Συνεντεύξεις

Γιώργος Κώτσαλος, Πρόεδρος της Ε.Α.Ε.Ε

Συνέντευξη στον Δημήτρη Ρουχωτά.

Καλεί σε άμυνα με τη σύμπραξη όλων, απέναντι σε ένα ασταθές και ανομοιογενές περιβάλλον

Έχει μεγάλη σημασία και είναι πολύ σπάνιο να ακούς και να μοιράζεσαι θέσεις  που έχουν να κάνουν με το στρατηγικό σχεδιασμό της αγοράς. Θέσεις, που δεν εκφράζουν και δεν στοχεύουν σε εταιρικό συμφέρον αλλά στο κλαδικό συμφέρον. 
Ίσως, όμως, να έχει μεγαλύτερη σημασία τις θέσεις αυτές να τις εκφράζει κάποιος που στη διάρκεια του χρόνου έχει αποκτήσει την έξωθεν καλή μαρτυρία, 
εξουσιοδοτούμενος και όχι αυτόκλητα προσερχόμενος.
Ο Γιώργος Κώτσαλος συνεχίζει ένα μακρύ ταξίδι…Γόνος του Αλέξη Κώτσαλου, Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή, άλλοτε, στην Εθνική Ασφαλιστική, έχει …ώρες πτήσεως ικανές και με …“αεροσκάφη” επώνυμα: Interamerican, Generali, Φοίνιξ.
“Πέταξε” σε όλους τους “πολέμους”. Έζησε τις χρυσές εποχές, δούλεψε σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης… 
Συνυπηρέτησε με επωνύμους της σήμερον αξιωματούχους, “διαδέχθηκε” τον Κοντομηνά.
Οι Ιταλοί, οι κρατικοί τραπεζίτες αλλά και οι τεχνοκράτες Ολλανδοί του ανέθεσαν και του αναγνώρισαν έργο.
Στην …πιάτσα, οι άνθρωποι της γενιάς του τον είδαν να τους προσπερνά και τον παραδέχονται. Οι παλιοί τον αναγνωρίζουν και σπεύδουν να θυμηθούν πότε 
και τίνι τρόπω βοήθησαν στην άνοδό του…
Ο κ. Γιώργος Κώτσαλος διοικεί τον Όμιλο της Interamerican εδώ και 8 χρόνια, ενώ συμμετείχε στη διοίκηση της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος στα είκοσι τελευταία χρόνια, από τις θέσεις του μέλους του Δ.Σ., του Αντιπροέδρου, του Γενικού Γραμματέα, αλλά και αυτή του Προέδρου, την οποία κατέχει σήμερα. Είναι ο μοναδικός άνθρωπος που, μη όντας επιχειρηματίας ο ίδιος, διαχειρίστηκε ως εντεταλμένος τα πιο πολλά και δύσκολα θέματα της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς, στα τέλη του 20ού αιώνα και στις αρχές του 21ου. Επί των ημερών του, ψηφίστηκε ο ιδρυτικός νόμος για την ανεξάρτητη αρχή της εποπτείας. Ύστερα από 3-4 χρόνια “προβληματισμού” και “έρευνας” στελεχώθηκε, για να καταλήξει τελικά στην αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος η εποπτεία.
Σαφώς με τις θέσεις του και τους χειρισμούς του δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι όλοι και σε κάθε περίπτωση συμφώνησαν και συμφωνούν. Όλοι, όμως, ομολογούν ότι προσέφερε και προσφέρει με την παρουσία του στην οικονομία μας, στον Κλάδο και στην Εταιρεία του.
Μία συνέντευξη μαζί του είναι τόσο δύσκολη αλλά και τόσο γοητευτική, όσο το να κολυμπήσεις στον Ατλαντικό Ωκεανό από το έδαφος της Πορτογαλία
ς.

Κύριε Πρόεδρε, η θητεία σας στην Ένωση ξεκινάει πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια. Με την εμπειρία αυτή μπορείτε να μας βοηθήσετε να συνδέσουμε το παρελθόν με το παρόν και να αναδειχθούν οι προοπτικές για το μέλλον;
Γ.Κ.:
 Πράγματι έχω ζήσει το συμβούλιο της Ένωσης τα τελευταία είκοσι χρόνια. Γνώρισα και συμμετείχα στην Ένωση όταν κι εγώ ήμουν νέος και η αλήθεια είναι ότι ξεκίνησα με διάθεση ραγδαίας αλλαγής, γιατί σαν νέος υπήρξα κι εγώ επαναστάτης, αντιφρονών κάποια εποχή –γιατί λένε κάποιοι τώρα: «Τι είναι η Ένωση;». 
Η Ένωση που εγώ γνώρισα, τότε, αποτελείτο από πολύ στιβαρούς ανθρώπους, σημαντικές προσωπικότητες, οι περισσότεροι επιχειρηματίες, οι οποίοι, αν και είχαν δικά τους συμφέροντα, ομονοούσαν για τα θέματα της Ένωσης. Δηλαδή, αυτοί οι άνθρωποι που περίμενες ότι θα έχουν πολύ διαφορετικές απόψεις, έβρισκαν σημεία επαφής. Έβλεπαν τη μεγάλη εικόνα και όχι το δεντράκι. 
Παράλληλα, υπήρχαν και εκπρόσωποι κρατικών εταιρειών, οι οποίοι είχαν ειδικό βάρος εκείνη την εποχή, ανεξάρτητα από το ότι ήταν προφανώς διορισμένοι.
Το αρνητικό ήταν ότι αυτή η ομάδα θεωρούσε ως επιτυχία τις προσωπικές συναντήσεις με υπουργούς. Το να μπορούν, δηλαδή, να πάνε και να εκφράσουν αυτά στα οποία ομονοούσαν στον αρμόδιο Υπουργό, περιμένοντας βέβαια πολλές φορές στον προθάλαμο, μαζί με τους ντοματοπαραγωγούς. 
Η εποπτεία είχε ανατεθεί στην ουσία σε μια επιτροπή ιδιωτικής ασφάλισης, η οποία ήταν το γνωμοδοτικό όργανο του Υπουργού. 
Οι συζητήσεις γίνονταν, λοιπόν, αλλά το αποτέλεσμα πολλές φορές δεν ήταν θετικό. Οι Υπουργοί δεν είχαν κανένα δισταγμό στο να μη βοηθήσουν στα ζητήματα της ασφαλιστικής αγοράς. Αντίθετα, επέλεγαν να παρεμβαίνουν με τηλεφωνήματά τους στους διορισμένους επικεφαλής κρατικών εταιρειών, προκειμένου να εμποδίζουν αυξήσεις στα ασφάλιστρα αυτοκινήτου. 
Το αποτέλεσμα ήταν να διαλύεται η αγορά: καθώς οι διορισμένοι επικεφαλής σε μεγάλες εταιρείες δεν μπορούσαν να αρνηθούν, παρέσυραν και τους υπόλοιπους σε χαμηλά ασφάλιστρα, με αποτέλεσμα η αγορά ή να ζητάει μεγαλύτερους τζίρους, για να καλύπτει προσωρινά τα προβλήματα, ή να υποτιμολογεί εκκρεμείς ζημιές και, εν τέλει, να αυτοκτονεί.

