

Οι δύσκολες συνθήκες στην ασφαλιστική αγορά σε παγκόσμιο επίπεδο συνεχίζονται και το 2023, με τα ασφάλιστρα Περιουσίας και Ατυχημάτων (P&C) να εξακολουθούν να αυξάνονται στους περισσότερους κλάδους, ιδίως στην ασφάλιση κυβερνοκινδύνων, αν και με βραδύτερο ρυθμό.
Οι συνεχιζόμενες αυξήσεις των τιμών οφείλονται εν μέρει στον πληθωρισμό και στο περιορισμένο capacity, καθώς ορισμένοι ασφαλιστές και αντασφαλιστές P&C περιορίζουν την έκθεσή τους σε κλάδους που θεωρούνται υψηλού κινδύνου, όπως η κυβερνοασφάλιση και η ασφάλιση διευθυντών και στελεχών (D&O). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τη σύσταση captives ασφαλιστικών εταιρειών ως εναλλακτική και, δυνητικά, πιο προσιτή μορφή μεταφοράς ασφαλιστικού κινδύνου, για την κάλυψη των ασφαλιστικών αναγκών των οργανισμών, σε σύγκριση με τα παραδοσιακά κανάλια ασφάλισης.
Σύμφωνα με την DBRS, οι captive ασφαλιστικές εταιρείες ήρθαν για να μείνουν και θα συνεχίσουν να παρέχουν το απαραίτητο capacity, καθώς οι παραδοσιακές ασφαλιστικές εταιρείες μειώνουν τα όρια κάλυψης και αυξάνουν τις εξαιρέσεις ή τις τιμές τους, ιδίως για κυβερνοασφάλιση, όπου οι τιμές παραμένουν σημαντικά αυξημένες. Όσον αφορά την κυβερνοασφάλιση, ειδικότερα, η έκθεση στον κίνδυνο θα διευρυνθεί, καθώς ο κόσμος συνεχίζει να κινείται στην κατεύθυνση της αυξημένης ψηφιοποίησης και συνδεσιμότητας. Κατά συνέπεια, η ανάγκη για κυβερνοασφάλιση θα αυξηθεί και η αύξηση της ζήτησης θα ασκήσει ανοδικές πιέσεις στις τιμές. Ως αποτέλεσμα, η DBRS αναμένει ότι οι συμβάσεις captives θα συνεχίσουν να αποτελούν σημαντική λύση μεταφοράς κινδύνων για τις εταιρείες στο μέλλον. Ωστόσο, ο ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να εξαρτηθεί από το πώς θα εξελιχθεί το ρυθμιστικό περιβάλλον γύρω από τη σύσταση και τη λειτουργία των captives. Υπάρχουν, επίσης, κίνδυνοι που απορρέουν από το ιδιοκτησιακό καθεστώς των captives, οι οποίοι θα πρέπει να εξεταστούν πριν από τη δημιουργία αυτών των εξειδικευμένων εναλλακτικών λύσεων μεταφοράς κινδύνου.
Η captive είναι μια ασφαλιστική εταιρεία που έχει συσταθεί για να παρέχει λύσεις μεταφοράς ασφαλιστικού κινδύνου στη μητρική της εταιρεία ή σε συνδεδεμένες οντότητες. Οι εταιρείες σχηματίζουν captives για διάφορους λόγους, με τον πιο προφανή να είναι ότι ο οργανισμός δεν μπορεί να βρει κατάλληλη, επαρκή ή οικονομικά αποδοτική ασφαλιστική κάλυψη για εξειδικευμένους ή μεμονωμένους κινδύνους στις παραδοσιακές ασφαλιστικές αγορές.
Οι captives υφίστανται για περισσότερο από έναν αιώνα. Σύμφωνα με το Insurance Information Institute, ο αριθμός των captives που λειτουργούν σε όλο τον κόσμο αυξήθηκε σταθερά και έφθασε στο υψηλό επίπεδο των 6.851 το 2015 (βλ. Διάγραμμα 1) από 4.688 το 2004, προτού παρουσιάσει πτωτική τάση –ωστόσο, το 2021 παρατηρήθηκε αύξηση του αριθμού των captives που δημιουργήθηκαν, σε σύγκριση με το 2020.
Τελευταία, η τάση δείχνει ότι ιδρύονται captives με σκοπό τη βελτίωση του capacity και την εξασφάλιση προσιτών τιμών κυβερνοασφάλισης, ασφάλισης D&O και άλλων ασφαλιστικών προϊόντων, που είτε είναι πολύ ακριβά για να αποκτηθούν μέσω της παραδοσιακής ασφαλιστικής αγοράς είτε, ενώ διατίθενται, το capacity είναι περιορισμένο.
Οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο έχουν δείξει ότι είναι πρόθυμες να δημιουργήσουν ευνοϊκά περιβάλλοντα για την ανάπτυξη των captives. Κατά το τελευταίο έτος, τόσο οι περιφερειακές όσο και οι ομοσπονδιακές κυβερνήσεις έλαβαν μέτρα, για να διευκολύνουν τη δημιουργία captives εταιρειών, με στόχο την εξασφάλιση του αναγκαίου capacity για ασφαλιστική κάλυψη. Για παράδειγμα:
Ακολούθως αναφέρονται πιθανά μειονεκτήματα της συμμετοχής σε captive ασφαλιστικές εταιρείες:
Τα ποσοστά ασφάλισης στον κυβερνοχώρο έχουν σημειώσει ταχείες και συνεχείς αυξήσεις τα τελευταία χρόνια. Αυτό οφείλεται, κυρίως, στην απειλή του κυβερνοεγκλήματος, ιδίως του ransomware. Η παροχή ασφαλιστικής κάλυψης στον κυβερνοχώρο γίνεται όλο και πιο δαπανηρή σε ορισμένες αγορές, γεγονός που οδηγεί σε μειωμένο capacity και σε όλο και πιο αυστηρή διατύπωση των ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Σύμφωνα με τη Munich Re, οι συνολικές εκτιμώμενες οικονομικές απώλειες, παγκοσμίως, που προκαλούνται από το κυβερνοέγκλημα ανέρχονται σε $6 τρισ. το 2021. Η Cybersecurity Ventures αναμένει ότι, σε παγκόσμια βάση, το κόστος του κυβερνοεγκλήματος αυξάνεται κατά 15% κάθε χρόνο από το 2021 και θα φθάσει τα $10,5 τρισ. έως το 2025, από $3 τρισ. το 2015, ενώ οι παγκόσμιες δαπάνες για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο αναμένεται να ξεπεράσουν το ίδιο διάστημα τα $1,75 τρισ.
Στη Γερμανία, για παράδειγμα, ο ασφαλιστικός κλάδος ανέφερε, για πρώτη φορά το 2021, ζημιές από την ασφάλιση στον κυβερνοχώρο με combined ratio 124%, σύμφωνα με την Ένωση Γερμανικών Ασφαλιστικών Εταιρειών.
Σύμφωνα με τη Marsh Specialty, οι τιμές ασφάλισης του κυβερνοχώρου στο Ηνωμένο Βασίλειο αυξάνονταν με ταχείς ρυθμούς μέχρι το 2020. Ωστόσο, ο ρυθμός αύξησης των τιμών υποχώρησε στο 70% από το δεύτερο τρίμηνο του 2022, σε σύγκριση με 88% το προηγούμενο τρίμηνο (βλ. Διάγραμμα 2). Για να διαχειριστούν το υψηλό κόστος, πολλοί οργανισμοί βρίσκονται αντιμέτωποι με την επιλογή να μειώσουν τα όρια της ασφαλιστικής κάλυψης που αγοράζουν ή να αυξήσουν τις απαλλαγές (ή να κάνουν και τα δύο).
Πρόσφατα, κάποιοι ασφαλισμένοι στην Ευρώπη αποφάσισαν να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις κυβερνοασφάλισης, δημιουργώντας μια captive αλληλασφαλιστική εταιρεία με την ονομασία Miris. Αυτός ο νέος αλληλασφαλιστικός φορέας λειτουργεί ως μη κερδοσκοπική αλληλασφαλιστική ένωση και ιδρύθηκε με τη συμμετοχή πολλών ευρωπαϊκών πολυεθνικών εταιρειών, μεταξύ των οποίων εταιρείες όπως οι Adeo, Airbus, BASF, Michelin, Solvay, Sonepar και Veolia Environment. Η Miris εδρεύει στις Βρυξέλλες και έλαβε πρόσφατα κανονιστική έγκριση από τις βελγικές ρυθμιστικές αρχές, για να αρχίσει να παρέχει ασφαλιστική κάλυψη στον κυβερνοχώρο. Η πρόσβαση στην ασφαλιστική κάλυψη που παρέχει η Miris περιορίζεται μόνο στα μέλη του Ομίλου. Οι εταιρείες που ενδιαφέρονται να ενταχθούν στη Miris πρέπει να συμμετάσχουν σε μια διαδικασία αξιολόγησης τόσο της ικανότητας διαχείρισης κινδύνων στον κυβερνοχώρο όσο και της οικονομικής τους ευρωστίας. Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών, η Miris θα καλύπτει ασφαλιστικά κάθε μέλος της μέχρι του ποσού των €25 εκατ.
Τα ασφάλιστρα D&O ήδη υποχωρούν λόγω της εισόδου νέων ασφαλιστικών εταιρειών στην αγορά ασφάλισης D&O (βλ. Διάγραμμα 3 για τη μέση ετήσια μεταβολή των ασφαλίστρων στο Ηνωμένο Βασίλειο). Το αυξημένο capacity και ο ανταγωνισμός που προκαλούν οι νεοεισερχόμενοι και οι captives θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους παραδοσιακούς ασφαλιστές σε περαιτέρω μείωση των τιμών τους, για να διατηρήσουν τους πελάτες τους, καθώς ο ανταγωνισμός αυξάνεται.
Ακολουθήστε την ασφαλιστική αγορά στο Google News