Ερμηνεία της Σύμβασης Κάλυψης Επαγγελματικών Κινδύνων
Ο «ημιαναγκαστικός» χαρακτήρας του Ασφαλιστικού Νόμου (Ν. 2496/1997), στο πνεύμα της προστασίας του ασθενέστερου μέρους στις συμβάσεις ασφάλισης, δεν επιτρέπει απαλλαγές από την ευθύνη του ασφαλιστή, οι οποίες δεν προβλέπονται ρητά από τον ίδιο τον νόμο, ακόμη και αν οι απαλλαγές αυτές περιλαμβάνονται στην ασφαλιστική σύμβαση. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη στοχεύει, ως γνωστόν, στην προστασία του ελάχιστα, έως και καθόλου εξειδικευμένου, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, αποδέκτη των ασφαλιστικών υπηρεσιών, σε σχέση με το αντικείμενο της ιδιωτικής ασφάλισης.
Οι περιπτώσεις για τις οποίες ο νομοθέτης επιτρέπει την άρση της προστατευτικής αυτής παρέμβασης αναφέρονται ρητά στο άρθρο 33 παρ.1 του Ν. 2496/1997 και έχουν σχέση με κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων. Στις περιπτώσεις αυτές, τα μέρη είναι δυνατόν να αποφασίζουν από κοινού και να προβλέπουν στη σύμβαση τις περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή από την ευθύνη, με βασικό κριτήριο τη διαπραγματευτική ισοδυναμία των μερών.
Σχετικά με τις ανωτέρω σημαντικές έννοιες και η πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου, απόσπασμα της οποίας παραθέτουμε (ΑΠ 187/2023, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ):
(…) Εξάλλου, η δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την «κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων», πρέπει να νοηθεί στο ρυθμιστικό πλαίσιο της διάταξης του άρ. 33 παρ. 1 του ως άνω νόμου, κατά την οποία κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το σύνολο των διατάξεων του Ν. 2496/1997 αποτελούν ρυθμίσεις «ημιαναγκαστικού» κατ’ αρχήν δικαίου, με την έννοια ότι, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον νόμο αυτόν, δεν μπορούν να περιοριστούν με την ασφαλιστική σύμβαση τα δικαιώματα των καλυπτόμενων προσώπων παρά μόνο να διευρυνθούν. Εκδηλώνεται έτσι, για λόγους γενικότερου συμφέροντος, η προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη προς το ασθενέστερο στη σύμβαση ασφάλισης μέρος, που είναι, κατά κανόνα, το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον ασφαλιστή για λόγους μη επαγγελματικούς, αφού στην ιδιωτική ασφάλιση, η οποία αποτελεί καταναλωτικό αγαθό ευρείας χρήσης, είναι εμφανής στην περίπτωση αυτή η ανάγκη τέτοιας προστατευτικής παρέμβασης υπέρ του ασφαλισμένου, ενόψει του ότι ελλείπει τότε η διαπραγματευτική ισοδυναμία των μερών, με κίνδυνο η παρεχομένη ασφαλιστική κάλυψη να φαλκιδευτεί στην περίπτωση αυτή μέσω της ασκούμενης, υπό άνισους όρους, συμβατικής ελευθερίας (Ολ.ΑΠ 14/2013). Αντίθετα, στις περιπτώσεις της ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου ή του λήπτη της ασφάλισης, δεν είναι αναγκαία εξ ορισμού η ως άνω προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη και μπορούν, κατά περίπτωση, να διαμορφωθούν ελεύθερα οι όροι των ασφαλιστικών συμβάσεων, όταν μεταξύ των μερών μπορεί να λειτουργήσει η ιδιωτική αυτονομία με όρους διαπραγματευτικής ισοδυναμίας. Ο νομοθέτης, δηλαδή, δεν έχει επιτρέψει την ελεύθερη διαμόρφωση των όρων της ασφαλιστικής σύμβασης σε κάθε περίπτωση ασφάλισης επαγγελματικών κινδύνων, αλλά μόνο σε όσες περιπτώσεις είτε ειδικά αναφέρονται στη διάταξη του άρ. 33§1 του Ν. 2496/1996 είτε γίνεται με τη διάταξη αυτή παραπομπή σε άλλες διατάξεις του ίδιου νόμου, υπό την έννοια ότι ναι μεν δεν κατονομάζονται ρητά στην εν λόγω διάταξη, καλύπτονται, όμως, από την περιεχόμενη σ’ αυτή γενική επιφύλαξη, ότι τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος δεν επιτρέπεται να περιοριστούν συμβατικά, εκτός αν κάτι άλλο ειδικά ορίζεται στον Ν. 2496/1997. Τέτοια ειδική ρύθμιση είναι και αυτή του άρ. 7 παρ. 6 του νόμου αυτού, η οποία έχει ευρεία διατύπωση, είναι ενταγμένη στο πρώτο τμήμα του, που περιέχει γενικές διατάξεις για τις ασφαλιστικές συμβάσεις και μπορεί έτσι να γίνει ασφαλώς δεκτό ότι η προβλεπόμενη με τη ρύθμιση αυτή δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, όταν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, αφορά ποικίλες κατ’ αρχήν απαλλακτικές ρήτρες για όλα τα είδη των ασφαλιστικά καλυπτόμενων ζημιών (Ολ.ΑΠ 18/2015, ΑΠ 957/2021, ΑΠ 190/2021, ΑΠ 1880/2017) (…).
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής, [email protected]
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ
Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News