Πότε άρχισε να αλλάζει το κλίμα;
Γ.Κ.:
 Όλα αυτά άλλαξαν την εποχή που προήδρευσε στην Εθνική Ασφαλιστική ο Θεόδωρος Πανταλάκης. Ήταν ο πρώτος που αντέστη σθεναρά στις πιέσεις για μείωση ή μη αύξηση των ασφαλίστρων και τότε πολλές εταιρείες άρχισαν να διορθώνουν την τιμολογιακή τους πολιτική και η αγορά να παίρνει μια ανάσα και μια άλλη κατεύθυνση. Τότε, ολοκληρώθηκε η πρώτη εποχή που έζησα στην Ένωση, μια εποχή που επικρατούσαν άλλες συνθήκες, αλλά χαρακτηρίστηκε και από πολύ σοβαρούς ανθρώπους, από επιχειρηματίες που ανέπτυσσαν ευρύ πνεύμα για την αγορά. 
Περάσαμε στη συνέχεια σε μιαν άλλη εποχή, θα έλεγα στην εποχή Δημήτρη Κοντομηνά, ο οποίος χαρακτήρισε αυτή τη μεταβολή. 
Ποια ήταν η διαφορά; Λόγω της ενασχόλησής του με τα μέσα ενημέρωσης αλλά και της μεγάλης εμβέλειας που είχε ο ίδιος, το σύστημα άρχισε να μας αντιμετωπίζει πιο σοβαρά. Παράλληλα –και πρέπει να το πω– έγιναν τομές επί εποχής Κοντομηνά, με την έννοια ότι άλλαξε ο κατεστημένος τρόπος σκέψης. Υπήρξαν νέες ιδέες και αποφασίστηκαν πολλά πράγματα, όπως το συνέδριο της Ύδρας –ήταν δική μου πρόταση, όμως αυτός το εδέχθη και το συμβούλιο το ψήφισε. 
Την περίοδο εκείνη είχαμε διπλό μηχανισμό: στο συμβούλιο υπήρχαν οι επιχειρηματίες, όμως άρχισαν να συμμετέχουν και στελέχη επιχειρήσεων, τα οποία προέρχονταν και από πολυεθνικές εταιρείες. Άρχισε, δηλαδή, να μπαίνει η δεύτερη γενιά, η οποία στη συνέχεια, όταν πήρε την προεδρία της Ένωσης, ξεκίνησε ένα διαφορετικό βηματισμό. Δώσαμε έμφαση στην πολύ καλή άμυνα.

