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις υπάρχουσες στατιστικές.