Έρευνα Geneva Association: Η Συμπεριληπτική Ασφάλιση βαλβίδα αποσυμπίεσης για την κοινωνία
Μετά την Παγκόσμια Οικονομική Κρίση, την πανδημία του COVID-19 και τα πρόσφατα πληθωριστικά σοκ, οι προηγμένες οικονομίες αντιμετωπίζουν προκλήσεις, όπως η αύξηση της κοινωνικής ανισότητας και η διάβρωση των δικτύων κοινωνικής ασφάλειας. Για να ανταποκριθούν σε αυτές τις συνθήκες, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι ρυθμιστικές αρχές στρέφονται στην ασφάλιση χωρίς αποκλεισμούς, ως έναν τρόπο για να επεκτείνουν την προστασία σε πληθυσμιακές ομάδες που δεν καλύπτονται σήμερα.
Η δυνατότητα ασφάλισης χωρίς αποκλεισμούς αποτελεί βασικό συστατικό της χρηματοοικονομικής ένταξης, η οποία διασφαλίζει την πρόσβαση σε βασικές χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, ανεξάρτητα από την κοινωνικοοικονομική ή κοινωνικοδημογραφική κατάσταση του ατόμου. Η ασφάλιση μπορεί να μετριάσει την κοινωνική ανισότητα, αποτρέποντας άτομα και νοικοκυριά από το να πέσουν (ξανά) στη φτώχεια. Οι εξειδικευμένες προσεγγίσεις μπορούν να ενισχύσουν την κοινωνικοοικονομική ένταξη, όπως για παράδειγμα η παροχή ασφαλιστικής κάλυψης για τους μετανάστες και η κάλυψη των αυξανόμενων κενών που αφήνουν τα παραδοσιακά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.
Κενά ασφαλιστικής συμπερίληψης
Η συζήτηση για τη συμπερίληψη στην ασφάλιση είναι στενά συνδεδεμένη με την έννοια των κενών προστασίας. Τα κενά προστασίας αναφέρονται στο ανασφάλιστο κομμάτι οικονομικών απωλειών ή αναγκών, επισημαίνοντας τομείς όπου άτομα, νοικοκυριά και επιχειρήσεις δεν διαθέτουν επαρκή κάλυψη έναντι κινδύνων που αφορούν την υγεία, τις φυσικές καταστροφές ή ζημιές στον κυβερνοχώρο. Σε παγκόσμιο επίπεδο, αυτά τα κενά είναι τεράστια, με τρισεκατομμύρια δολάρια σε ανάγκες προστασίας που δεν καλύπτονται. Τα κενά ασφαλιστικής προστασίας αντικατοπτρίζουν, συγκεκριμένα, την ασυμφωνία μεταξύ της οικονομικά κατάλληλης και εφικτής κάλυψης, αφενός, και της πραγματικής διείσδυσης των ασφαλίσεων, αφετέρου. Τα κενά ένταξης επικεντρώνονται σε κοινωνικο-οικονομικές ομάδες που αποκλείονται ή υποεξυπηρετούνται από τις ασφαλιστικές αγορές, όπως τα άτομα με χαμηλά εισοδήματα. Αυτά τα κενά ορίζονται σε σχέση με έναν πληθυσμό αναφοράς. Η ασφάλιση χωρίς αποκλεισμούς στοχεύει στις αντίστοιχες ομάδες, προσφέροντας προσβάσιμα, οικονομικά προσιτά προϊόντα, προσαρμοσμένα στις συγκεκριμένες ανάγκες τους.
Ολοκληρωμένα και διεθνώς συγκρίσιμα δεδομένα σχετικά με τη συμπερίληψη στην ασφάλιση, όπως το ποσοστό των ασφαλισμένων σε συγκεκριμένα τμήματα του συνολικού πληθυσμού, δεν υπάρχουν. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες αναφέρουν συνήθως όγκους παραγωγής ασφαλίστρων, αλλά όχι τον αριθμό των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που ισχύουν ή έχουν συναφθεί κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ή τον αριθμό των ατόμων που κατέχουν αυτά τα συμβόλαια· πόσο μάλλον κατανεμημένα ανά κοινωνικοδημογραφική ομάδα.