Σε τι αναφέρεστε όταν μιλάτε για άμυνα; 
Γ.Κ.:
 Η αγορά πάσχει σε κάποια σοβαρά σημεία. Το πρώτο είναι ότι πρέπει να αποδεχθεί μια πραγματικότητα: όπως σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, οι ενδιαφερόμενοι –είτε είναι το κράτος, είτε οι κυβερνήσεις, είτε τα κόμματα, είτε οι καταναλωτές, είτε οι άλλοι συνεταίροι, τους οποίους δυστυχώς δεν είχαμε αναγνωρίσει για αρκετό καιρό– είναι βασικά επιθετικοί και εξαιρετικά απαιτητικοί ως προς την ασφαλιστική αγορά. 
Σε ένα βαθμό έχουν δίκιο, γιατί εφόσον κάνουμε μια δουλειά που έχει σχέση με την κοινωνία, που αναπτύσσεται με την κοινωνία και που διευρύνεται από την κοινωνία, υπάρχουν και αναλόγως αυξημένες υποχρεώσεις. Ταυτόχρονα, απαιτούνται καλές τιμές και επαρκή κεφάλαια. 
Λειτουργούμε, λοιπόν, σε ένα καθεστώς αντίφασης. Αυτό θα πρέπει να το αποδεχτούμε. ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε μακρόπνοα στρατηγικά σχέδια, γιατί η κατάσταση αλλάζει συνεχώς. Δεν είναι δυνατόν να αδιαφορήσουμε για όλα αυτά που εξελίσσονται δίπλα μας, για τις απαιτήσεις που έχει η κοινωνία από εμάς. 
Χρειάζεται, λοιπόν, να προτάσσουμε άμυνες σε όλες αυτές τις πιέσεις, ρίχνοντας ταυτόχρονα και το σπόρο του στίγματός μας, των στόχων μας. 
Πολλές φορές, βέβαια, έχουμε απέναντί μας όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, στα οποία απευθυνόμαστε: πελάτες, καταναλωτές, πολιτεία, αρχές, πολιτικούς. Ειδικά για τους πολιτικούς, είναι εύκολο να επεμβαίνουν στα ασφάλιστρα και στις καλύψεις, να αναιρούν ένα νόμο, όπως τις φοροαπαλλαγές, και να μην εποπτεύουν. 
Το δύσκολο, λοιπόν, είναι να αντιμετωπίζουμε αυτές τις πιέσεις και, ταυτόχρονα, να έχουμε και στρατηγική. Δεν μπορούμε να έχουμε στρατηγική, χωρίς πρόβλεψη για την αμυντική μας πολιτική. 
Πρέπει να αμυνθούμε και ταυτόχρονα πρέπει να δώσουμε και το στίγμα μας: τι μπορούμε να προσφέρουμε. να επικοινωνήσουμε επαρκώς τη δραστηριότητά μας και τη χρησιμότητά μας. Αυτό δεν το κάναμε, γιατί είχαμε διαλέξει λάθος συνεταίρους επικοινωνίας. Άλλοι είναι οι πραγματικοί μας συνεταίροι και αλλού απευθυνόμαστε.

Αφού το έχετε εντοπίσει, γιατί δεν κάνατε κάτι γι’ αυτό;
Γ.Κ.:
 Γιατί, όπως αποδείχτηκε, δεν έχουμε ικανότητα αναγνώρισης του σωστού τρόπου επικοινωνίας. Δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ποιος είναι ο συνεταίρος μας. 
Αργήσαμε να καταλάβουμε την αξία των Επιμελητηρίων. Αργήσαμε να καταλάβουμε και να δημιουργήσουμε σχέσεις με τους καταναλωτές, με διάφορους φορείς, με Δήμους και με Κοινότητες, που μπορεί να είναι οι πραγματικοί εταίροι για τη διάδοση της ιδέας της ασφάλισης.
Πολλές φορές, απευθυνόμασταν στα στερεότυπα: στο πολιτικό σύστημα, στα πολιτικά κόμματα, στα μέσα επικοινωνίας, γενικώς και αορίστως, και είχαμε έτσι μια πλουραλιστική διάθεση να μιλάμε, αλλά να μην παρακολουθούμε στενά με ποιους έχουμε πραγματικά κοινά συμφέροντα, ώστε να δημιουργήσουμε μια καλύτερη σχέση, να έχουμε συμμάχους. Αυτό, όμως, είναι δύσκολο όταν βρίσκεσαι σε άμυνα. Όταν είσαι σε άμυνα, πρέπει να ακολουθείς άλλου είδους τακτική κι αυτό σε εμποδίζει από το να έχεις μια αποτελεσματική στρατηγική.
Το τελευταίο διάστημα ειδικά, δεν μπορούσαμε να σχεδιάσουμε σ’ αυτό το ασταθές περιβάλλον –φεύγουμε από το ευρώ, μένουμε στο ευρώ. δεν δίνει παράταση η τρόικα, δίνει παράταση η τρόικα…
Εν πάση περιπτώσει, αυτό το ασταθές περιβάλλον έχει αρχίσει να σταθεροποιείται σήμερα. Μας δίνεται έτσι η ευκαιρία να κάνουμε έναν προγραμματισμό για τα επόμενα πέντε χρόνια. Πριν, τι είδους σχεδιασμό να κάναμε; Και ειδικά στην Ελλάδα, που το περιβάλλον αλλάζει συνέχεια. Με τις μετακινήσεις υπουργών, γραμματέων και άλλων αρμοδίων προσώπων και μάλιστα μέσα σε σύντομα χρονικά διαστήματα, πώς να έχουμε σταθερή στρατηγική; Κι ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και το θέμα της πολύ-εποπτείας…

Ισχύει ακόμα;
Γ.Κ.:
 Βέβαια. Μιλάμε για το Υπουργείο Ανάπτυξης, για το Γενικό Γραμματέα Καταναλωτή που έχει ελεγκτικό ρόλο, για το Υπουργείο Μεταφορών που είναι αρμόδιο για ένα μεγάλο κομμάτι της οδικής βοήθειας, για το Υπουργείο Υγείας που ελέγχει έμμεσα ένα μεγάλο κομμάτι της δραστηριότητάς μας, με μεγάλες επιρροές, θετικές ή αρνητικές, και για το Υπουργείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που μας επηρεάζει ταυτόχρονα και ως προς τις Συντάξεις και ως προς την Υγεία. Και, βέβαια, έχουμε τη βασική μας εποπτική αρχή, την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία τελικά σε πολλά σημεία γνωμοδοτεί. δεν αποφασίζει. 
Μέχρι στιγμής, βέβαια, γνωμοδοτεί πάρα πολύ σωστά, αλλά σε ποιο βαθμό μπορεί πραγματικά να επηρεάσει; 
Είχαμε, ωστόσο, και καλές στιγμές: επηρέασε πάρα πολύ στο θέμα του Επικουρικού και παρείχε πολύ καλή υποστήριξη στην αγορά στα θέματα των τιμολογιακών παρεμβάσεων στην Υγεία, γιατί ταυτόχρονα έχει και την ευθύνη της φερεγγυότητας.
Εμείς, λοιπόν, λέμε, και σ’ αυτό πρέπει να επιμείνουμε και να το πετύχουμε: η Τράπεζα της Ελλάδος να είναι ο μόνος επόπτης. Να μην υπάρχει διασπορά της εποπτείας. Η ΤτΕ να είναι ο μόνος επόπτης, με πολύ ουσιαστικό ρόλο, για να μπορέσουμε κι εμείς να ανταποκριθούμε. 
Άρα, θέλουμε να υπάρξουν οι βάσεις για μια στρατηγική σε ένα ασταθές και εχθρικό περιβάλλον, που πρέπει, επιτέλους, να παραδεχτούμε ότι υπάρχει και, βεβαίως, αυτό δεν ισχύει μόνο στην Ελλάδα.

