Συνεντεύξεις
Γ. Χατζηθεοδοσίου: Όποιος δεν σέβεται τον καταναλωτή το πληρώνει πάντα πολύ ακριβά
Συνέντευξη στον Δημήτρη Ρουχωτά
Όταν… το κορυφαίο όργανο εκπροσώπησης της ασφαλιστικής μας αγοράς του αναγνωρίζει και τον ρόλο και την αποτελεσματικότητα…, ασφαλώς και εμείς προσβλέπουμε και επιδιώκουμε να καταγραφεί η εκτίμηση των γεγονότων από τον Πρόεδρο του ΕΕΑ, κ. Γιάννη Χατζηθεοδοσίου.
Ζωντανά, λοιπόν, πρόσωπο με πρόσωπο, συναντήσαμε τον Πρόεδρο στο γραφείο του στην Πανεπιστημίου.
Αν και αρκετές φορές μας διέκοπταν ζωντανές συνδέσεις του με κανάλια, ο κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου επιβεβαίωσε τις “αρετές” του, όπως προκύπτει αβίαστα στη συνέντευξη που ακολουθεί. Χωρίς να μασάει τα λόγια του, κόσμια, αποδίδοντας τον σεβασμό του στους ρόλους, κατέθεσε την αγωνία του για το μέλλον της ιδιωτικής ασφάλισης στον τόπο μας.
Ανησυχείτε, κύριε Πρόεδρε, για την εικόνα της ιδιωτικής ασφάλισης;
Γ.Χ.: Η ιδιωτική ασφάλιση θα πρέπει να αναλάβει τον ρόλο που η σύγχρονη οικονομία απαιτεί από εκείνη. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε χρέος να δημιουργήσουμε τις συνθήκες που θα πείσουν τόσο την Πολιτεία όσο και την Κοινωνία πόσο σημαντικός, πόσο κομβικός είναι ο ρόλος μας για τη σύγχρονη κοινωνία.
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει προσπάθειες, αλλά δεν είχαν το αποτέλεσμα που θα έπρεπε. Κι αυτό το βλέπουμε όταν γίνεται μια φυσική καταστροφή· στην Ευρώπη ή στην Αμερική, στην ειδησεογραφία κυριαρχεί το πόσο κόστισαν αυτές οι ζημιές στην ιδιωτική ασφάλιση, ενώ στην Ελλάδα, πόσο στοίχισαν στο Κράτος. Δυστυχώς, ακόμα είμαστε μακριά και από την τελευταία χώρα της Ευρώπης, με το ποσοστό των ασφαλίστρων επί του ΑΕΠ να παραμένει χαμηλό. Γι’ αυτό υπάρχουν ευθύνες και στην Πολιτεία και σε εμάς. Νομίζω, όμως, ότι πλέον οι συνθήκες είναι ώριμες.
Καταρχάς, η Κυβέρνηση αντιλαμβάνεται, πλέον, ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών μόνο με ίδια μέσα. Η συνεργασία με την ιδιωτική ασφάλιση, όπως συμβαίνει σε κάθε προηγμένη κοινωνία, είναι αναγκαία και επιβεβλημένη. Δεύτερον, στην υγεία γίνεται αντιληπτό, σιγά σιγά, ότι ένα σύστημα υγείας που θεωρεί λογικό διάστημα την αναμονή 6 μηνών για μια επέμβαση, το μόνο που κάνει είναι να αποδεικνύει πόσο σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει o κλάδος μας. Τρίτον, στον τομέα των συντάξεων, όπου πλέον το Κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί ένα αξιοπρεπές εισόδημα, αλλά και στις αστικές ευθύνες. Οπότε –και θα το πω για πολλοστή φορά– δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να είμαστε μια χώρα που δεν προστατεύει ούτε τον καταναλωτή αλλά ούτε και το περιβάλλον, όχι με τον τρόπο που θα μπορούσε να το κάνει μέσω της ιδιωτικής ασφάλισης.