Ευρήματα από την παγκόσμια έρευνα της Geneva Association
Για να καλύψει αυτό το κενό, η Geneva Association διεξήγαγε μια παγκόσμια έρευνα, η οποία πραγματοποιήθηκε το δεύτερο τρίμηνο του 2024. Περιλάμβανε πάνω από 28.000 αντιπροσωπευτικά νοικοκυριά σε επτά προηγμένες οικονομίες (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ισπανία, Η.Β. και Η.Π.Α.) και στόχευσε έξι δημογραφικά κοινά (ηλικιωμένους, Gen Z, χρονίως πάσχοντες, αυτοαπασχολούμενους, χαμηλόμισθους και μετανάστες).
Η έρευνα αποκαλύπτει ότι περίπου το 85% των ερωτηθέντων στις προηγμένες οικονομίες κατέχουν τουλάχιστον ένα προαιρετικό ασφαλιστικό προϊόν, με επικρατέστερη την ασφάλιση οχημάτων και κατοικιών. Οι ασφάλειες για σοβαρές ασθένειες και προστασία εισοδήματος είναι οι λιγότερο συχνές.
Οι ερωτηθέντες χαμηλού εισοδήματος, οι Gen Z και οι μετανάστες τείνουν να έχουν λιγότερη ασφάλιση από τον πληθυσμό αναφοράς, υποδεικνύοντας κενά συμπερίληψης. Με το 78% του συνόλου των κατοίκων που ερωτήθηκαν να διαθέτουν κάποιο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, οι ΗΠΑ εμφανίζουν το χαμηλότερο ποσοστό από όλες τις αγορές. Στη Γαλλία, το 92% του πληθυσμού διαθέτει ασφάλιση, το υψηλότερο ποσοστό στο παγκόσμιο δείγμα. Μεταξύ των ηλικιωμένων, το 66% διαθέτει ιδιωτική ασφάλιση υγείας, τοποθετώντας τη Γαλλία στην πρώτη θέση με μεγάλη διαφορά. Ένας λόγος μπορεί να είναι τα κενά στη δημόσια κάλυψη υγείας (Securité Sociale). Οι ερωτηθέντες με χαμηλό εισόδημα στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι σημαντικά καλύτερα ασφαλισμένοι, στο 70%, από τον παγκόσμιο μέσο όρο για αυτήν την υποομάδα. Αυτό μπορεί να αντανακλά την ευρεία διαθεσιμότητα ευέλικτων προϊόντων χαμηλού κόστους, σε μια εξαιρετικά ανταγωνιστική αγορά. Η Ιαπωνία έχει το χαμηλότερο ποσοστό ασφαλισμένων ερωτηθέντων Gen Z, κάτι που μπορεί να αποδοθεί στους σχετικά χαμηλούς μισθούς για νεαρούς ενήλικες και στην άνω του μέσου όρου τάση τους να παραμένουν με τις οικογένειές τους μέχρι την ενηλικίωση. Η Γερμανία ηγείται στην ασφάλιση προσωπικής ευθύνης, με το 72% των κατοίκων να είναι ασφαλισμένο, σε σύγκριση με τον μέσο όρο του δείγματος 30%. Αυτό αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι, στη Γερμανία, τα άτομα είναι νομικά υπεύθυνα για την κάλυψη του πλήρους κόστους οποιασδήποτε ζημίας προκαλούν σε τρίτους, είτε ζημιές περιουσίας είτε σωματικές βλάβες.
Σχεδόν το ένα τρίτο των ασφαλισμένων Ιαπώνων που ερωτήθηκαν πιστεύουν ότι χρειάζονται περισσότερη ασφάλιση, το υψηλότερο μεταξύ των χωρών που συμμετείχαν στην έρευνα. Οι Γερμανοί συμμετέχοντες είναι οι λιγότερο δεκτικοί.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η ιδιωτική ασφάλιση υγείας και ασφάλισης κατοικίας είναι οι πιο απαραίτητες πρόσθετες καλύψεις. Μεταξύ των υποομάδων, η Gen Z εκφράζει τη μεγαλύτερη επιθυμία για περισσότερη ασφάλιση, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία. Η επιθυμία για ασφάλιση ποικίλλει ανά υποομάδα μεταξύ των ανασφάλιστων, και κυμαίνεται από 21% για τους ηλικιωμένους έως 35% για την Gen Z. Οι ιδιωτικές ασφάλειες υγείας και κατοικιών είναι και πάλι οι πιο δημοφιλείς.
Η οικονομική προσιτότητα είναι σταθερά το πιο σημαντικό ζήτημα για όλες τις κοινωνικοδημογραφικές υποομάδες, ειδικά για τους ερωτηθέντες με χαμηλό εισόδημα. Για την Gen Z, η έλλειψη χρόνου για έρευνα προϊόντων είναι ένας δυσανάλογα σημαντικός παράγοντας για την έλλειψη ασφάλισης, ιδιαίτερα στην Ιαπωνία, τη Γερμανία και την Ισπανία, όπου ξεπερνά και την οικονομική προσιτότητα. Οι ερωτηθέντες έχουν τρεις κύριες προσδοκίες από τις ασφαλιστικές εταιρείες: να κάνουν την ασφάλιση πιο προσιτή οικονομικά, να παρέχουν σαφέστερες διατυπώσεις στα ασφαλιστήρια και να βελτιώνουν τις διαδικασίες αποζημιώσεων.
Εμπόδια στη συμπεριληπτική ασφάλιση
Η έκθεση κατηγοριοποιεί τα εμπόδια στη συμπεριληπτική ασφάλιση σε τέσσερις βασικούς τομείς: διαθεσιμότητα, προσβασιμότητα, προσιτή τιμή και ευαισθητοποίηση.
Τα προβλήματα διαθεσιμότητας προκύπτουν από την περιορισμένη προσφορά διαφοροποιημένων ασφαλιστικών προϊόντων, που θα απευθύνονται σε διαφορετικές κοινωνικο-δημογραφικές ομάδες. Αυτό οφείλεται συχνότερα σε ασυμμετρία πληροφοριών, η οποία οδηγεί σε αντεπιλογή (όπου οι πελάτες υψηλού κινδύνου είναι πιο πιθανό να αγοράσουν ασφάλιση) και σε ηθικό κίνδυνο (λιγότερο προσεκτική συμπεριφορά μεταξύ των πελατών που έχουν ασφάλιση). Οι ασφαλιστές μπορεί, επίσης, να αποκλείσουν ορισμένες δημογραφικές ομάδες, λόγω ανεπάρκειας δεδομένων για την ακριβή εκτίμηση του κινδύνου ή επειδή θεσμικοί παράγοντες, όπως οι αυστηροί κανονισμοί, καταπνίγουν την καινοτομία προϊόντων.
Η προσβασιμότητα αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα σε γεωγραφικά απομακρυσμένες περιοχές. Οι παραδοσιακές μέθοδοι διανομής, που βασίζονται σε πράκτορες και μεσίτες, ενδέχεται να αποκλείουν όσους δεν έχουν πρόσβαση σε αυτούς τους διαμεσολαβούντες. Το ψηφιακό χάσμα επιδεινώνει αυτά τα εμπόδια, καθώς όσοι στερούνται πρόσβασης στο Διαδίκτυο ή ψηφιακής παιδείας δυσκολεύονται να συνεργαστούν με τους ασφαλιστές στο διαδίκτυο.
Η οικονομική προσιτότητα είναι ένα κρίσιμο εμπόδιο, ιδιαίτερα για τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα. Τα υψηλά ασφάλιστρα, λόγω αντεπιλογής και κόστους πρόσκτησης, για παράδειγμα, συχνά καθιστούν την ασφάλιση μη προσιτή. Επιπλέον, οι λανθασμένες αντιλήψεις σχετικά με το κόστος που σχετίζεται με την κατοχή ορισμένων περιουσιακών στοιχείων (π.χ. ένα σπίτι σε ζώνη πλημμύρας) μπορεί να οδηγήσουν σε λανθασμένη αντίληψη περί οικονομικής προσιτότητας και να αποτρέψουν περαιτέρω την ασφάλιση.
Η έλλειψη ασφαλιστικής συνείδησης συχνά αντανακλά χαμηλό χρηματοοικονομικό αλφαβητισμό μεταξύ των πιθανών πελατών. Πολλά άτομα δεν κατανοούν τα οφέλη της ασφάλισης ή υποτιμούν την πιθανότητα ζημιών, κάτι που οδηγεί σε κενά συμπερίληψης. Ο χρηματοοικονομικός αναλφαβητισμός μπορεί, επίσης, να προκαλέσει μεροληπτική συμπεριφορά, όπως η αποστροφή ως προς τις ζημίες, κάτι που αποθαρρύνει περαιτέρω την ασφάλιση, καθώς οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τις πληρωμές ασφαλίστρων ως μια δεδομένη απώλεια, έναντι ενός αβέβαιου μελλοντικού οφέλους (πληρωμές αποζημιώσεων).
Οι ασφαλιστές πρέπει να υιοθετήσουν μια πολύπλευρη προσέγγιση για την αντιμετώπιση αυτών των εμποδίων, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης, της ανάπτυξης σχετικών προϊόντων, της διευκόλυνσης της πρόσβασης, της προώθησης του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού και της συνεργασίας με τον δημόσιο τομέα.
Η εμπιστοσύνη ενισχύει την πίστη των πελατών στη μελλοντική υπόσχεση του ασφαλιστή να πληρώσει, μειώνει το κόστος συναλλαγής και εξουδετερώνει τις ανησυχίες σχετικά με την οικονομική προσιτότητα. Στην ψηφιακή εποχή, οι διαμεσολαβούντες που βασίζονται στην τεχνολογία μπορούν να συμβάλουν στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης, παρέχοντας πλατφόρμες ειδικά για ομάδες που δεν εξυπηρετούνται. Η εμπιστοσύνη μετριάζει, επίσης, τις προκαταλήψεις ως προς την αγορά ασφάλισης, όπως η προτίμηση της άμεσης ανταμοιβής, έναντι κάποιων μελλοντικών οφελών. Η εμπιστοσύνη στις πρακτικές διακανονισμού αποζημιώσεων των ασφαλιστών είναι ιδιαίτερα σημαντική για τους υποεξυπηρετούμενους πληθυσμούς, οι οποίοι συχνά στερούνται προηγούμενης εμπειρίας με τον ασφαλιστικό κλάδο.
Η δημιουργία ασφαλιστικών προϊόντων που να είναι οικονομικά προσιτά σε διαφορετικούς, υποεξυπηρετούμενους πληθυσμούς είναι το κλειδί για την ασφάλιση χωρίς αποκλεισμούς. Με την επιφύλαξη κανονιστικών περιορισμών, αυτό περιλαμβάνει την προσαρμογή και την απλούστευση των χαρακτηριστικών του προϊόντος για την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών και την αξιοποίηση της τεχνολογίας, της ανάλυσης δεδομένων και των κινήτρων συμπεριφοράς.
Η εξάλειψη των φραγμών στην πρόσβαση σε ασφαλιστικές υπηρεσίες είναι επίσης ζωτικής σημασίας για τη συμπερίληψη. Οι ψηφιακές πλατφόρμες και τα δίκτυα διανομής που βασίζονται στην κοινότητα μπορούν να βοηθήσουν να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια, ειδικά σε απομακρυσμένες περιοχές. Τοπικοί παράγοντες με γνώσεις των ιδιαίτερων τοπικών χαρακτηριστικών μπορούν, επίσης, να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στην προσέγγιση πληθυσμών που δεν εξυπηρετούνται. Τα εξατομικευμένα προγράμματα χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης που στοχεύουν συγκεκριμένα δημογραφικά κοινά μέσω κοινοτικών ιδρυμάτων ή ψηφιακών πλατφορμών μπορούν να προωθήσουν τον χρηματοοικονομικό αλφαβητισμό και να ενισχύσουν σημαντικά την ασφαλιστική ενσωμάτωση.
Η συνεργασία με κρατικούς φορείς και ρυθμιστικές αρχές είναι ζωτικής σημασίας για τη δημιουργία ασφαλιστικών αγορών χωρίς αποκλεισμούς. Αυτό περιλαμβάνει την υποστήριξη συστημάτων υποχρεωτικής ασφάλισης, ελλείψει επαρκώς μεγάλων δεξαμενών κινδύνου (παρέχοντας κίνητρα για την πρόληψη των κινδύνων και την καταπολέμηση του ηθικού κινδύνου), τον σχεδιασμό επιδότησης ασφαλίστρων, για να καταστεί η ασφάλιση προσιτή σε ομάδες υψηλού κινδύνου, δίνοντας παράλληλα κίνητρα για την πρόληψη κινδύνων, και την ανάπτυξη κανονισμών που θα υποστηρίζουν απλοποιημένα, εύκολα προσβάσιμα ασφαλιστικά προϊόντα. Ο δημόσιος τομέας μπορεί, επίσης, να εμπλακεί διευκολύνοντας τη χρήση ψηφιακών καναλιών διανομής και παρέχοντας ρυθμιστικά sandboxes, ενισχύοντας την καινοτομία για ενσωμάτωση στην ασφάλιση.
Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News