Το εχθρικό περιβάλλον δεν αφορά μόνο στην Ελλάδα, όπως είπατε. Με την πείρα που διαθέτετε και από τη συμμετοχή σας στις ευρωπαϊκές διεργασίες, θέλετε να γίνετε πιο συγκεκριμένος;
Γ.Κ.:
 Στην Ευρώπη συμβαίνει ακριβώς το ίδιο. Πάρα πολύ σοβαρές εταιρείες και πάρα πολύ σοβαροί οργανισμοί αντιμετωπίζουν τις ίδιες δυσκολίες. 
Μεγάλες εταιρείες στο εξωτερικό έχουν καταδικαστεί με σημαντικότατα πρόστιμα, όταν “έπεσαν” τα χρηματιστήρια και τα Α/Κ. Πολλές εταιρείες μπήκαν στο χώρο της υγείας και στη συνέχεια άλλαξε εντελώς το σκηνικό, με το κράτος να περιορίζει τις αυξήσεις. Οι φορολογικές απαλλαγές ίσχυαν και στη συνέχεια αναιρέθηκαν. 
Η εξίσωση των φύλων είναι σοβαρή ρύθμιση προς όφελος του καταναλωτή; Όχι, είναι εις βάρος του. 
Ο χώρος των ασφαλειών, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, μέσα στην κοινωνία, έχει εχθρική αντιμετώπιση. Δεν γνωρίζω τι ακριβώς φταίει! Φταίμε εμείς, φταίει το κράτος, φταίει η επικοινωνία; Δεν γνωρίζω τι φταίει, όμως αυτή είναι η πραγματικότητα και πρέπει να το καταλάβουμε και όχι να το παραγνωρίζουμε. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε έτσι.

