Διαχείριση Ομαδικού Συνταξιοδοτικού Συμβολαίου από τον Ασφαλιστή
H καθαρά επενδυτικού χαρακτήρα σύμβαση διαχείρισης ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων από ασφαλιστική επιχείρηση δεν συνεπάγεται ανάληψη ασφαλιστικού κινδύνου από τον ασφαλιστή. Σχετικά με τα χαρακτηριστικά αυτού του τύπου ασφαλιστηρίων συμβολαίων εξαιρετικό ενδιαφέρον εμφανίζει η απόφαση του Αρείου Πάγου 163/2017.
H καθαρά επενδυτικού χαρακτήρα σύμβαση διαχείρισης ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων από ασφαλιστική επιχείρηση, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 2 του ν.δ. 400/70 και τώρα πια σύμφωνα με το άρθρο 5, ζ του ν. 4364/2016 (Φερεγγυότητα ΙΙ), δεν συνεπάγεται ανάληψη ασφαλιστικού κινδύνου από τον ασφαλιστή, ο οποίος ευθύνεται βεβαίως έναντι του τρίτου – μέλους της ομάδας, αλλά η ευθύνη εκτείνεται εντός των ορίων της επάρκειας του υπό διαχείριση λογαριασμού.
Θα πρέπει να σημειωθεί δε ότι στον ν. 2496/1997, ο οποίος ρυθμίζει την ασφαλιστική σύμβαση, δεν υφίσταται ρητή πρόβλεψη περί ομαδικής ασφάλισης παρά μόνο εμμέσως, στο άρθρο 29 παρ. 3 περί ιδρυόμενης σχέσης, που περιλαμβάνει τον ασφαλιστή, τον λήπτη της ασφάλισης και περισσότερους του ενός ασφαλισμένους, οι οποίοι εντάσσονται στο ασφαλιστήριο εκ του γεγονότος ότι αντιμετωπίζουν κοινούς κινδύνους, συνδεόμενοι μεταξύ τους με κοινά χαρακτηριστικά.
Τα πρόσωπα αυτά – μέλη της ομάδας αποκτούν δικαίωμα να απαιτήσουν αυτοτελώς τα δικαιώματα τα οποία προκύπτουν από την ασφαλιστική σύμβαση, δεδομένου του γεγονότος ότι η σύμβαση αυτή έχει τον χαρακτήρα της γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου προσώπου (ΑΚ 411).
Σχετικά με τα χαρακτηριστικά αυτού του τύπου ασφαλιστηρίων συμβολαίων εξαιρετικό ενδιαφέρον εμφανίζει η απόφαση του Αρείου Πάγου 163/2017 (ΑΠ 163/2017 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα ΝΟΜΟΣ, καθώς και στην ΕΕμπΔ, τόμος 2017, σελ. 370 επ.), απόσπασμα της οποίας παρατίθεται:
Εξάλλου, ομαδική ασφάλιση, για την οποία δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη και ο νόμος δεν δίδει ειδικά την έννοια του όρου, αλλά μόνον αποσπασματικά στο άρθρο 29 παρ. 3 του ν.2496/1997, όπου γίνεται λόγος για την εξαγορά της ομαδικής ασφάλισης, είναι η ασφάλιση με την οποία, με μία ασφαλιστική σύμβαση ιδρύονται περισσότερες ασφαλιστικές σχέσεις, έτσι ώστε να υπάρχουν απέναντι στον ασφαλιστή ένας αντισυμβαλλόμενος και πολλοί ασφαλισμένοι, οι οποίοι κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις υπόκεινται στους ίδιους κινδύνους.
Η ομαδική ασφάλιση μπορεί να αφορά το προσωπικό μιας επιχείρησης ή και κάποια άλλη κατηγορία προσώπων και λειτουργεί κυρίως ως ασφάλιση ποσού, με την έννοια ότι ο ασφαλιστής υποχρεώνεται να καταβάλει σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου ένα ορισμένο χρηματικό ποσό στον δικαιούχο του ασφαλίσματος (τρίτο).
Στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος, το δικαίωμα του οποίου τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της πλήρωσης των όρων της σύμβασης (άρθρ. 201επ ΑΚ), έχει άμεσο, ίδιο και αποκλειστικό δικαίωμα να απαιτήσει από τον υποσχεθέντα ασφαλιστή (και όχι από τον αντισυμβαλλόμενο-δέκτη της υπόσχεσης), το συμφωνηθέν ασφάλισμα σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου (ασφαλιστική περίπτωση) και πλήρωσης των όρων της σύμβασης.
Πρόκειται περί γνήσιας ομαδικής ασφάλισης, η οποία λειτουργεί ως γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (άρθρ. 411 Α.Κ.), κατά την οποία, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, υπό τους όρους που ορίζει η σύμβαση, ο δικαιούχος τρίτος αποκτά το ασφάλισμα εξ ιδίου δικαίου και δικαιούται να ασκήσει απευθείας αγωγή κατά του υποσχεθέντος (ασφαλιστή) και να απαιτήσει την προς αυτόν καταβολή της υποσχεθείσας παροχής (ΑΠ 11/2006, ΑΠ 1895/2008).
Τέλος, η διαχειριστική ασφάλιση είναι μια επενδυτικής φύσης εργασία, χωρίς να έχει σχέση με την κλασσική μορφή ομαδικής ασφάλισης με την έννοια της ανάληψης ασφαλιστικού κινδύνου εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 13 κεφ. VII παρ. 2α ΝΔ 400/1970 “Περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως” επιτρέπεται στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να συμβάλλονται με άλλη επιχείρηση ή νομικό πρόσωπο για τη διαχείριση των ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων του προσωπικού της.
Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, για τη διαχείριση των ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων του προσωπικού επιχείρησης ή και των μελών νομικού προσώπου (όπως συλλόγου), η ασφαλιστική επιχείρηση δημιουργεί Λογαριασμό Κατάθεσης ασφαλίστρων, στον οποίο καταθέτει χρήματα η επιχείρηση ή ο σύλλογος (λήπτης της ασφάλισης), εκείνη δε, έναντι προμήθειας, την οποία λαμβάνει από τον λογαριασμό, αναλαμβάνει την υποχρέωση, όταν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση υπό την οποία τελεί και ειδικότερα όταν πληρωθούν οι προϋποθέσεις της συνταξιοδότησης και οι συμφωνηθέντες, στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 361 ΑΚ, μεταξύ των συμβαλλομένων όροι, να καταβάλλει στον οριζόμενο δικαιούχο (εργαζόμενο της επιχείρησης ή μέλος του συλλόγου) τη συνταξιοδοτική παροχή (ασφάλισμα), την οποία αφαιρεί από τον Λογαριασμό Κατάθεσης ασφαλίστρων, που έχει δημιουργηθεί από τις καταθέσεις του εργοδότη, χωρίς να μετέχει η ίδια (ασφαλιστική εταιρεία), αφού η συμμετοχή της περιορίζεται στη διαχείριση των συνταξιοδοτικών κεφαλαίων και υποχρεούται να προβεί στην καταβολή της συνταξιοδοτικής παροχής στο μέτρο της επάρκειας του λογαριασμού διαχείρισης κεφαλαίων.
Υπό τις συνθήκες αυτές συνάπτεται γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, διεπόμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 410, 411 επ. ΑΚ, δηλαδή υπέρ του ασφαλισμένου (εργαζομένου ή μέλους του συλλόγου), καθόσον το δικαίωμα επί του ασφαλίσματος γεννιέται, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση και υπό τους όρους που ορίζει η σύμβαση απευθείας και αμέσως στο πρόσωπό του, χωρίς να απαιτείται να αποκτηθεί τούτο πρώτα από τον αντισυμβαλλόμενο, λήπτη της ασφάλισης και ύστερα να μεταβιβασθεί από αυτόν στον τρίτο ασφαλισμένο (…).
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής – M.T.E.Y.
(e-mail: [email protected])
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