Δεν περίμενα να μου απαντήσετε με ένα ναι ή ένα όχι για το εάν ανησυχείτε. Ωστόσο, αναφέροντας όλα αυτά, που είναι η ώρα τους να γίνουν, δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ: ανθρώπους έχουμε για να ανταποκριθούν σε αυτή την ανάγκη που περιγράψατε;
Γ.Χ.: Είναι δεδομένο ότι στον χώρο και των στελεχών και των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών υπάρχουν άνθρωποι που έχουν και την ικανότητα και τη γνώση να πείσουν την Κυβέρνηση και να φέρουν την ιδιωτική ασφάλιση στο ύψος που της αρμόζει. Στην πράξη, όπως συμβαίνει και ευρύτερα στην πολιτική ζωή της χώρας μας, δεν επιθυμούν να βγουν μπροστά. Οι καιροί που διανύουμε, ωστόσο, είναι περίεργοι και δύσκολοι. Οι εξελίξεις προμηνύονται ραγδαίες σε όλα τα επίπεδα –όχι μόνο στον χώρο της ιδιωτικής ασφάλισης, αλλά ευρύτερα στην κοινωνία– και το μέγεθος των επιπτώσεων είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, όλοι αυτοί οι άξιοι άνθρωποι χρειάζονται και θα πρέπει να κινητοποιηθούν. Με αφορμή αυτή τη συνέντευξη τούς καλώ να το κάνουν.
Οι διαμεσολαβητές πρέπει να ανησυχούν, με την τάση που έχει εκδηλωθεί, για ενδεχόμενη μείωση των προμηθειών τους;
Γ.Χ.: Κανείς δεν μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Ας μην γελιόμαστε… Αν κάποια στιγμή, όπως συμβαίνει και σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, οι εταιρείες διαπιστώσουν ότι μπορούν να βρουν άλλους τρόπους πρόσκτησης πελατών, που δεν θα περιλαμβάνουν τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, αυτό θα συμβεί. Όσο τους έχουν ανάγκη, δεν θα το κάνουν. Επομένως, ανησυχία θα πρέπει να υπάρχει πάντα. Εκείνο, όμως, που πρέπει να γίνει αντιληπτό από τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές είναι ότι δεν μπορούν να μένουν έξω από τα γεγονότα της εποχής μας, να μην παρακολουθούν τις εξελίξεις. Δεν δικαιολογείται, για παράδειγμα, να μην αντιλαμβάνονται πόσο σημαντική είναι σήμερα η εκπαίδευση ή να αγνοούν τις επιδράσεις της ψηφιοποίησης και της τεχνητής νοημοσύνης.
Μόνο μέσα από την εκπαίδευση και τη γνώση μπορούμε να κατοχυρώσουμε τα δικαιώματά μας. Και επιτρέψτε μου να αναφέρω εδώ ότι το ΕΕΑ δίνει τεράστια μάχη στην κατεύθυνση αυτή, πραγματοποιώντας κάθε χρόνο σεμινάρια που απευθύνονται στους επαγγελματίες όλων των κλάδων αλλά και ειδικότερα στους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές. Μόνο τον τελευταίο χρόνο παρακολούθησαν τα σεμινάρια αυτά πάνω από 30.000 επαγγελματίες.
Πάμε στο επίκαιρο θέμα… Κύριε Πρόεδρε, πώς χαρακτηρίζετε την αντίδραση αλλά και τη διαχείριση εκ μέρους της ΕΑΕΕ του προβλήματος με τις ιδιωτικές κλινικές;
Γ.Χ.: Κοιτάξτε, όταν δεν αντιλαμβάνεσαι τις επιπτώσεις των αντιδράσεων για πολλά χρόνια, έρχεται η στιγμή που το πρόβλημα δεν μπορεί να μένει άλλο κάτω από το χαλί. Και εξηγούμαι: Είναι γεγονός –και δεν μπορούμε να το αγνοούμε ούτε εμείς ούτε κανένας από τον κλάδο μας– ότι την τελευταία δεκαετία, έχει γίνει αύξηση 220% στα νοσοκομειακά. Ένα συμβόλαιο που μέχρι πριν μερικά χρόνια κόστιζε €1.000, σήμερα κοστίζει €3.200. Επόμενο είναι ότι όλο αυτό κάποια στιγμή θα προκαλούσε αντιδράσεις. Πρώτα αντέδρασαν οι ενώσεις καταναλωτών, ΕΚΠΟΙΖΩ κ.λπ., και αμέσως μετά ακολούθησε η αντίδραση πολιτικού κόμματος.
Οι οποίες καταναλωτικές ενώσεις δεν πήραν ποτέ απάντηση από την ΕΑΕΕ…
Γ.Χ.: Ναι, σωστά! Εκείνο, όμως, που αξίζει της προσοχής είναι ότι η ίδια Κυβέρνηση που θεσμοθέτησε τον προηγούμενο νόμο, έρχεται τώρα να τον αλλάξει, ρίχνοντας το άδικο στις ασφαλιστικές εταιρείες!