Ας επανέλθουμε στην ελληνική πραγματικότητα και να προσπαθήσουμε να βγάλουμε κάποια πρακτικά συμπεράσματα για το πώς πρέπει να λειτουργήσουν τα πράγματα.
Γ.Κ.:
 Η βάση και το θεμέλιο για να προχωρήσουμε είναι να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα και να αποφασίσουμε ότι θα κάνουμε σοβαρή και στιβαρή άμυνα. 
Μέσα από αυτές τις δυσκολίες, μάθαμε πώς παίζεται το παιχνίδι. πώς πρέπει να μιλάμε στη Βουλή, στους πολιτικούς, στην κυβέρνηση, στα κόμματα, στην αντιπολίτευση. πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις δυνάμεις μας, αν έχουμε σχέσεις με την Ευρώπη, με ευρωπαϊκές εταιρείες, κ.λπ. 
Σήμερα, έχουμε μια πιο καθαρή εικόνα για το πώς πρέπει να αντιδρούμε με επιτυχία. Τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας φάνηκαν πρόσφατα, διότι και το Επικουρικό ήταν αποτέλεσμα μεγάλης και συντονισμένης προσπάθειας, και οι δράσεις για τα ανασφάλιστα οχήματα και οι ρυθμίσεις στο φορολογικό για τα ομαδικά –έγινε μεγάλη διαβούλευση με πάρα πολλούς φορείς. Επίσης, έχουμε διατυπώσει απόψεις για τις συντάξεις και θα καταθέσουμε πληρέστερες απόψεις και για το σύστημα συνολικά. 
Όλα αυτά που σας ανέφερα είναι αποτέλεσμα πολύ σοβαρής διαβούλευσης. Πάντα ξεκινώντας από την αμυντική θέση, καθώς οι εξελίξεις είναι γρηγορότερες από ό,τι η δική μας στρατηγική. Σωστό ή λάθος, δεν θα το κρίνω εγώ. Νομίζω, όμως, ότι πρέπει να προχωράμε με ρεαλισμό. Ο ρεαλισμός είναι το πρωτεύον μας θέμα. 
Το δεύτερο σημαντικό είναι να μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε κάποιο επίπεδο συνοχής, γιατί έχουμε πλέον πολύ αντίθετα συμφέροντα. Οι εταιρείες σιγά σιγά εξειδικεύονται. Η κάθε μια επιλέγει τη θέση της: άλλη θα εξειδικευτεί στη ζωή, άλλη στην περιουσία, άλλη στο αυτοκίνητο. Τα συμφέροντά μας, λοιπόν, διαφοροποιούνται.
Να θυμίσω εδώ κάτι που συνέβη στο παρελθόν και ίσως εξηγεί το παρόν. Κάποια στιγμή, δεχθήκαμε μια απειλή αποσύνθεσης της  Ένωσης, εξαιτίας ενός αποσχιστικού σχήματος που έκανε μια εταιρεία, η οποία σήμερα έχει καταρρεύσει, μαζί με μερικές άλλες, μικρότερες. Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτό έγινε σκόπιμα. Η  Ένωση, τότε, πήρε μια απόφαση και ως γνωστόν οι αποφάσεις καθορίζουν και το μέλλον.
Η απόφαση ήταν ότι η  Ένωση δεν επιθυμούσε την απόσχιση. ήθελε η αγορά να κρατήσει τη συνοχή της. Το αποτέλεσμα ήταν να διευρυνθεί το διοικητικό συμβούλιο και να φτάσει τον απίστευτο αριθμό των 19 μελών, για να μπορέσουν να συμπεριληφθούν και να διατηρηθούν και αυτές οι δυνάμεις.  
Όπως καταλαβαίνετε, με αυτό το σχήμα δεν μπορούμε να συνεχίσουμε. Αλλάξαμε, λοιπόν, το καταστατικό και πήραμε την απόφαση να δημιουργηθεί μια εκτελεστική επιτροπή. Προκειμένου να εγκριθεί το νέο καταστατικό χρειάζονται δύο χρόνια! 
Συνεπώς, και το απερχόμενο συμβούλιο λειτούργησε στην ουσία με τα παλιά συστήματα. Τώρα, δεν υπάρχει πλέον άλλος δρόμος. πρέπει και οι συνεδριάσεις των διοικητικών συμβουλίων να έχουν τη μορφή μιας μικρής γενικής συνέλευσης. Πρέπει να υπάρχει ένα συμβούλιο, να παίρνει την εντολή, να αποφασίζει, και να εγκρίνει η μικρή αυτή γενική συνέλευση. 
Για να γίνουν όλα αυτά εφικτά, πρέπει να υπάρχουν πολύ καλές σχέσεις μεταξύ των εταιρειών και καθαρές θέσεις. Η Ένωση πρέπει να είναι γρήγορη, να αντιδρά καίρια και, ταυτόχρονα, να δηλώνει τις θέσεις της. Είναι σαν το τζούντο. Δέχεσαι την πίεση, το χτύπημα, και ταυτόχρονα χρησιμοποιείς το χτύπημα για να προβάλεις τις θέσεις σου. Γλαφυρά θα το περιέγραφα έτσι… 
Αυτή είναι η σημερινή κατάσταση, μέσα από τα δικά μου μάτια. Κι εγώ μπήκα, όπως στην αρχή σας ανέφερα, ως αμφισβητίας, έζησα αυτές τις καταστάσεις και τις ερμηνεύω με αυτόν τον τρόπο, που καταλήγει στο παρόν και στο μέλλον.
Για το παρόν, είχαμε θέσει τέσσερις στόχους και πετύχαμε τους τρεις. Αυτό το θεωρώ επιτυχία. Ας μην ξεχνάμε, όμως, και πόσες απειλές αποφύγαμε, εξαιρετικά μεγάλες απειλές. 
Αναφέρομαι σε διάφορες παρεμβάσεις, στις προσπάθειες να ενοχοποιηθούμε για το κλείσιμο εταιρειών, στο θέμα του Επικουρικού, κ.ά. 
Ίσως δεν είναι του παρόντος, αλλά ήταν πάρα πολύ σημαντικές απειλές, και τις ξεχνάμε. Αυτές, όμως, αφενός, μας έμαθαν πώς να λειτουργούμε και, αφετέρου, ανέδειξαν νέα πρόσωπα στο συμβούλιο, τα οποία μέχρι τότε δεν υπήρχε ευκαιρία να αναδειχθούν. Επιπλέον, μας δίδαξαν τις μεθόδους και δημιούργησαν τις γέφυρες, ώστε να γνωρίζουμε με ποιους πρέπει να συνδιαλεγόμαστε, ώστε να μπορούμε να έχουμε θέσεις. Μάθαμε επιτέλους πώς περίπου πρέπει να γίνεται το lobbying στο χώρο μας. Άρα, είμαστε ακόμα σε μια διαδικασία που μαθαίνουμε.

Τι καινούριο προέκυψε μέσα από αυτές τις διαδικασίες;
Γ.Κ.:
 Μέσα σ’ αυτήν τη διαδρομή υπήρχαν και περίοδοι που εκφράστηκαν καινοτόμες σκέψεις. Αυτές τις αγνοήσαμε, με σκοπό να αμυνθούμε, να προλάβουμε τις καταστάσεις. Μπήκαν, όμως, και νέα πράγματα στη ζωή μας, με τα οποία οφείλουμε να ασχοληθούμε. 
Δυστυχώς ή ευτυχώς, ένα μεγάλο θέμα που μπαίνει πλέον στο τραπέζι είναι η διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού. Το θέμα αυτό δεν είχε απασχολήσει ουσιαστικά την  Ένωση, παρά μόνο σε διαπραγματεύσεις με την ΟΑΣΕ. 
Το ευρύτερο θέμα της διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού θα μας απασχολήσει έντονα όσο μεγαλώνουν οι εταιρείες, όσο διευρύνονται οι πολυεθνικές, όσο οι ελληνικές εταιρείες εξορθολογίζονται και όσο τα στελέχη αποκτούν βαρύτερο ρόλο από τα δίκτυα. Το τελευταίο είναι μια πραγματικότητα, την οποία επίσης πρέπει να αποδεχτούμε. Κανείς δεν αμφισβητεί τα δίκτυα. 
Προσωπικά, ηγούμαι μιας εταιρείας με εξαιρετικές επιδόσεις στο direct, τα δίκτυα όμως είναι πιο σημαντικά και δεν νομίζω ότι απειλείται το δίκτυο από το direct. Το θέμα είναι να έχεις τη δυνατότητα να τα διατηρείς σε ισορροπία. 
Δεν γίνεται, λοιπόν, να αγνοούμε τους νέους κανόνες διανομής. δεν μπορούμε να αγνοούμε τη μεγάλη ανάγκη διαχείρισης προσωπικού. Δεν είναι δυνατόν να μιλάμε με παλιά γλώσσα.
Μέχρι πρότινος ρυθμιστές στην αγορά ήταν τα δίκτυα. Στην καινούργια ασφαλιστική αγορά τα στελέχη παίζουν πρωταρχικό ρόλο για την πορεία της κάθε εταιρείας και δεν μπορούμε να αγνοούμε αυτή την πραγματικότητα. 
Άρα, πρέπει να αναδεικνύουμε στελέχη, πρακτικές, τρόπους λειτουργίας, τεχνολογίες και αυτά πρέπει πάντα να βρίσκονται στο τραπέζι του συμβουλίου της Ένωσης. 
Αυτή τη στιγμή και η διανομή είναι θέμα στο τραπέζι του διαλόγου: πώς διανέμουμε, τι λέμε, τι κάνουμε. Τα θέματα διαφάνειας, διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού και οι τεχνολογίες. Όλα αυτά πρέπει να αποτελέσουν μέρος και της λογικής και της στρατηγικής που θα ακολουθήσουμε από εδώ και στο εξής. 
Πρόκειται, δηλαδή, για ένα μωσαϊκό θεμάτων που πρέπει να εξεταστούν. Πρώτα, όμως, πρέπει να δούμε πού βρίσκονται οι βάσεις…

Εννοείτε ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι να τα αντιμετωπίσουν αυτά;
Γ.Κ.:
 Τα μέλη του συμβουλίου σήμερα είναι άξια στελέχη εταιρειών. Η  Ένωση είναι ό,τι εισφέρουμε ως μέλη σε ανθρώπινο δυναμικό.
Αυτοί οι άνθρωποι έχουν μια δεξιότητα, προτερήματα και μειονεκτήματα. Η δεξιότητα είναι να κατανοούν αυτά τα δεδομένα, να τα οργανώνουν, να τα βάζουν σε ένα δρόμο. Το ζητούμενο είναι να βλέπουν πέρα από την προσωπική τους εταιρεία, από την προσωπική τους εξέλιξη.
Αυτό είναι το θέμα στο οποίο θα πρέπει να εστιάσουμε. Θα πρέπει να επικρατήσουν στην  Ένωση άνθρωποι που θα οραματίζονται τη μεγάλη εικόνα, μέσα σ’ αυτές τις δυνατότητες που υπάρχουν. Όχι βέβαια να ξεχνάνε τις δυνατότητες και να κοιτάνε μόνο τη μεγάλη εικόνα.

Γιατί λέτε ότι πρέπει να υπάρξουν, να κάνουν, και όχι να υπάρξουμε, να κάνουμε… Βγάζετε τον εαυτό σας απέξω, παραιτείσθε;
Γ.Κ.:
 Όχι, δεν βγάζω τον εαυτό μου εκτός. Από πρόεδρος παραιτούμαι. Όσο λειτουργώ σε μια εταιρεία σοβαρή και έχω κάποιο ρόλο σ’ αυτή την εταιρεία, δεν μπορώ να αποκλείσω τη συμμετοχή μου σε ένα συλλογικό όργανο. δεν πρέπει. Το ίδιο ισχύει και για όλους τους άλλους. 
Είναι πάρα πολύ θετικό, όλες οι εταιρείες να συμμετέχουν σε ένα forum, να έχουν, μια φορά το μήνα ή το δίμηνο, τη δυνατότητα να συνδιαλέγονται…

Επομένως, είσθε αντίθετος σε αυτούς που λένε: «Εγώ θα μείνω στη γωνία και άσε τους άλλους να κάνουν ό,τι θέλουν…»
Γ.Δ.:
 Νομίζω ότι αυτό είναι δραματικό. Είναι λάθος. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να έχει και το Συμβούλιο τη δεξιότητα να αξιοποιεί αυτούς τους ανθρώπους, να μην τους βάζει στη γωνία. Για παράδειγμα, το τελευταίο διάστημα, ιδρύσαμε σκόπιμα πολλές καινούριες επιτροπές, ώστε κάθε μέλος του συμβουλίου να έχει κάποιο ρόλο –μικρό ή μεγαλύτερο δεν έχει σημασία…
Άρχισε, λοιπόν,  να γίνεται σοβαρή δουλειά. Δεν μπορείς να καλύψεις τα πάντα, αλλά η προσπάθεια έγινε, ώστε ο καθένας να έχει το ρόλο του. 
Το ζητούμενο ποιο ήταν; Να μην αγνοούνται οι επιτροπές. Να μην τις έχουμε σαν γραφικές επιτροπές, που γνωμοδοτούν και μετά αγνοούνται. 
Όπως στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, η γνώμη των επιτροπών πρέπει, όπου είναι δυνατόν, να είναι βαρύνουσα. Δεν μπορώ να σκεφτώ ότι έχεις μια επιτροπή που σου λέει κάτι και το συμβούλιο κάνει κάτι άλλο. Πρέπει να υπάρχει αυτή η ευαισθησία, αλλά και σε αυτό μαθαίνουμε…
Επίσης, αυτό που πρέπει να αποφύγουμε είναι οι παλινδρομήσεις. Δεν πρόκειται για μια επιχείρηση. Η Ένωση είναι ένα σωματείο, εκφράζει τον κλάδο. Πρέπει να ακούγονται όλοι. Πώς, όμως, μπορείς να κάνεις ένα Συμβούλιο με 19 άτομα; Ήταν κάτι που το έζησα επί δύο χρόνια. 
Ποια είναι, λοιπόν, η πραγματικότητα; Η πραγματικότητα είναι πως στα θεμέλια της σκέψης μας πρέπει να συμπεριλάβουμε τη λογική ότι είμαστε οργανισμός εν αμύνη.

