Ηρ. Δασκαλόπουλος: Διακυβεύεται η αξιοπιστία μας
Το Μήνυμα και το Συμπέρασμα, από τα επίσημα στοιχεία της αγοράς, του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή της Εθνικής Ασφαλιστικής
Καίρια τα συμπεράσματα που διατυπώνει ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής της Εθνικής Ασφαλιστικής, κ. Ηρακλής Δασκαλόπουλος, παρατηρώντας συγκριτικά τα παραγωγικά στοιχεία των ετών 2010 – 1014 (βλ. τους σχετικούς πίνακες στο τ. Οκτωβρίου της «Α.Α.»).
Προτάσσουμε το γεγονός ότι χαρακτηρίζει τραγική και εν δυνάμει επικίνδυνη εξέλιξη τη μείωση κατά 36,58% του όγκου των ασφαλίστρων που σχετίζονται με την ασφάλιση αυτοκινήτων, δηλαδή 16 περίπου ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο από τη μείωση του ΑΕΠ (-20,8% το 2014 σε σχέση με το 2010). Τη μείωση αυτή την αποδίδει κυρίως στον κακό ανταγωνισμό μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών, ο οποίος έχει οδηγήσει τα ασφάλιστρα σε ένα συνεχές καθοδικό σπιράλ που δεν φαίνεται να έχει τέλος…
Την παραπάνω εικόνα ο κ. Δασκαλόπουλος τη συναρτά άμεσα με την αξιοπιστία της ασφαλιστικής αγοράς, η οποία είναι ενιαία και αφορά το σύνολο των δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Συνεπώς, όταν χάνεται το μέτρο του υγιούς ανταγωνισμού, υποβιβάζεται στην ουσία το ίδιο το ασφαλιστικό προϊόν, όπως συμβαίνει στον κλάδο αυτοκινήτου.
Φυσικά, ο κ. Δασκαλόπουλος δεν περιορίζεται σε διαπιστώσεις για την ασφάλιση αυτοκινήτων. Χαρακτηριστική είναι, στον αντίποδα, η αισιόδοξη πρόβλεψή του για σημαντικό ρυθμό ανάπτυξης στις ασφαλίσεις Ζωής και Υγείας, αμέσως μετά την άρση των κεφαλαιακών ελέγχων.
Η πλήρης τοποθέτηση του κ. Δασκαλόπουλου στην «Α.Α.» έχει ως εξής:
«Τα επίσημα στοιχεία των ετών 2010 έως και 2014, τα οποία δημοσίευσε η Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της ΤτΕ, αποτυπώνουν την ισχυρότατη και εξαιρετικά επώδυνη επίδραση της οικονομικής κρίσης στην ασφαλιστική αγορά. Δεν αποτέλεσαν όμως έκπληξη για όσους υπηρετούν τον θεσμό της ιδιωτικής ασφάλισης στη χώρα μας, καθώς γνωρίζουν πολύ καλά ότι η ασφάλιση είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συνολική οικονομική δραστηριότητα στη χώρα και κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη από τόσο έντονη και διαρκή ύφεση.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της χώρας μας μειώθηκε από 226 δις ευρώ το 2010 σε 179 δις ευρώ το 2014, δηλαδή κατά ποσοστό 20,8%. Στο ίδιο διάστημα, με βάση τα στοιχεία της ΔΕΙΑ, τα συνολικά ασφάλιστρα των Γενικών Κλάδων μειώθηκαν κατά 936 εκατ. ευρώ ή ποσοστό 30,19%. Φαίνεται να προκύπτει το συμπέρασμα ότι η κρίση έπληξε δυσανάλογα τους Γενικούς Κλάδους. Ή μήπως όχι;
Αν απομονώσουμε τον κλάδο αυτοκινήτου, θα διαπιστώσουμε ότι η εικόνα είναι τελείως διαφορετική και τα συμπεράσματα αλλάζουν. Πράγματι, αν εξαιρέσουμε τους κλάδους αυτοκινήτου (Χερσαία Οχήματα και Αστική Ευθύνη από Χερσαία Οχήματα), τα συνολικά ασφάλιστρα των υπόλοιπων Γενικών Κλάδων μειώθηκαν στο σύνολό τους μεταξύ 2010 και 2014 κατά 19%, δηλαδή κατά τι λιγότερο από ό,τι το ΑΕΠ. Αν κάποιος εξετάσει την εξέλιξη των συμβολαίων και του μέσου ασφαλίστρου στην ίδια περίοδο, φαίνεται ότι έγιναν λιγότερα συμβόλαια με, κατά κανόνα, χαμηλότερο ασφάλιστρο. Σε κάποιους κλάδους η πτώση του ασφαλίστρου ήταν μεγαλύτερη και η μείωση του αριθμού των συμβολαίων μικρότερη και σε άλλους το αντίστροφο αλλά, πάντως, μέσα σε ένα πλαίσιο που συνάδει με τη γενικότερη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας.
Στον κλάδο αυτοκινήτου, όμως, η μείωση του όγκου των ασφαλίστρων (πίνακας 1) ανήλθε στο 36,58% (!), δηλαδή 16 περίπου ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο από τη μείωση του ΑΕΠ. Η τραγική και εν δυνάμει επικίνδυνη αυτή εξέλιξη δεν αποτελεί άμεσο αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης, άλλα μάλλον αποτέλεσμα συνειδητών επιλογών της αγοράς.