Για να είμαστε ξεκάθαροι, κύριε Ρουχωτά, εδώ είμαστε για να υπερασπιστούμε όχι μόνο τον κλάδο μας, αλλά και όλους αυτούς που ασφαλίζουμε. Δεν είναι λογικό ένας ασφαλισμένος να φτάνει στην ηλικία των 60-65 ετών και να έχει μια τόσο μεγάλη αύξηση στο συμβόλαιό του, που να αδυνατεί να το πληρώσει. Η αύξηση, όμως, των ασφαλίστρων είναι το ένα σκέλος του προβλήματος. Το άλλο αφορά την ιδιωτική υγεία.
Επιτρέψτε μου να πω ότι ήμουν εκείνος που έβαλε στον δημόσιο διάλογο το συγκεκριμένο θέμα. Ήταν, ωστόσο, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, που πριν λίγους μήνες μίλησε για καρτέλ στον συγκεκριμένο χώρο, καθώς δύο μόνο επιχειρήσεις κατέχουν σχεδόν το 80% των ιδιωτικών νοσοκομείων.
Και εδώ τίθενται δύο ζητήματα:
Πρώτον, θα μπορούσε να υπάρξει υγιής ανταγωνισμός, με τη δημιουργία νέων νοσοκομείων; Σύμφωνα με το ισχύον, για πάνω από δύο δεκαετίες, νομοθετικό πλαίσιο όχι, καθώς χρειάζονται 5 έως 7 χρόνια για να στηθεί και να λειτουργήσει ένα νοσοκομείο.
Δεύτερον, ακριβώς λόγω του ολιγοπωλίου, έχουμε τα υψηλότερα νοσήλια στην Ευρώπη. Μια εγχείρηση που στην Ελλάδα κοστίζει €7.500, στην Ισπανία κοστίζει €3.500, στη Γαλλία €5.500, στη Γερμανία €6.200 και μόνο η Ελβετία είναι ακριβότερη από εμάς κατά €300.
Επομένως, η Κυβέρνηση, εάν θέλει να προστατεύσει τους καταναλωτές, θα πρέπει να βάλει “φρένο” στην αύξηση του κόστους τόσο των ασφαλίστρων όσο και των νοσηλίων.
Μία λύση θα μπορούσε να είναι τα πρωτοκόλλα νοσηλείας που ισχύουν μεταξύ κλινικών και ΕΟΠΥΥ να ισχύσουν και για τις ασφαλιστικές. Γιατί, εάν πάμε μόνο σε μείωση των ασφαλίστρων, χωρίς αντίστοιχη μείωση των νοσηλίων, θα προκύψει θέμα. Εδώ πρέπει, επίσης, να αναφέρω ότι όσα προβλέπει η διάταξη που ψηφίστηκε για την αντιμετώπιση του προβλήματος θα τεθούν σε ισχύ το 2026. Για το 2025, με μια συμφωνία κυρίων, οι ασφαλιστικές συμφώνησαν να περιορίσουν τις αυξήσεις τους στο 50% του δείκτη του ΙΟΒΕ. Η άποψή μου είναι ότι χρειάζεται να υπάρξει ένας ουσιαστικός διάλογος μεταξύ Πολιτείας, ιδιωτικών παρόχων υγείας, ασφαλιστικών εταιρειών, με τη συμμετοχή και των θεσμικών φορέων, για να βρούμε από κοινού τον τρόπο, ώστε να υπάρξει μια ομαλότητα στην αγορά.
Αν θέλουμε να προστατεύσουμε τον χώρο μας, η παρέμβαση της Πολιτείας και της Εποπτείας είναι αναγκαία, ώστε να υπάρξει ένα αυστηρό νομικό πλαίσιο, ανάλογο με αυτό που ισχύει στην υπόλοιπη Ευρώπη, με κανόνες και εποπτεία για όλους.
Ειδικά όσον αφορά τον κλάδο μας, καλώ τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές να μάθουν να συνεργάζονται και να είναι λογικοί, γιατί αυτό για το οποίο θα κριθούμε όλοι στο τέλος είναι πόσο συμβάλαμε στην αύξηση των εισοδημάτων τους.