Οι εκπρόσωποι των ξένων εταιρειών έχουν γίνει υποκείμενα κριτικής ως προς τη συμμετοχή τους στην  Ένωση αλλά και τη δυνατότητά τους να αντιλαμβάνονται την ελληνική πραγματικότητα.
Γ.Κ.:
 Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να συνεχίσει να υπάρχει η έννοια του κουτόφραγκου σε αυτή τη χώρα. 
Έχουν έρθει στην Ελλάδα ξένες επιχειρήσεις που έχουν επενδύσει πάρα πολλά χρήματα, σε μια προοπτική που ποτέ δεν ευοδώθηκε, και τι εισπράττουν συνέχεια; Αμφισβήτηση, αναιρέσεις, ασταθές περιβάλλον, απαιτήσεις. 
Προχώρησαν με το PSI, έκαναν τις απαραίτητες ανακεφαλαιοποιήσεις και πλέον είναι πολύ ευαίσθητοι αυτοί οι οργανισμοί και δεν μπορούν να ακούν γραφικά θέματα. δεν μπορούν να ακούν πειραματισμούς, δεν μπορούν να βλέπουν ότι ξαφνικά 700.000 αυτοκίνητα πήγαν στην άκρη, επειδή άλλαξε ο φορολογικός συντελεστής για τα 2.000 κυβικά} 700.000 αυτοκίνητα είναι απίστευτο νούμερο! Δεν μπορούν να ακούν ότι παραμένουν χιλιάδες ανασφαλίστων, παρόλες τις βελτιώσεις των Επικουρικών. 
Επίσης, πρέπει να αναγνωρίσουμε και κάτι σημαντικό στις ελληνικές διοικητικές ομάδες των ξένων εταιρειών. Οι αποφάσεις τού να μείνουν στη χώρα, να βάλουν λεφτά, να επιμείνουν σε μια στρατηγική, να κάνουν επενδύσεις. Δεν ήταν εύκολες αποφάσεις. 
Εμείς, στην εταιρεία μας για παράδειγμα, κάναμε επενδύσεις φέτος. Κάναμε τα συνεργεία στη Λ. Αθηνών και μας το αναγνώρισαν αυτό. 
Στον αγιασμό των εγκαταστάσεών μας ήρθε ο παπάς και είπε κάτι που εγώ δεν το είχα σκεφτεί. 
Είπε: «Δυο χρόνια είχαμε να δούμε μια επιχείρηση να ανοίγει»! 
Και ήταν συγκινητικό, πραγματικά! 
Πρέπει, λοιπόν, να καταλάβουμε ότι οι ξένες εταιρείες δεν είναι κάτι απρόσωπο, που μπορείς να το κατηγορείς. Οι ελληνικές διοικητικές ομάδες των ξένων εταιρειών επηρέασαν τους μετόχους για να παραμείνουν στην Ελλάδα. Και αυτό πρέπει να το σεβαστεί και η Πολιτεία, και οι καταναλωτές, και όλοι όσοι ασκούν κριτική στις ξένες εταιρείες. 
Για εμένα, οι ξένες εταιρείες φέρανε καλά: φέρανε στελέχη, φέρανε συστήματα, φέρανε διαφάνεια, φέρανε τεχνικές…

Στην πλειοψηφία τους…
Γ.Κ.:
 Ναι, στην πλειοψηφία τους.

Σχετικά με το περιβόητο σενάριο της συγκέντρωσης των εταιρειών, του περιορισμού του αριθμού…
Γ.Κ.:
 Κάποτε μιλούσα με ένα συνάδελφο. Του είπα, λοιπόν: «Αφού έχεις προβλήματα, γιατί δεν συγχωνεύεσαι με κάποιον;». Και μου απάντησε: «Γιώργο, ένας άρρωστος και ένας άλλος άρρωστος δεν κάνουν έναν υγιή». 
Άρα, όσοι έχουν σοβαρά προβλήματα αποθεματοποίησης και εκκρεμοτήτων είναι άρρωστοι και δύο άρρωστοι δεν μπορούν να κάνουν έναν υγιή. Επίσης, κάτι άλλο που πρέπει να ειπωθεί είναι ότι πρέπει να σταματήσουμε να μασουλάμε τη λέξη αυτορρύθμιση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη παγίδα να πέσει η αγορά από την περίφημη αυτορρύθμιση! 
Αυτορρύθμιση σημαίνει άφεση αμαρτιών για τα κράτη, τους πολιτικούς, τις εποπτικές αρχές, για όλους. Στη συνέχεια μένει σ’ εμάς τους ίδιους και σε εταιρείες που δημιουργούν κάθε μέρα αξία και δραστηριότητες, η ανάληψη όλου αυτού του φορτίου από τις εταιρείες που πάσχουν. Καταλήγουμε έτσι να μας δείχνουν με το δάχτυλο, πράγμα που το εισέπραξα πρόσφατα και εγώ στη Βουλή. 
Η Βουλή μου είπε: «Είστε υπεύθυνοι για την κατάντια της αγοράς» –αναφέρονταν στην Ασπίδα. Τους απάντησα ως εξής: «Την Ασπίδα δεν τη γνωρίζατε; Η Ασπίδα δεν αφορά εμάς, αλλά εσάς πρώτα και εμάς ύστερα». Και δεν μίλησε ούτε ένας. 
Με ρωτούν, επίσης, γιατί δεν θέλουμε τις εταιρείες ΕΠΥ στην  Ένωση. Μα πώς να τις θέλουμε, αφού δεν γνωρίζουμε ποιες είναι αυτές οι εταιρείες. είναι άγνωστες σ’ εμάς…

