Έναρξη ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης
Η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η εκδήλωση της ασθένειας της (…) επήλθε πριν την έναρξη της ουσιαστικής ισχύος της ασφάλισης και πριν την κατάρτιση της σύμβασης. Τι αποφάσισε σχετικά το Εφ. Ανατ. Κρήτης…
Η έναρξη ισχύος της ασφαλιστικής κάλυψης κατά κανόνα γίνεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το άρθρο 6 του Ν. 2496/1997, με την καταβολή ολόκληρου του ασφαλίστρου ή τμηματικά, κατά τα συμφωνηθέντα με τη σύμβαση ασφάλισης, δεδομένου ότι η δυνατότητα αυτή είναι ανεκτή από τον νόμο.
Η σημασία επ’ αυτού των μερών είναι σημαντική για την κάλυψη των κινδύνων, σε σχέση και με τη γνώση του λήπτη για την επέλευση ή τη δικαιολογημένη άγνοιά του. Σχετικώς και τα αποσπάσματα από την απόφαση του Εφ. Ανατ. Κρήτης (10/2020 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ):
(…) από τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2496/97 προκύπτει ότι, για να αρχίσει η ισχύς της ασφαλιστικής κάλυψης, απαιτείται η καταβολή του ασφαλίστρου, είτε εφάπαξ είτε, αν συμφωνηθεί σε τμηματικές καταβολές, η καταβολή της πρώτης δόσης.
Σε περίπτωση που όρος του ασφαλιστηρίου εξαρτά την έναρξη της ασφαλιστικής κάλυψης από την πληρωμή του ασφαλίστρου, η κάλυψη δεν αρχίζει, αν δεν καταβληθεί ολόκληρο το ασφάλιστρο, (…) χωρίς, όμως, να αποκλείεται συμφωνία των συμβαλλομένων να αρχίζει η ασφαλιστική κάλυψη, χωρίς την προκαταβολή των ασφαλίστρων, αφού η ρύθμιση έχει τεθεί υπέρ του ασφαλιστή και άρα είναι έγκυρη κάθε συμφωνία που επαυξάνει τα δικαιώματα του ασφαλισμένου.
Είναι, επίσης, δυνατόν, η έμπρακτη συνειδητή αποδοχή από τον ασφαλιστή της κάλυψης, χωρίς την προκαταβολή του ασφαλίστρου, να οδηγεί, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης, στην αποδοχή της κάλυψης (ΑΠ 1049/2006). (…)
(…) Η εκκαλούσα με λόγο εφέσεως ισχυρίζεται, όπως και πρωτόδικα, ότι η εκδήλωση της ασθένειας της (…) επήλθε πριν την έναρξη της ουσιαστικής ισχύος της ασφάλισης και πριν την κατάρτιση της σύμβασης, η οποία κατά την εναγόμενη έλαβε χώρα την 1-3-2010 που πληρώθηκε το ασφάλιστρο, και συνεπώς ότι οι αντισυμβαλλόμενοι είχαν γνώση του ασφαλιστικού κινδύνου πριν τη σύναψη της σύμβασης.
Τα ως άνω, όμως, είναι απορριπτέα ως αναπόδεικτα, καθώς αποδείχτηκε, αφενός, ότι οι διάδικοι δεν εξάρτησαν την ουσιαστική έναρξη της ασφαλιστικής σύμβασης από την καταβολή των ασφαλίστρων και, αφετέρου, ότι οι ενάγοντες ουδόλως είχαν γνώση της ασθένειας της (…) κατά τον χρόνο που αιτήθηκαν τη μεταφορά της ασφαλιστικής τους κάλυψης στην εναγόμενη, λόγω ανάκλησης της άδειας της (…) στην οποία ήταν ασφαλισμένοι, σε κάθε περίπτωση δε, πριν την έναρξη της ισχύος του συμβολαίου, αλλά ενημερώθηκαν πρώτη φορά για την ύπαρξη κινδύνου την 25-2-2010 που έγινε η απεικονιστική εξέταση υπερήχου όπως προαναφέρθηκε, και συνεπώς δεν συνιστά, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, περιστατικό που οι ενάγοντες απέκρυψαν κακόπιστα και το οποίο ήταν αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του ασφαλιστικού κινδύνου, κατά την έννοια των άρθρων 1 των ειδικών όρων της σύμβασης (…).
Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι συμφωνήθηκε από τους αντισυμβαλλόμενους η ουσιαστική έναρξη της ασφαλιστικής σύμβασης την 16-2-2010, όπως αναφέρεται ρητά στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και προκύπτει από ειδικό όρο αυτού, ο οποίος τροποποιεί τον γενικό όρο του άρθρου 2 του ασφαλιστηρίου ζωής και τον γενικό όρο του άρθρου 11 παρ. 2 του παραρτήματος ασθένειας, με την προϋπόθεση να πληρωθεί το ασφάλιστρο πριν την 4-3-2010. Η ως άνω προϋπόθεση περί πληρωμής του ασφαλίστρου πριν την 4-3-2010 πληρώθηκε και, συνεπώς, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η εναγόμενη δεν ευσταθούν. Εξάλλου, στην πρώτη σελίδα του με αριθμό …./2010 ασφαλιστηρίου αναφέρεται ρητά ως ημερομηνία έναρξης της ασφάλισης η 16-2-2010, ενώ στη σελίδα (…) όπου γίνεται παραπομπή στους ειδικούς όρους του συμβολαίου, στην παράγραφο με επικεφαλίδα «Παρεκκλίσεις» σημειώνεται «Καμία».
Συνεπώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά πλάσμα του νόμου θεωρείται ότι η σύμβαση καταρτίστηκε τυπικά, σύμφωνα με το περιεχόμενο της αίτησης, η οποία για τον ενάγοντα έγινε την 9-11-2009 και για την (…) την 8-2-2010. (…)
Να σημειωθεί δε ότι προσκομίζονται από τους ενάγοντες οι παλαιότερες εξετάσεις της (…), από τις οποίες προκύπτει ότι έως την 25-2-2010 που υποβλήθηκε στην απεικονιστική εξέταση υπερήχου με την οποία γνωματεύτηκε η υποψία νεοπλασματικής νόσου στον μαστό της, ήταν απολύτως υγιής και είχε πλήρη άγνοια της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου. (…)
Τα αυτά αφού δέχτηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στους ενάγοντες το ποσό των €40.532,80, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις (…).
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής, [email protected]
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ
Ακολουθήστε την Ασφαλιστική Αγορά στο Google News