Αντίστοιχα, καλώ τις ασφαλιστικές εταιρείες να καταλάβουν ότι πρέπει να μπουν σε έναν διάλογο και με τους ανθρώπους που δουλεύουν για αυτές, τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, και με την Πολιτεία και με τους φορείς της κοινωνίας, και να μην αφήνουν, σε κάποιες περιπτώσεις, τα γεγονότα να τους ξεπερνάνε.
Πρέπει να καταλάβουμε όλοι ότι αυτό που συμβαίνει συνολικά στην Ευρώπη συμβαίνει κι εδώ. Χρειάζεται να αντιληφθούμε ότι κανένας μας, ούτε οι εταιρείες ούτε οι διαμεσολαβούντες, δεν έχουμε το πεπόνι και το μαχαίρι. Αυτό το έχει μόνο ο καταναλωτής και όποιος δεν σέβεται τον καταναλωτή το πληρώνει πάντα πολύ ακριβά.
Σε συνέχεια των όσων μου είπατε, θεωρείτε ότι η θεσμοθέτηση της υποχρεωτικότητας αρκεί από μόνη της, για να αυξηθεί η ασφαλιστική ύλη;
Γ.Χ.: Υπάρχουν ασφάλειες που πρέπει να είναι υποχρεωτικές, όπως η ασφάλιση οχημάτων ή ορισμένες αστικές ευθύνες, όπως η επαγγελματική, η περιβαλλοντική κ.ά. Από την άλλη, δεν με βρίσκει σύμφωνο η υποχρεωτική ασφάλιση Πυρός κατοικιών ή επιχειρήσεων ή η ασφάλιση Υγείας και Συντάξεων. Σε αυτές τις περιπτώσεις προτείνω, για να μεγαλώσει η πίτα, να υπάρξουν φορολογικά κίνητρα, ανάλογα με άλλων χωρών, όπως για παράδειγμα η Κύπρος.
Ένα είναι σίγουρο, πάντως, ότι η ασφαλιστική ύλη δεν αυξάνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Και αυτό που ακούω χρόνια τώρα ότι φταίνε οι διαμεσολαβητές που δεν πείθουν τον κόσμο ή φταίνε οι καταναλωτές που δεν ασφαλίζονται, δεν ισχύει. Σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν μπαίνουν σε αυτή τη λογική. Το νομικό πλαίσιο είναι εκείνο που θα αυξήσει τον τζίρο στον κλάδο μας. Εμείς ως Επιμελητήριο κάναμε μια μελέτη σχετικά με το τι ισχύει σε 12 χώρες της Ευρώπης και τη στείλαμε στον αρμόδιο υπουργό. Του προτείναμε να διαλέξει όποιο σύστημα θέλει, για να εφαρμοστεί εδώ. Δεν ανακαλύψαμε τον τροχό· το έχουν κάνει άλλοι πριν από εμάς. Το να αντιγράψουμε επιτυχημένες πρακτικές από άλλες χώρες, που είναι πιο ώριμες ασφαλιστικά από εμάς, μόνο καλό θα μας κάνει.
Θα ήθελα να κλείσουμε με μια πιο ειδική ερώτηση. Διαβλέπετε πρόθεση ή επιθυμία διαμεσολαβητικών σχημάτων να προσφερθούν σε εταιρείες και σχήματα ξένων; Έχουν παρατηρηθεί “εξαγορές” που “φουσκώνουν” χαρτοφυλάκια, με στόχο να γίνουν ελκυστικά προς πώληση;
Γ.Χ.: Αυτό που βλέπω και μέσα από την πολύχρονη ενασχόλησή μου με το Επιμελητήριο είναι ότι στην οικονομία τα πράγματα λειτουργούν οριζόντια. Εξαγορές και συγχωνεύσεις συμβαίνουν σε όλους τους κλάδους της οικονομίας και όχι μόνο στον δικό μας και άποψή μου είναι ότι θα συνεχιστούν. Εκεί οδεύει η οικονομία και θα δούμε ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση. Δεν με βρίσκει σύμφωνο και έχω καταθέσει επ’ αυτού τις προτάσεις μου· θα πρέπει η Πολιτεία να προστατεύσει τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, πράγμα που δεν συμβαίνει.
Ειδικά στον κλάδο μας, φοβάμαι ότι σε λίγο καιρό το 10% των συμμετεχόντων θα κατέχει το 90% του τζίρου. Η ταχύτητα των γεγονότων είναι μεγάλη. Είναι γνωστό ότι έχουν έρθει πολλοί ξένοι όμιλοι και funds στη χώρα μας, που ξεκίνησαν με τις ασφαλιστικές εταιρείες και τώρα έχουν στραφεί σε μεσίτες και πράκτορες. Κάθε μέρα γινόμαστε μάρτυρες τέτοιων συμφωνιών. Η άποψή μου είναι ότι έχει δρόμο ακόμη αυτή η ιστορία.
Ολιγοπώλιο, λοιπόν, και στις ασφάλειες…
Γ.Χ.: Ολιγοπώλια και καρτέλ υπάρχουν στην ενέργεια, στα τρόφιμα, στις τράπεζες, στην υγεία· έχω μιλήσει επανειλημμένα για αυτά. Αυτό το φαινόμενο θα επεκταθεί παντού, και στις ασφάλειες και στην εστίαση, όπου έχουμε ένα τεράστιο θέμα με τις πλατφόρμες. Έχει να κάνει γενικότερα με την κυβερνητική στρατηγική για την οικονομία. Η κατεύθυνση που δίνεται, μέσω των χρηματοοικονομικών εργαλείων κ.ά., είναι η δημιουργία ολιγοπωλίου και καρτέλ. Νομίζω ότι θα ήταν λάθος να πιστεύουμε ότι αφορά μόνο εμάς· αφορά το σύνολο της οικονομίας.
Επομένως, είναι ουτοπία να αντιδρά κανείς σε αυτή την τάση;
Γ.Χ.: Ασφαλώς και όχι και το τονίζω καθημερινά στον δημόσιο διάλογο, με την Κυβέρνηση και τα κόμματα: αυτή η κατεύθυνση των πραγμάτων, η δημιουργία ολιγοπωλίων και καρτέλ, είναι εις βάρος της οικονομίας, του καταναλωτή και της ίδιας της χώρας. Και έχω εξηγήσει το γιατί. Πρώτον, όταν το 90% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη χώρα μας είναι ατομικές και οικογενειακές, δημιουργείται κοινωνικό πρόβλημα. Δεύτερον, δίνοντας χώρο στις πολυεθνικές, τους παραχωρείς και μέρος των εθνικών σου εσόδων, τα οποία δαπανώνται και επενδύονται αλλού. Τρίτον και κυριότερο, διαλύοντας τον κοινωνικό ιστό της χώρας, παραχωρείς και μέρος της ανεξαρτησίας σου.
Με τα σημερινά δεδομένα, δεν χρειάζονται όπλα για να κατακτήσεις μια χώρα· την κατακτάς πιο εύκολα με οικονομικά εργαλεία. Η σύγκρουση μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ φοβάμαι ότι έχει τέτοια χαρακτηριστικά. Επομένως, και το τονίζω, το μέλλον της οικονομίας και η κοινωνία πάνε μαζί. Είναι αυταπάτη να πιστεύουμε το αντίθετο.
Και επιτρέψτε μου εδώ να αναφέρω κάτι για τη φοροδιαφυγή. Γνωρίζετε, φαντάζομαι, ότι υπάρχουν μεγάλοι όμιλοι στην Ελλάδα που, με νόμο, πληρώνουν μηδέν φόρους· ότι οι πολυεθνικές στη χώρα μας, με νόμο επίσης, για τον οποίο μας κατήγγειλε ο Ευρωπαίος Επίτροπος, έχουν γλιτώσει, τα τελευταία 5 χρόνια, €8,5 δισ. από φόρους ή ότι υπάρχουν κινέζικες πλατφόρμες που για πωλήσεις προϊόντων μέχρι €150 έχουν, επίσης, μηδενική φορολογία. Όλα αυτά δεν μπορούμε να τα αγνοούμε. Όταν συμβαίνουν σε άλλους κλάδους, θα συμβούν και στον δικό μας. Γι’ αυτό διαφωνώ και γι’ αυτό θεωρώ ότι πρόκειται για εθνική μάχη, στην οποία και ο κλάδος μας πρέπει να σταθεί δυνατά.
Οι διαμεσολαβούντες και κάποιες από τις ασφαλιστικές εταιρείες –και λέω κάποιες γιατί οι πολυεθνικές δεν μπορούν να αποφασίσουν από μόνες τους– πρέπει να δώσουν τη μάχη να κρατηθούν, γιατί μην ξεχνάμε ότι από τον κλάδο μας ζουν χιλιάδες οικογένειες σε όλη την Ελλάδα· η δημιουργία ολιγοπωλίου ή καρτέλ θα αφήσει όλους αυτούς στον δρόμο.
Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News