H Υπερασφάλιση στην Ασφαλιστική Σύμβαση
Ο δημόσιας τάξης αποζημιωτικός χαρακτήρας της ασφαλιστικής κάλυψης έχει ως συνέπεια τον αποκλεισμό της υπερασφάλισης, ακόμη και μετά από αντίθετη συμφωνία. Το ύψος της αποζημίωσης, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το ασφαλιστικό ποσό. το τυχόν συμφωνηθέν ανώτατο όριο καθορίζεται, δε, με βάση την τρέχουσα ή συνήθη αξία των δηλωθέντων αντικειμένων.
Το ποσό της αποζημίωσης το οποίο καταβάλλει ο ασφαλιστής, αν ο ζημιωθείς έχει αξίωση αποκατάστασης κατά τρίτου, αναζητείται πλέον από τον ασφαλιστή με αγωγή κατά του τρίτου, η οποία ανέρχεται στο ύψος της καταβληθείσας από αυτόν αποζημίωσης.
Επί των ζητημάτων αυτών, μεταξύ άλλων, παρατίθεται απόσπασμα από την απόφαση 118/2022 Εφ. Αθ. Μον. (δημοσίευση ΝΟΜΟΣ):
(…) κατά το άρθρο 16 του Ν. 2496/1997, «Στην ασφάλιση κατά ζημιών πραγμάτων, αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, βάσει υπολογισμού του ασφαλίσματος είναι η τρέχουσα αξία ή, αν δεν υπάρχει, η συνηθισμένη αξία αυτών κατά τον χρόνο επέλευσης του κινδύνου. Το ασφάλισμα καθορίζεται από την αντιπαραβολή της αξίας του πράγματος πριν και μετά την πραγματοποίηση του κινδύνου. Ο ασφαλιστής μπορεί με ξεχωριστή συμφωνία, η οποία αποδεικνύεται με έγγραφο, να προβεί σε αποτίμηση της ασφαλισμένης περιουσίας. Στην περίπτωση αυτή, το ασφάλισμα υπολογίζεται με βάση την αξία της αποτίμησης. Η αποτίμηση μπορεί να προσβληθεί μόνον για πλάνη, απάτη, απειλή ή εικονικότητα». Κατά, δε, τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 17 του ίδιου νόμου, «Αν η αξία των πραγμάτων που δηλώθηκε κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης υπερβαίνει την τρέχουσα ή, αν δεν υπάρχει, τη συνηθισμένη αξία αυτών κατά τον χρόνο επέλευσης του κινδύνου, οποιοσδήποτε από τους συμβαλλομένους μπορεί να απαιτήσει τη μείωση της ασφαλιστικής αξίας και του ασφαλίστρου, για το υπόλοιπο διάστημα ισχύος της σύμβασης. Σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου, ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για το υπερβάλλον. Αν η υπερασφάλιση οφείλεται σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος, η ασφάλιση είναι άκυρη». Ως τρέχουσα αξία κατά την ανωτέρω έννοια θεωρείται εκείνη που διαμορφώνεται στην αγορά, δηλαδή η αγοραία αξία. Με τις ανωτέρω διατάξεις θεσπίζεται η αρχή του αποζημιωτικού χαρακτήρα της ασφαλιστικής συμβάσεως, αποκλεισμένης της δυνατότητας των ασφαλιζομένων να χρησιμοποιούν τη σύμβαση για τον πορισμό κέρδους, προς πραγματοποίηση του οποίου είναι ενδεχόμενη η ψευδής αποτίμηση των αοφαλιζομένων πραγμάτων και, στη συνέχεια, η από δόλο καταστροφή αυτών, δηλαδή η πρόκληση επελεύσεως της ασφαλιστικής περιπτώσεως με μέσα που αποκρούονται από την έννομη τάξη και θεμελιώνουν και κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα. Ενόψει, δε, του σκοπού της απαγορεύσεως της υπερασφαλίσεως και του περιορισμού της ασφαλιστικής συμβάσεως στον αποζημιωτικό και μόνο χαρακτήρα της, οι διατάξεις που καθιερώνουν την απαγόρευση και τον περιορισμό αυτόν και αποσκοπούν στην προστασία της έννομης τάξης, είναι δημοσίας τάξεως, μη δυνάμενες να μεταβληθούν με την ιδιωτική βούληση…
(…) Β. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 Ν. 2496/1997, που αντικατέστησε το άρθρο 210 ΕμπΝ, το οποίο ορίζει ότι εάν ο λήπτης της ασφάλισης έχει αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας κατά τρίτου, η αξίωση περιέρχεται στον ασφαλιστή στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε, δηλαδή ο ασφαλιστής υποκαθίσταται στις αξιώσεις του ασφαλισμένου του έναντι του ζημιώσαντος τρίτου προσώπου, προκύπτει ότι ο ασφαλιστής, από τότε που θα καταβάλει το ασφάλισμα στον ασφαλισμένο, υποκαθίσταται στη θέση εκείνου και μπορεί να ενασκήσει κατά του υπαιτίου της ζημίας τρίτου τις αξιώσεις του τελευταίου. Έτσι, ο ενάγων-ασφαλιστής, ασκώντας την αγωγή που θα ασκούσε ο ίδιος ο ασφαλισμένος κατά του υπαιτίου της ζημίας τρίτου, αρκεί για την πληρότητά της να επικαλεσθεί και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, ν’ αποδείξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων της ασφαλιστικής υποκατάστασης και, συγκεκριμένα: α) τη σύναψη και τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, β) την καταβολή του ασφαλίσματος στον ζημιωθέντα ασφαλισμένο, λόγω της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης και γ) τη ζημία του ασφαλισμένου που αποζημίωσε (…). Η αξίωση, εξάλλου, περιέρχεται στον ασφαλιστή στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε. Επομένως, ο ασφαλιστής που κατέβαλε το ασφάλισμα υποκαθίσταται στη θέση που ακριβώς βρισκόταν ο ασφαλισμένος έναντι του τρίτου, εναντίον του οποίου αυτός δικαιούται να στραφεί, συνεπεία της από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου ζημίας. (…).
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής, [email protected]
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ
Ακολουθήστε την Ασφαλιστική Αγορά στο Google News