Άρθρα

Η αξίωση του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή στη σύμβαση Ασφάλισης Αστικής Ευθύνης

Στις συμβάσεις αστικής ευθύνης, για την έγκυρη έγερση της αξίωσης του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή, για τις ζημίες τις οποίες τρίτος υπέστη, κρίσιμος είναι ο χρόνος της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, δηλαδή, ο χρόνος κατά τον οποίο γεννιέται η ευθύνη του για αποζημίωση και επιδίδεται η αγωγή είτε η εξώδικη όχληση από τον ζημιωθέντα τρίτο.

Το χρονικό αυτό σημείο είναι κρίσιμο, επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 2496/1997, στις ασφαλίσεις ζημιών, οι αξιώσεις κατά του ασφαλιστή παραγράφονται μετά από 4 χρόνια από το τέλος του έτους στο οποίο γεννήθηκαν.

Ειδικότερα, στις ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, παρέχεται από τον ασφαλιστή κάλυψη του ασφαλισμένου για αξιώσεις οι οποίες δυνατόν προβληθούν από τρίτο για παραλείψεις ή πράξεις του ασφαλισμένου, συνεπεία των οποίων ο τρίτος υπέστη ζημία και οι οποίες καλύπτονται από την ασφαλιστική σύμβαση αστικής ευθύνης (άρθρο 25 ν. 2496/1997).

Για τις περιπτώσεις αυτές η ευθύνη του ασφαλισμένου για αποζημίωση δεν γεννάται με την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος, όπως στην περίπτωση της αστικής ευθύνης από αυτοκινητικά ατυχήματα, αλλά με την εκδήλωση της αξίωσης του ζημιωθέντος τρίτου.

Σχετικά με το ζήτημα αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου, αποσπάσματα της οποίας παρατίθενται (ΑΠ 228/2023, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ):

(…) Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων του ίδιου ως άνω νόμου, προκύπτει ότι στη σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης έναντι τρίτων, η αξίωση του ασφαλισμένου από τη σύμβαση αυτή έναντι του ασφαλιστή για ζημιές όχι δικές του αλλά τρίτων, για τις οποίες δημιουργείται αποζημιωτική ενοχή του ασφαλισμένου, γεννιέται μεν, όχι από την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος, δηλαδή όχι από τον χρόνο που συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, όπως π.χ. επί της υποχρεωτικής ασφάλισης της αστικής ευθύνης από τη λειτουργία αυτοκινήτου, αλλά όταν ο ζημιωθείς τρίτος, έναντι του οποίου ευθύνεται προς αποζημίωση ο ασφαλισμένος, επιδώσει στον τελευταίο, όχι αποκλειστικά τη σχετική προς αποκατάσταση της ζημιάς του αγωγή, αλλά και εξώδικη δήλωση – όχληση, η οποία αρκεί για να αρχίσει από τότε η σύνδεση του αποτελέσματος του ζημιογόνου γεγονότος (ζημίας) με την περιουσία του ασφαλισμένου και για να επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, έστω και αν δεν έχει προσδιοριστεί με δικαστική απόφαση ή εξώδικο συμβιβασμό το μέγεθος της αξίωσης του ζημιωθέντος τρίτου (ΑΠ 293/2008). (…)

(…) Έτσι που έκρινε το Εφετείο και, ειδικότερα, με το να δεχθεί ότι η σχετική αξίωση της αναιρεσείουσας που απέρρεε από την προαναφερθείσα ασφαλιστική σύμβαση παραγράφηκε μετά από την πάροδο τεσσάρων ετών, από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε αυτή, γιατί έκτοτε πραγματώθηκε η ασφαλιστική περίπτωση (κίνδυνος), έστω και αν δεν είχε προσδιορισθεί επακριβώς με δικαστική απόφαση ή με εξώδικο συμβιβασμό το μέγεθος της αξιώσεως της τρίτης που ζημιώθηκε και επομένως, ούτε και το ποσό της αποζημιώσεως του ασφαλισμένου έναντι του ασφαλιστή και συγκεκριμένα, δεχόμενο ότι από το τέλος του έτους 2009, εντός του οποίου (μήνας Αύγουστος) γνωστοποιήθηκε στην αναιρεσείουσα η ως άνω ασκηθείσα αγωγή της αλλοδαπής, θεωρείται ότι επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση για τον κίνδυνο για τον οποίο ήταν ασφαλισμένη η αναιρεσείουσα με το προαναφερθέν υπ’ αριθμ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο στην ήδη αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία και ανεξάρτητα του ότι αυτή (η αναιρεσείουσα) δεν γνώριζε ακόμη το ακριβές ύψος της αποζημίωσης, την οποία επρόκειτο να καταβάλει στην αντισυμβαλλομένη της, με βάση τη δικαστική απόφαση που επρόκειτο να εκδοθεί ή ενδεχομένως βάσει του συμβιβασμού που θα μπορούσε να επιτευχθεί μεταξύ των διαδίκων, εντούτοις, ξεκίνησε η παραγραφή της επίδικης αγωγικής της αξιώσεως, από το τέλος του έτους στο οποίο αυτό έλαβε χώρα η παραπάνω σχετική γνωστοποίηση, δηλαδή από το τέλος του έτους 2009, οπότε μέχρι την εκ μέρους της άσκηση της ένδικης αγωγής, που έλαβε χώρα 6-3-2014, μεσολάβησε χρονικό διάστημα πλέον της τετραετίας και, συνεπώς, η σχετική αξίωση της ενάγουσας υπέπεσε σε παραγραφή. Το δευτεροβάθμιο, λοιπόν, δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 10 του ν. 2496/1997 και, συνεπώς, ο περί του αντιθέτου προαναφερθείς μοναδικός αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ κρίνεται αβάσιμος (…).

Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής, [email protected]
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ


Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας