Κάλυψη κινδύνου από απιστία υπαλλήλου Τράπεζας
Ποιος στην πραγματικότητα κίνδυνος αναλαμβάνεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στις περιπτώσεις αυτές και, συνακόλουθα, ποιες παράνομες συμπεριφορές καλύπτονται από τον ειδικό όρο «bankers blanket bond».
H οικονομική ζημία η οποία επέρχεται ως αποτέλεσμα παράνομων πράξεων εργαζόμενων σε τραπεζική εταιρεία, με πρόθεση προσπορισμού οικονομικού οφέλους, συχνά καλύπτεται από ειδικό όρο σε ασφαλιστική σύμβαση, ο οποίος ορίζεται ως «bankers blanket bond».
Είναι σημαντικό να προσδιοριστεί ποιος στην πραγματικότητα κίνδυνος αναλαμβάνεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στις περιπτώσεις αυτές και, συνακόλουθα, ποιες παράνομες συμπεριφορές καλύπτονται από τον σχετικό όρο.
Οι παράνομες συμπεριφορές υπαλλήλων στην πράξη δεν φέρουν πάντα τα χαρακτηριστικά εκείνα, τα οποία τις εντάσσουν στις καλυπτόμενες από τον σχετικό όρο περιπτώσεις. Ενίοτε δε η διαπίστωση της ένταξης στον σχετικό όρο είναι δυσχερής και αυτό συχνά οφείλεται και στην ανάγκη απόδειξης της ύπαρξης εκείνων των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πληρούν τις κρίσιμες προυποθέσεις.
Ειδικότερα, η απόδειξη της κάρπωσης πραγματικού οικονομικού οφέλους από τον υπάλληλο, ως όρου απαραίτητου για την ενεργοποίηση της σχετικής κάλυψης του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση.
Το κρίσιμο αυτό ζήτημα του ουσιαστικού περιεχομένου του σχετικού όρου του συμβολαίου, καθώς και του εύρους της κάλυψης για τις τραπεζικές εταιρείες, δεδομένου δε και του αυξημένου κόστους του ασφαλίστρου στις καλύψεις αυτές, αντιμετωπίστηκε από τον Άρειο Πάγο σε πρόσφατη απόφασή του (Άρειος Πάγος 1531/2017, ΕΕμπΔ, τόμος 4ος 2017, σελ. 865 επ.).
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση εκείνη, μεταξύ άλλων έκρινε:
(…) Στα εν λόγω πολυασφαλιστήρια και ειδικότερα στο Τμήμα Ι αυτών, που τιτλοφορείτο ως «bankers blanket bond» και αφορούσε στην κάλυψη από τον κίνδυνο της «απιστίας υπαλλήλων», περιελήφθη στην αγγλική γλώσσα, ως πρόσθετος όρος του εν λόγω τμήματος, η «ρήτρα 1 – «απιστία υπαλλήλων» (όπως έχει διαμορφωθεί με το στερεότυπο ασφαλιστικό όρο του “W.KFA 81”), σύμφωνα με την οποία, όπως επί λέξει μεταφράζεται από την αγγλική γλώσσα, ο άνω αναληφθείς κίνδυνος προσδιοριζόταν ως ακολούθως:
«Απώλεια που προκύπτει αποκλειστικά και άμεσα από ανέντιμες και παράνομες πράξεις από εργαζόμενους του ασφαλισμένου, που διαπράχθηκαν με την έκδηλη πρόθεση να προκαλέσουν στον ασφαλισμένο αυτή τη ζημία ή να προσπορίσουν οικονομικό όφελος για τους εαυτούς τους, όπου και αν έχουν διαπραχθεί και είτε τις έχουν διαπράξει μόνοι τους είτε σε σύμπραξη με άλλους, συμπεριλαμβανομένης και της περιουσιακής ζημίας μέσω οποιωνδήποτε τέτοιων πράξεων από τους εργαζομένους.
Ανεξαρτήτων των ανωτέρω, συμφωνείται ότι σε σχέση με την εμπορία ή άλλες συναλλαγές με χρεόγραφα, εμπορεύματα (commodities), συμβάσεις προθεσμιακών αγορών ή πωλήσεων (futures), οψιόν (option), νομίσματα, συνάλλαγμα και τα συναφή και δάνεια, συναλλαγές με τη φύση δανείου ή σε άλλη πιστωτική μορφή, το παρόν Συμβόλαιο καλύπτει μόνο ζημίες που προκύπτουν αποκλειστικά και άμεσα από ανέντιμες ή παράνομες ενέργειες των Εργαζόμενων του Ασφαλισμένου, που έχουν διαπραχθεί με την έκδηλη πρόθεση να διαπράξουν και που οδηγούν στο αποτέλεσμα του προσπορισμού ακατάλληλου οικονομικού οφέλους για τους εαυτούς τους εκτός από το μισθό, αμοιβές, προμήθειες, προώθηση και άλλες παρόμοιες απολαβές».
Από τη σαφή διατύπωση της άνω ρήτρας, η οποία δεν επιτρέπει την ερμηνευτική προσέγγισή της σύμφωνα με τις διατάξεις των αρ. 173 και 200 ΑΚ και ειδικότερα του δεύτερου τμήματος (δεύτερης παραγράφου), η οποία περιελήφθη χωρίς αντίρρηση από την πλευρά της ενάγουσας στα άνω ασφαλιστήρια συμβόλαια, προκύπτει ότι, ειδικά για ορισμένες περιπτώσεις κινδύνου απιστίας των υπαλλήλων της τελευταίας, μεταξύ των οποίων οι περιπτώσεις που έχουν σχέση με την παροχή δανείων, συναλλαγών με τη μορφή δανείου, ή με άλλη πιστωτική μορφή, επιλέχθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη ο περιορισμός της ευθύνης του ασφαλιστή, σε αντίθεση με άλλους καλυπτόμενους με τα ένδικα πολυασφαλιστήρια συμβόλαια ασφαλιστικούς κινδύνους, με συνέπεια η θεμελίωση αξιώσεως του ασφαλισμένου για την καταβολή ασφαλιστικής αποζημιώσεως να προϋποθέτει την πράγματι αποκόμιση ακατάλληλου (διαφόρου από αμοιβές, προμήθειες, προαγωγές και άλλες παρόμοιες απολαβές), και συνακόλουθα παράνομου οικονομικού – περιουσιακού οφέλους από τον ίδιο τον υπάλληλο, χωρίς να αρκεί για τη θεμελίωσή της μόνο η πρόθεση αυτού να αποκομίσει τέτοιου είδους όφελος ή η αποκόμιση οφέλους από τρίτους (…)].
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής – M.T.E.Y.
(e-mail: [email protected])