H υποχρέωση του λήπτη της ασφάλισης για προληπτικά μέτρα
Έχει και στο παρελθόν αναφερθεί η υποχρέωση του λήπτη της ασφάλισης για τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων, τα οποία κατατείνουν στην αποτροπή της επέλευσης του ασφαλιζόμενου κινδύνου. Η υποχρέωση αυτή πηγάζει από τον νόμο. Η μη λήψη των κατάλληλων μέτρων, αν οφείλεται σε ελαφρά αμέλεια, γεννά αξίωση του ασφαλιστή για αποζημίωση.
Στην ασφάλιση ζημιών, η μη λήψη των κατάλληλων μέτρων από δόλο ή βαριά αμέλεια απαλλάσσει τον ασφαλιστή από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης, ενώ στην ασφάλιση ζωής απαιτείται δόλος. Σχετικώς, και πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία έκρινε μεταξύ άλλων κρίσιμων ζητημάτων, απόσπασμα της οποίας τίθεται στη συνέχεια (ΑΠ 190/2021, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ):
(…) Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 7 Ν. 2496/1997 αναφέρονται στην υποχρέωση του λήπτη της ασφάλισης να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα προς αποφυγή της ζημίας πριν την επέλευσή της ή προς μείωση αυτής, εφόσον έχει ήδη επέλθει, ακολουθώντας και τις τυχόν οδηγίες του ασφαλιστή, ενώ τα υπόλοιπα εδάφια της παρ. 3 αναφέρονται στον τρόπο κάλυψης των εξόδων για τα λαμβανόμενα και στις δύο περιπτώσεις μέτρα, εξισορροπώντας τα συμφέροντα λήπτη της ασφάλισης και ασφαλιστή.
Η υπαίτια παράλειψη λήψης των ανωτέρω μέτρων από τον λήπτη της ασφάλισης συνεπάγεται κατ’ αρχήν υποχρέωση του τελευταίου προς αποζημίωση του ασφαλιστή και όχι απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωσή του προς καταβολή του ασφαλίσματος.
Οι διατάξεις περί του τρόπου κάλυψης των εξόδων στην παράγραφο 3 υποδηλώνουν σαφώς ότι αυτή αναφέρεται, όσον αφορά τη λήψη των αποτρεπτικών της ζημίας μέτρων, στο διάστημα πριν την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, ενώ αντιθέτως αυτονόητη προϋπόθεση αποτελεί η επέλευσή της, όσον αφορά τα μέτρα που απαιτούνται προς μείωση της ζημίας.
Με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ειδική εξαιρετική περίπτωση απαλλαγής του ασφαλιστή από την υποχρέωσή του να καταβάλει το ασφάλισμα, όταν η ασφαλιστική περίπτωση έχει ήδη επέλθει και η επέλευσή της οφείλεται, επί ασφαλίσεως ζημιών, σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή των προσώπων που συνοικούν μαζί τους ή των νομίμων αντιπροσώπων τους ή των εκπροσώπων τους ή των τρίτων στους οποίους έχει ανατεθεί επαγγελματικά η φύλαξη του αντικειμένου της ασφάλισης, ενώ η παρ. 6 εδ. α καταλείπει περιθώριο συμβατικής, με ρήτρες της ασφαλιστικής σύμβασης, διεύρυνσης των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή και πέραν της προβλεπόμενης στην παράγραφο 5 περίπτωσης, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών τους κινδύνων (…).
(…) Όταν πρόκειται, δε, για λήπτη της ασφάλισης ή ασφαλισμένο, που ενεργούν την ασφάλιση προς κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, επιτρεπτό είναι και κατ’ άρθρο 33 του ανωτέρω νόμου, να προβλεφθούν με την ασφαλιστική σύμβαση και άλλοι συγκεκριμένοι λόγοι απαλλαγής του ασφαλιστή.
Αυτό συμβαίνει και όταν ο ασφαλιστής είχε εκ των προτέρων τάξει συγκεκριμένα ληπτέα μέτρα προς αποτροπή ζημιών από ασφαλιζόμενους επαγγελματικούς κινδύνους, που δεν τήρησαν υπαιτίως (ακόμη και από ελαφρά αμέλεια) ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος, με προβλεπόμενη ρητώς στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, συνεπεία αυτής της παράλειψης, την απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος (βλ. ΑΠ 1880/2017, 346/2016). Η ύπαρξη τέτοιων προβλέψεων στις προαναφερόμενες ασφαλιστικές συμβάσεις διευκολύνει τον ασφαλιστή να επικαλεσθεί την απαλλαγή του. η μη ύπαρξή τους, όμως, δεν αναιρεί την επέλευση της ίδιας συνέπειας, όταν αποδειχθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δόλου ή της βαριάς αμέλειας, που προβλέπονται στην παράγραφο 5 του Ν. 2496/1997.
Η απαλλαγή πάντως του ασφαλιστή, βάσει της τελευταίας αυτής διάταξης, δεν απαιτείται να περιληφθεί στην ασφαλιστική σύμβαση, ερειδόμενη απευθείας στον νόμο (εκτός εάν υπάρχει αντίθετη συμβατική πρόβλεψη), και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν αποτελεί ανεπίτρεπτο και άκυρο, κατ’ άρθρο 33 Ν. 2496/1997, περιορισμό των δικαιωμάτων του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος.
Για την εφαρμογή της παραγράφου 5 δεν απαιτείται επίσης να περιληφθεί στη σύμβαση ρητή πρόβλεψη για την υποχρέωση του λήπτη της ασφάλισης να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα προς αποφυγή της ζημίας, καθόσον και αυτή προβλέπεται στον νόμο (…).
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής, [email protected]
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ
Διαβάστε επίσης: Η ασφαλιστική διαμεσολάβηση ως εμπορική δραστηριότητα
Ακολουθήστε την Ασφαλιστική Αγορά στο Google News