Υπάρχει θέμα με αυτές;
Γ.Κ.:
 Και βέβαια υπάρχει. Το θέτουμε ως θέμα στη Γενική Συνέλευση και δεν θα τις συμπεριλαμβάνουμε στα μέλη μας. 
Με τις ΕΠΥ έχουμε το εξής θέμα: από αλλού ξεκίνησε η ιδέα και αλλού κατέληξε. Πρόκειται για ακόμα μια περίπτωση εχθρικής στάσης απέναντι στην ασφαλιστική αγορά. Τα κράτη θέλουν ΕΠΥ, οι αγορές όμως προβληματίζονται. Η ΕΕ είναι υπέρ τους, γιατί θέλει να διευρύνει τα σύνορα συναλλαγής. Οι αγορές, όμως, γνωρίζοντας πώς παίζεται το παιχνίδι, είναι ιδιαίτερα προβληματισμένες. Και η EIOPA, επίσης, προβληματίζεται πάρα πολύ σχετικά με αυτό το ζήτημα. 
Η ιστορία με τις ΕΠΥ ξεκίνησε όχι για τον κλάδο αυτοκινήτων αλλά για τα benefits πολυεθνικών εταιρειών ή για τις εγκαταστάσεις μεγάλων επιχειρήσεων }και αυτό είχε κάποια λογική. Ατόνησε, όμως, η προσπάθεια αυτή και κατέληξε να αφορά μόνο στον κλάδο αυτοκινήτων. 
Η  Ένωση δεν μπορεί να το απαγορεύσει, ο επόπτης δεν μπορεί να το απαγορεύσει, αλλά τουλάχιστον μπορούμε να μην τις δεχόμαστε ως μέλη στην  Ένωση.

Αν τις είχατε μέλη, δεν θα μαθαίνατε πιο γρήγορα τι κάνουν;
Γ.Κ.:
 Όχι, δεν το μαθαίνεις, γιατί δεν δίνουν στοιχεία.

Αυτό είναι κάτι που κάνει και τη δική μας δουλειά δύσκολη. Γενικά, οι εταιρείες πρέπει να δίνουν τα στοιχεία;
Γ.Κ.:
 Στον επόπτη;

Ναι, στον επόπτη και από κει και πέρα γιατί να τα έχει μόνο ο επόπτης; Γενικά, ως προς τη διαφάνεια, εννοείτε ότι οι εταιρείες πρέπει να δίνουν τα στοιχεία τους μόνο στον επόπτη και η κοινή γνώμη να μην έχει εικόνα;
Γ.Κ.:
 Όχι, πρέπει να τη δείχνουν. Να δίνουν την εικόνα, αλλά πάντα ο επόπτης φοβάται μήπως τα στοιχεία είναι άλλα. Οπότε χρειάζεται να τα δει με ισολογισμούς. 
Πόσο ρίσκο μπορεί να πάρει ο επόπτης, όταν έχει στοιχεία χωρίς τα πιστοποιητικά των ορκωτών; 
Λάβαμε μια πρωτοβουλία για τη σχετικά έγκαιρη δημοσιοποίηση των στοιχείων της αγοράς, όπου κατά προσέγγιση δίνουμε στοιχεία για το 90%, για κάποιο ποσοστό της αγοράς, όχι για όλο.

Για το bancassurance, που βγαίνει τώρα πάλι σαν πρόβλημα από τους διαμεσολαβούντες, τι έχετε να πείτε;
Γ.Κ.:
 Το σημερινό bancassurance μπορεί να λειτουργήσει με τρεις τρόπους: 
Πρώτον, όταν το ασφαλιστικό προϊόν είναι συνδεδεμένο απόλυτα με το τραπεζικό, δηλαδή ο πελάτης παίρνει δάνειο και ασφάλεια μαζί. Αυτός είναι ο σύγχρονος τρόπος του bancassurance. 
Ο δεύτερος τρόπος είναι όταν παρεμβαίνει η τράπεζα, επιθυμεί ο πελάτης, και συστήνει η τράπεζα. 
Ο τρίτος είναι όταν ξεφεύγει η Τράπεζα από το retail, από τα καθημερινά, και πάει στα βιομηχανικά, στους εμπορικούς κινδύνους, όπου το εμπορικό κομμάτι της τράπεζας παρεμβαίνει για μεγάλους κινδύνους.
Αυτός ο τρίτος τρόπος είναι προφανώς λάθος. Αυτή είναι δουλειά των brokers, διότι απαιτείται μεγάλο εύρος συμβουλών και εξειδίκευσης.

Σας ευχαριστούμε, κύριε Πρόεδρε, για την κουβέντα μας και για την εμπιστοσύνη σας. Ευχόμαστε οι επικείμενες εκλογές να δικαιώσουν τις σκέψεις σας.
Γ.Κ.: 
Κι εγώ σας ευχαριστώ. 

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας