Geneva Association: Οι προκλήσεις της σημερινής αγοράς
όπως εκφράστηκαν στην Ετήσια Γενική Συνέλευση του μεγαλύτερου ασφαλιστικού think tank παγκοσμίως
Η πιο σημαντική συνάντηση στο ημερολόγιο της Geneva Association είναι η ετήσια γενική συνέλευση. Στη Γενική Συνέλευση, τα μέλη του μεγαλύτερου ασφαλιστικού think tank παγκοσμίως ενημερώνονται για τα αποτελέσματα της συνεχούς έρευνας που διεξάγεται από τον Οργανισμό και ανοίγονται νέοι δρόμοι ανάλυσης και συζητήσεων. Πρόκειται για το φόρουμ στο οποίο οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι των μεγαλύτερων ασφαλιστικών ομίλων συνδιαλέγονται όχι μόνον μεταξύ τους αλλά και με ηγετικές φυσιογνωμίες εκτός αγοράς, επόπτες, κεντρικούς τραπεζίτες, κ.ά.
Όπως ανέφερε ο Πρόεδρος της Geneva Association, κ. Mike McGavick, στον χαιρετισμό του κατά την έναρξη της φετινής ετήσιας Γενικής Συνέλευσης, η επιλογή του Καναδά για την πραγματοποίησή της, μιας χώρας με τη σταθερότερη και αποδοτικότερη οικονομία στα χρόνια της κρίσης, ήταν η πλέον κατάλληλη, τη στιγμή που οι καινούριες ρυθμίσεις για την ασφαλιστική και αντασφαλιστική αγορά περνούν από το επίπεδο των θεωρητικών συζητήσεων στη σφαίρα της υλοποίησης.
Πρώτος άλλωστε προσκεκλημένος ομιλητής στη Γενική Συνέλευση ήταν ο πρώην επικεφαλής της Τράπεζας του Καναδά και νυν επικεφαλής της Τράπεζας της Αγγλίας, κ. Mark Carney.
Προσκεκλημένος ομιλητής της Geneva Association ήταν και ο κ. Al Gore, Πρώην Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ και Πρόεδρος του Generation Investment Management.
Στις θεματικές ενότητες της Γενικής Συνέλευσης του 2014 συμπεριλαμβάνονταν; «Οικονομική Σταθερότητα και Ρυθμίσεις – Κεφαλαιακά Πρότυπα και Αποτελεσματικές Ρυθμίσεις», «Ακραία Γεγονότα και Κλιματικός κίνδυνος – Μείωση των καταστροφικών Κινδύνων και Ανθεκτικότητα», «Μακροχρόνιες Επενδύσεις – Επενδύοντας στις υποδομές», «Υποασφάλιση – Αξιολόγηση και Ευκαιρίες Ανάπτυξης». Από τις παραπάνω θεματικές ενότητες, παρουσιάζουμε σύνοψη της ενότητας Οικονομική Σταθερότητα και Ρυθμίσεις, καθώς και σύνοψη της τοποθέτησης-ομιλίας του κ. Mark Carney.
Σύνοψη ομιλίας κ. Mark Carney,
Διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας και Προέδρου του FSB
Οι ασφαλιστικές εταιρείες και η ασφάλιση είναι ζωτικοί παράγοντες στην επιδίωξη της οικονομικής σταθερότητας και, κατά συνέπεια, μιας ισορροπημένης, βιώσιμης ανάπτυξης. Η ύπαρξη αποτελεσματικού ασφαλιστικού τομέα είναι σημαντική για την ύπαρξη ενός ανοικτού και ανθεκτικού οικονομικού συστήματος, που θα υπηρετεί τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας. Μέσω της διασποράς και της διαχείρισης των κινδύνων, οι ασφαλιστές θωρακίζουν εταιρείες και άτομα από κινδύνους, τους οποίους μόνοι τους δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν. Αυξάνουν την ανθεκτικότητα της οικονομίας σε απρόβλεπτα συμβάντα και καθιστούν πιο βιώσιμα την επιχειρηματικότητα και το εμπόριο.
Παρόλα αυτά, ο ασφαλιστικός κλάδος αντιμετωπίζει προκλήσεις, προκειμένου να προσαρμοστεί στο μετά κρίσης περιβάλλον. Το μακροοικονομικό περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένης της μακράς συνεχιζόμενης περιόδου χαμηλών επιτοκίων, που είναι απαραίτητα για την υποστήριξη μιας σταθερής ανάπτυξης, καθιστούν ορισμένους κλάδους ασφάλισης λιγότερο βιώσιμους. Οι προκλήσεις αυτές συνοδεύονται από κανονιστικές μεταρρυθμίσεις της μετά κρίσης περιόδου και νομοθετικές αλλαγές, που επηρεάζουν τα επιχειρηματικά μοντέλα των ασφαλιστών.
Επομένως, ισχυρά εποπτικά πρότυπα –όσο είναι δυνατόν πιο διεθνοποιημένα– είναι απαραίτητα, για να διασφαλιστούν τα οφέλη που παρέχει στην οικονομία ο ασφαλιστικός κλάδος.
Υπάρχουν δύο κυρίαρχα στοιχεία στο ρυθμιστικό περιβάλλον: η διόρθωση ξεκάθαρων αποτυχιών που αποκαλύφθηκαν από την οικονομική κρίση –συμπεριλαμβανομένων οργανισμών που χαρακτηρίστηκαν too big to fail– και η δημιουργία ενός ανοιχτού παγκόσμιου συστήματος, που θα ενισχύει την ευημερία σε όλο τον κόσμο. Αυτοί οι δύο στόχοι απαιτούν κοινά πρότυπα, κατάλληλα για τον σκοπό τους, αλλά και την πίστη ότι οι διασυνδέσεις μεταξύ των οργανισμών είναι κατανοητές, έτσι ώστε το οικονομικό σύστημα, ως σύνολο, να μπορεί να είναι όσο είναι δυνατόν πιο εύρωστο και ανθεκτικό.
Οι ασφαλιστές κατάφεραν να αντεπεξέλθουν στην κρίση καλύτερα από κάποιους άλλους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς, εν μέρει χάρη στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επιχειρηματικών τους μοντέλων. Οι ασφαλιστές εισπράττουν τα ασφάλιστρα σήμερα, για να αποζημιώσουν απαιτήσεις στο μέλλον, κι έτσι είναι πολύ λιγότερο ευάλωτοι σε σοκ ρευστότητας. Η αφερεγγυότητα στις ασφαλιστικές εταιρείες χρειάζεται περισσότερο χρόνο, για να δείξει τις συνέπειές της, και ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι, όταν υπάρχει μια περίπτωση αποτυχίας και πτώχευσης, αυτή γίνεται πολύ πιο ελεγμένα από ό,τι σε άλλους οργανισμούς. Ωστόσο, η παγκόσμια οικονομική κρίση έδειξε ότι κάποιοι μεμονωμένοι ασφαλιστές μπορεί να δημιουργούν ευρύτερες συνέπειες, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι κάποιοι ασφαλιστές ή κάποιες ασφαλιστικές αγορές μπορεί να είναι από μόνες τους συστημικές.
Επιπλέον, οι προκλήσεις της σημερινής αγοράς μπορεί να ωθήσουν τις ασφαλιστικές εταιρείες σε νέους τύπους εργασιών, λιγότερο παραδοσιακούς τύπους επενδύσεων ή ακόμα και να αναζητήσουν νέες ευκαιρίες στις αναδυόμενες αγορές. Αυτό δεν είναι απαραίτητα πρόβλημα, αλλά οι επόπτες πρέπει να είναι σε ετοιμότητα ως προς τους κινδύνους που πιθανόν να εγκυμονούν τέτοιες κινήσεις. Οι ρυθμιστικές αρχές και οι επόπτες πρέπει να είναι σε επιφυλακή ως προς τους κινδύνους που ενέχουν τα επιχειρηματικά μοντέλα και οι στρατηγικές για τους ασφαλισμένους, αλλά και τον ευρύτερο οικονομικό τομέα, και να είναι έτοιμοι να επέμβουν, εάν χρειαστεί.
Τα κεφάλαια είναι, βεβαίως, σημαντικό κομμάτι σε αυτή την ιστορία και είναι ευθύνη του IAIS να δημιουργήσει διεθνή πρότυπα, που θα αποτελούν μια ικανοποιητική βάση, πάνω στην οποία θα υπολογίζεται η φερεγγυότητα των μεγαλύτερων ασφαλιστών. Αλλά ακόμα και με αυστηρές κεφαλαιακές απαιτήσεις, κάποιες ασφαλιστικές εταιρείες από καιρό σε καιρό θα αποτυγχάνουν. Σκοπός αυτών που δημιουργούν τις ρυθμίσεις διεθνώς δεν είναι να αποτρέψουν την αποτυχία. Οι εταιρείες που κάνουν λάθη θα πρέπει να αντιμετωπίζουν τις συνέπειες στην αγορά. Ο ρόλος των ρυθμιστικών αρχών είναι να εξασφαλίσουν ότι η αποτυχία μιας εταιρείας δεν θα βλάψει τους ασφαλισμένους της, δεν θα κοστίσει στους φορολογούμενους χρήματα και δεν θα διαταράξει τη λειτουργία της αγοράς. Αυτό το έργο είναι δυσκολότερο να επιτευχθεί όταν οι ασφαλιστικές εταιρείες λειτουργούν διεθνώς και, άρα, είναι απαραίτητη η συνεργασία μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις.
Τέλος, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι ρυθμίσεις δεν υπάρχουν μόνο για να μειώνουν τον κίνδυνο που θέτουν οι ασφαλιστές. Οι ρυθμίσεις υπάρχουν και για να τους επιτρέπουν να διαδραματίζουν τον θετικό τους ρόλο ως σταθεροποιητικοί παράγοντες και μηχανισμός διαχείρισης κινδύνων για τα άτομα, τις επιχειρήσεις, τους οργανισμούς, ακόμα και τις κυβερνήσεις, αλλά και ως πηγή μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης της οικονομίας. Οι επόπτες παγκοσμίως θα προσεγγίσουν με ωριμότητα τις προκλήσεις αυτές και, εάν διαπιστώσουν ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο (σε εθνικό, περιφερειακό ή και παγκόσμιο επίπεδο) εμποδίζει τις ασφαλιστικές εταιρείες να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη, δεν θα διστάσουν να επανεξετάσουν την προσέγγισή τους.
Οικονομική Σταθερότητα και Ρυθμίσεις
Πρόσφατη έρευνα σε CEO ασφαλιστικών εταιρειών έδειξε ότι η μεγαλύτερή τους ανησυχία για το μέλλον είναι το επερχόμενο ρυθμιστικό πλαίσιο (86% των απαντήσεων). Όλοι οι ερωτηθέντες CEO ανέφεραν ως παραδείγματα τους κεφαλαιακούς κανόνες και τα λογιστικά πρότυπα. Οι κανονιστικές ρυθμίσεις είναι σημαντικό και απαραίτητο κομμάτι της ασφαλιστικής βιομηχανίας, αλλά οι αλλαγές ως προς τα λογιστικά και τα κεφαλαιακά πρότυπα θα μπορούσαν να έχουν σημαντικά ελαττώματα, αν δεν σχεδιαστούν και δεν εφαρμοστούν σωστά.
- Τα νέα κεφαλαιακά και λογιστικά πρότυπα (Σύνοψη συνεδρίας με θέμα «Διάλογος πάνω στις σύγχρονες παγκόσμιες ρυθμιστικές πρωτοβουλίες»)
Στη συζήτηση σχετικά με τις παγκόσμιες ρυθμιστικές πρωτοβουλίες, που διεξήχθη κατά τη διάρκεια της 41ης Γενικής Συνέλευσης της Geneva Association, η κα Julie Dickinson, Superintendent of the office of the Superintendent of Financial Institutions του Καναδά, και ο κ. Naruki Mori, Assistant Commissioner for International Affairs, Financial Services Agency (FSA), Ιαπωνία, εκπροσώπησαν τη ρυθμιστική και την εποπτική κοινότητα. Έδωσαν ξεκάθαρα το μήνυμα ότι η ανάπτυξη διεθνών κεφαλαιακών προτύπων δεν βασίστηκε σε ανησυχίες για την κεφαλαιακή ανεπάρκεια του ασφαλιστικού τομέα, αλλά στην απαραίτητη προσαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου στην παγκόσμια αγορά όπου λειτουργούν οι ασφαλιστές. Αμφότεροι τόνισαν ότι οι υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις δεν ήταν το κυρίαρχο εργαλείο για τη δημιουργία ενός σταθερού και ανθεκτικού οικονομικού τομέα. Η αποτελεσματική εποπτεία ομίλων και τα εποπτικά εργαλεία ήταν εξίσου σημαντικά.
Η κα Dickinson εξήγησε πως εργαλεία ευθείας παρέμβασης επέτρεψαν στους Καναδούς επόπτες να ενεργήσουν προληπτικά στις Holding εταιρείες, για παράδειγμα, εμποδίζοντας μη επωφελείς συγχωνεύσεις και εξαγορές. Συγκεκριμένα, η εποπτεία ομίλων και τα Σώματα εποπτών θα επιτρέψουν στους επόπτες όχι μόνον να γνωρίσουν καλύτερα ο ένας τον άλλο, αλλά και να συντονιστούν και να συνεργαστούν ακόμα καλύτερα.
Η κα Dickinson εξήγησε, επίσης, ότι η κρίση ανάγκασε τους επόπτες να εστιάσουν στις δικές τους αγορές, καθώς ήταν υπόλογοι για την κεφαλαιοποίηση των αγορών που οι ίδιοι επόπτευαν. Ανέφερε, επίσης, ότι η ανάπτυξη ενός διεθνούς κεφαλαιακού προτύπου ήταν απαραίτητη και διαχειρίσιμη στο χρονικό πλαίσιο που τέθηκε, και εξήγησε πως για ένα διάστημα τα μεμονωμένα κεφαλαιακά πρότυπα και τα διεθνή κεφαλαιακά πρότυπα θα συνυπάρχουν, καθώς τα δεύτερα θα λειτουργήσουν σαν ένα ελάχιστο όριο παγκοσμίως.
Ο κ. N. Mori τόνισε ότι ήταν απαραίτητη μια λειτουργική διαδικασία feedback από τους διάφορους ενδιαφερόμενους για την ανάπτυξη των νέων κεφαλαιακών προτύπων και την αποφυγή ανεπιθύμητων συνεπειών.
Συμμετέχων στο πάνελ ο κ. Mario Mendonca, Managing Director και Research Analyst της TD Securities, εστίασε στη συζήτηση για την ανάπτυξη των νέων λογιστικών προτύπων. Έχοντας αναλύσει τόσο τον τραπεζικό όσο και τον ασφαλιστικό κλάδο, μπόρεσε να εξηγήσει με ακρίβεια το πώς βλέπουν τον ασφαλιστικό κλάδο οι επενδυτές και οι αναλυτές. Διευκρίνισε πως το σημείο εκκίνησης για αυτούς είναι οι οικονομικές καταστάσεις Γενικώς Αποδεκτών Λογιστικών Αρχών (GAAP). Το γεγονός ότι το IFRS4 εισάγει συμφωνίες μη συμβατές με τα GAAP, θα προσθέσει ένα νέο, αχρείαστο επίπεδο πολυπλοκότητας και θα έχει τον κίνδυνο να προκαλέσει την αποσύνδεση μεταξύ Γενικώς Αποδεκτών Λογιστικών Αρχών και Κεφαλαίου.
Ο κ. Μendona προειδοποίησε ότι οι επενδυτές δεν αντιδρούν καλά σε μεγάλες αλλαγές των κεφαλαιακών δεικτών. Επιπλέον, ο χειρισμός των προεξοφλητικών επιτοκίων ενέχει την πιθανότητα οπισθοδρόμησης της αγοράς. Η κα Dickinson συμμερίστηκε τις ανησυχίες του και δήλωσε ξεκάθαρα ότι ο Καναδάς δεν θέλει να είναι η πρώτη χώρα που θα εφαρμόσει αυτούς τους κανόνες, ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Ο κ. Mori πρόσθεσε πως οι Ιάπωνες επόπτες φοβούνται ότι τα νέα λογιστικά πρότυπα θα αποθαρρύνουν τους ασφαλιστές Ζωής από το να προσφέρουν μακροχρόνια συμβόλαια.
Όλοι οι συμμετέχοντες στο πάνελ συμφώνησαν πως η αποτελεσματική εποπτεία μπορεί να επιτευχθεί, αν οι ρυθμιστικές αρχές, οι επόπτες και η ασφαλιστική βιομηχανία συνεχίσουν τον διάλογο και παραμείνουν προσηλωμένοι στους στόχους της. Η κα Dickinson εξήγησε πως τα νέα κεφαλαιακά πρότυπα δεν θα επιβαρύνουν τις ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες λειτουργούν σε χώρες που ήδη απαιτούν σχετικά καλά κεφαλαιακά αποθέματα.
- Πώς μοιάζει ένα σωστό ρυθμιστικό πλαίσιο για τις Ασφάλειες; (Σύνοψη της συζήτησης – συνεδρίας, της οποίας προήδρευσε ο κ. Henri de Castries, Πρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος του Ομίλου ΑΧΑ)
Η χρηματοοικονομική κρίση έδειξε πως χρειάζονται ρυθμιστικές δράσεις, προκειμένου να αποκατασταθεί η οικονομική σταθερότητα και να καταστεί ο χρηματοοικονομικός τομέας πιο ανθεκτικός. Από τότε ο ασφαλιστικός κλάδος, μέσα σε ένα πολύ περιορισμένο χρονικό πλαίσιο, έχει δεχθεί μια χιονοστιβάδα ρυθμιστικών προτάσεων. Ποιες, όμως, ρυθμιστικές διαδικασίες ταιριάζουν πραγματικά στην ασφαλιστική αγορά και ποια είναι τα …σωστά υλικά που θα περιέχονται σε αυτές;
Ο κ. Henri de Castries θύμισε στο ακροατήριο ότι η ποιότητα των ρυθμίσεων έχει βελτιωθεί σημαντικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, καθώς είναι πλέον παγκοσμιοποιημένες και βασισμένες σε οικονομικά δεδομένα. Όμως, ακόμα δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητό το επιχειρησιακό μοντέλο των ασφαλίσεων, όπως προκύπτει από την ξεκάθαρη εστίαση στα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας, που μονοπωλούν σχεδόν τις πρόσφατες συζητήσεις. Εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει, αντιθέτως, να εστιάζουν στην καλύτερη κατανόηση των επιχειρηματικών μοντέλων, να καταλάβουν τον κίνδυνο, να τον ακολουθήσουν και να τον προλάβουν. Ο ίδιος δήλωσε ότι, αυτή τη στιγμή, στην Ευρώπη συμβαίνει το αντίθετο, με τους επόπτες να οραματίζονται τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας, πριν ακόμα μπει σε εφαρμογή το Solvency II.
Ο κ. Peter Skinner, μέλος της Ευρωβουλής, ενστερνίστηκε τις ανησυχίες του κ. De Castries και προειδοποίησε ότι οι ρυθμιστικές αρχές δεν θα πρέπει να υποτιμήσουν τον ρόλο των ασφαλιστικών εταιρειών ως μακροπρόθεσμων επενδυτών. Υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις ή ακόμα και η προοπτική τους ήδη έχει οδηγήσει τους ασφαλιστές να αποσυρθούν από την επενδυτική αγορά, μειώνοντας έτσι τη δυναμική πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης. Ο κ. Skinner πρότεινε οποιαδήποτε νομοθεσία ή πρότυπο να έχουν ξεκάθαρα προσδιορισμένο σκοπό.
Η κα Loo Siew Yee, Γενική Διευθύντρια της MAS (Monetary Authority of Singapore), προειδοποίησε σχετικά με αυτό το θέμα πως βεβιασμένες ενέργειες θα έχουν ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Συμφώνησε με τα σχόλια του κοινού, ότι οι υπολογισμοί επιπτώσεων είναι χρήσιμα εργαλεία στην επίτευξη ορθών ρυθμίσεων, ωστόσο, εξήγησε ότι υπάρχουν και εξαιρέσεις, όταν ορισμένα ρυθμιστικά κενά πρέπει να καλυφθούν σε πολύ σύντομο χρόνο και άρα δεν προλαβαίνουν να γίνουν μελέτες επιπτώσεων. Αν και δήλωσε ότι κατανοεί την επιβάρυνση που προκαλούν στην αγορά οι εκθέσεις αναφορών και η ενημέρωση των εποπτών, ζήτησε την κατανόηση της ασφαλιστικής βιομηχανίας στο ότι οι πληροφορίες που συλλέγονται σε επίπεδο ομίλων δεν περιλαμβάνουν τις κατάλληλες πληροφορίες για το προφίλ κινδύνου μιας θυγατρικής σε άλλη χώρα. Χρειάζονται διαφορετικές και επιπρόσθετες δημοσιοποιήσεις, για να υπολογιστεί σωστά ο κίνδυνος. Παρόλα αυτά, συμφώνησε πλήρως με τον κ. De Castries ότι ο διάλογος μεταξύ επόπτη και εποπτευόμενου είναι καθοριστικής σημασίας.
Ορισμένες από τις ανησυχίες που εκφράστηκαν από τους παρευρισκόμενους ήταν οι εξής:
- Συνέπεια στις ρυθμίσεις: Οι ασφαλιστικοί όμιλοι με διεθνή δραστηριότητα χρειάζονται συνέπεια στις ρυθμίσεις και νομική βεβαιότητα, προκειμένου να επιτύχουν την αποτελεσματική λειτουργία των εταιρειών τους στις διάφορες αγορές, χωρίς να επιβαρύνονται από διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις δημοσιεύσεων και παροχής πληροφοριών.
- Η υποασφάλιση είναι μία από τις ανεπιθύμητες συνέπειες: Οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να υπολογίσουν προσεκτικά τις συνέπειες των νέων ρυθμίσεων που επιβάλλονται σε κάθε αγορά. Καθώς αναδύονται νέοι κίνδυνοι, η αγορά πρέπει να παραμένει σε θέση να καινοτομεί και να αναλαμβάνει αυτούς τους κινδύνους.
- Ανταγωνιστικότητα: Οι κανονιστικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να βασίζονται σε συγκεκριμένες αρχές, ώστε να επιτρέπουν στους παίκτες της αγοράς να διαφοροποιούνται μεταξύ τους.
- Η εμπιστοσύνη βασικός πυλώνας: Η επιτυχία της ασφαλιστικής βιομηχανίας εξαρτάται από την εμπιστοσύνη των πελατών της. Την ώρα που η αγορά πρέπει να χτίσει την εμπιστοσύνη στις τάξεις των καταναλωτών με επαρκή διαφάνεια και προβλεψιμότητα, οι επόπτες μπορούν να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο, όσον αφορά το γενικό κοινό, όταν προβαίνουν σε οποιαδήποτε επικοινωνία για την ασφαλιστική βιομηχανία. Τέλος, η εμπιστοσύνη μεταξύ ρυθμιστή και ρυθμιζόμενου μπορεί να βελτιωθεί, εάν οι ρυθμιστικές αρχές προσέλθουν σε διάλογο με την ανώτερη διοίκηση των εταιρειών, προκειμένου να καταλάβουν καλύτερα την κάθε ξεχωριστή εταιρεία και να μη βασίζουν τις αναλύσεις τους μόνο σε δεδομένα και πληροφορίες που ζητούν.