Είναι αλήθεια ότι, στο διάστημα της οικονομικής κρίσης, οι ζημιές του κλάδου αυτοκινήτου περιορίστηκαν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούν την πολύ μεγάλη μείωση του ασφαλίστρου, η οποία μάλιστα συνεχίζεται, παρά το γεγονός ότι φαίνεται να υπάρχει αντιστροφή της μέχρι πρόσφατα θετικής τάσης των ζημιών. Ο κακός ανταγωνισμός έχει οδηγήσει τα ασφάλιστρα σε ένα συνεχές καθοδικό σπιράλ, το οποίο δεν φαίνεται να έχει τέλος και οδηγεί σε ζημίες για τις εταιρείες, για τους διαμεσολαβούντες και πιθανότατα τελικώς για τους ασφαλισμένους.
Στις ασφαλίσεις Ζωής, η συνολική μείωση των όγκου των ασφαλίστρων στο διάστημα 2010 – 2014 ανήλθε σε 439 εκατ. ευρώ ή ποσοστό 19% περίπου. Συνολικά ο κλάδος Ζωής έδειχνε ότι θα είναι αυτός που θα ανέκαμπτε πρώτος, καθώς οι μεγαλύτερες απώλειες συνέβησαν τη διετία 2011 – 2012, ενώ το 2014 ήταν μία χρονιά με σημαντική αύξηση στις περισσότερες κατηγορίες εργασιών. Ιδιαίτερα τα συμβόλαια που συνδέονται με επενδύσεις γνώρισαν εκρηκτική άνοδο μέσα στο διάστημα της κρίσης, κυρίως διότι πρόσφεραν στους καταναλωτές μία εναλλακτική μορφή τοποθέτησης διαθεσίμων ή αποταμίευσης, με δυνατότητες διασποράς του κινδύνου. Η τάση αυτή συνεχιζόταν και μέσα στο πρώτο εξάμηνο του έτους που διανύουμε, αλλά δυστυχώς το δεύτερο εξάμηνο αναμένεται να υπάρξει καθίζηση της παραγωγής ασφαλίστρων εξαιτίας των κεφαλαιακών ελέγχων.
Κατά την άποψή μου, οι ασφαλίσεις Ζωής και Υγείας θα αρχίσουν και πάλι να έχουν σημαντικό ρυθμό ανάπτυξης αμέσως μόλις καταργηθούν οι κεφαλαιακοί έλεγχοι. Αυτό θα συμβεί διότι οι βασικές ανάγκες τις οποίες καλύπτουν τα προγράμματα Αποταμίευσης – Σύνταξης και τα προγράμματα Ασφάλισης Υγείας διαρκώς εντείνονται, καθώς οι αντίστοιχες κοινωνικές παροχές περιορίζονται τόσο σε ύψος όσο και σε έκταση. Πράγματι, οι συντάξεις που αποδίδουν οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης θα περιορίζονται τόσο ως ποσό, όσο και ως ποσοστό επί των αποδοχών πριν τη συνταξιοδότηση (χαμηλότερο ποσοστό αναπλήρωσης), οδηγώντας όλο και μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού στην εξασφάλιση συμπληρωματικού εισοδήματος μέσω των προγραμμάτων ιδιωτικής ασφάλισης. Παράλληλα, η ζήτηση για ασφαλιστήρια υγείας αυξάνεται ήδη, καθώς τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το βασικό δημόσιο σύστημα υγείας είναι εμφανή, ενώ ταυτόχρονα τα ασφαλιστήρια υγείας γίνονται πιο προσιτά από πλευράς κόστους.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο βασικότερος παράγοντας για τη συνολική ανάπτυξη της αγοράς ήταν και είναι η αξιοπιστία. Μόνο μία αξιόπιστη ασφαλιστική αγορά θα μεγαλώσει ταχύτερα από ό,τι το ΑΕΠ, κατορθώνοντας να επανέλθει γρήγορα στα προ κρίσης επίπεδα. Μόνο μία αξιόπιστη αγορά θα κατορθώσει να διεκδικήσει το μερίδιο από την οικονομική δραστηριότητα που θεωρεί, εδώ και πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ότι της αξίζει. Η αξιοπιστία όμως, όπως την αντιλαμβάνεται ο ασφαλισμένος μας και, πολύ περισσότερο, αυτός που δεν είναι ασφαλισμένος μας, είναι ενιαία και αφορά το σύνολο των δραστηριοτήτων μας. Και όπως όλες οι αγορές, κρινόμαστε καθημερινά. Κρινόμαστε θετικά, όταν αντιμετωπίζουμε την οικονομική κρίση με επιτυχία, εξακολουθώντας να καταβάλλουμε αποζημιώσεις σημαντικότατου ύψους και μη μεταφέροντας τις απώλειες από τα ελληνικά ομόλογα στους ασφαλισμένους μας. Κρινόμαστε όμως αρνητικά, όταν ξεφεύγουμε από το μέτρο του υγιούς ανταγωνισμού, υποβιβάζοντας στην ουσία το προϊόν μας, όπως στον κλάδο αυτοκινήτου».