Μπορεί ο δανειολήπτης στεγαστικού δανείου να εγείρει αξίωση καταβολής ασφαλίσματος;
Συχνά παρουσιάζεται στην πράξη, στις περιπτώσεις λήψης στεγαστικού δανείου από τράπεζα, ο δανειολήπτης να εντάσσεται σε ομαδικό ασφαλιστικό συμβόλαιο, λήπτης ασφάλισης του οποίου είναι η χρηματοδοτούσα τράπεζα.
Ζήτημα ανακύπτει στις περιπτώσεις επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, σε σχέση με το αν ο δανειολήπτης νομιμοποιείται να εγείρει αξίωση, δεδομένου του γεγονότος ότι ο λήπτης της ασφάλισης, ο οποίος είναι ταυτόχρονα και δικαιούχος του ασφαλίσματος, είναι η ίδια η χρηματοδοτούσα τράπεζα και συνακόλουθα είναι νομιμοποιούμενη να ασκήσει καταψηφιστική αγωγή. Τίθεται συνεπώς ερώτημα σχετικά με το τι δύναται να πράξει ο δανειολήπτης στην περίπτωση κατά την οποία η τράπεζα δεν έχει προβάλει την αξίωση για το ασφάλισμα.
Απάντηση στα ερωτήματα αυτά δίνει πρόσφατη απόφαση, αποσπάσματα από την οποία παραθέτουμε στη συνέχεια (Μονομελές Εφετείο Αθηνών 1310/2018, ΝΟΜΟΣ και ΕΕμπΔ 2019, σελ. 124 επ.).
(…) Εξάλλου, ομαδική ασφάλιση, για την οποία δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη και ο νόμος δεν δίδει ειδικά την έννοια του όρου, αλλά μόνον αποσπασματικά στο άρθ. 29 παρ. 3 του Ν. 2496/1997, όπου γίνεται λόγος για την εξαγορά της ομαδικής ασφάλισης, είναι η ασφάλιση με την οποία, με μία ασφαλιστική σύμβαση ιδρύονται περισσότερες ασφαλιστικές σχέσεις, έτσι ώστε να υπάρχουν απέναντι στον ασφαλιστή ένας αντισυμβαλλόμενος και πολλοί ασφαλισμένοι, οι οποίοι κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις υπόκεινται στους ίδιους κινδύνους. (…)
Από τα ανωτέρω συνάγεται σαφώς ότι η σύμβαση ομαδικής ασφάλισης μπορεί να καταρτιστεί είτε ως σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλιστή και στον αντισυμβαλλόμενό του – λήπτη της ασφάλισης, με δικαιούχο του ασφαλίσματος τον ίδιο τον λήπτη της ασφάλισης, είτε ως γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου ανάμεσα στον ασφαλιστή και τον αντισυμβαλλόμενό του – λήπτη της ασφάλισης με δικαιούχο του ασφαλίσματος τον τρίτο – ασφαλισμένο.
Περαιτέρω, κατά το άρθ. 70 ΚΠολΔ «όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει τη σχετική αγωγή». Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής, που είναι ουσιαστικού δικαίου, προκύπτει ότι είναι δυνατή η αναγνώριση με αγωγή της ύπαρξης ή ανυπαρξίας έννομης σχέσης Ιδιωτικού Δικαίου, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και τελεί σε κατάσταση αβεβαιότητας, εφόσον συντρέχει έννομο συμφέρον.
Ως έννομη σχέση νοείται η βιοτική σχέση του προσώπου, που αναφέρεται σε άλλο πρόσωπο ή υλικό έννομο αγαθό και ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου Δίκαιο και όχι η επίλυση αφηρημένων νομικών ζητημάτων (…).
Οι διάδικοι της αναγνωριστικής δίκης δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν προς τα υποκείμενα της αναγνωριστέας έννομης σχέσης.
Είναι δυνατόν η επίδικη έννομη σχέση να συνδέει όχι ενάγοντα προς εναγόμενο, αλλά ενάγοντα προς τρίτο, οπότε το έννομο συμφέρον λειτουργεί νομιμοποιητικά και αναπληρώνει την άλλως ελλείπουσα νομιμοποίηση των διαδίκων (βλ ΑΠ 780/2007 Νόμος). (…)
Η ως άνω νομιμοποίηση είναι διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και γι’ αυτό εξετάζεται (και) αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης και κατά συνέπεια η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής, ως απαράδεκτης (ΑΠ 154/2017, ΑΠ 151/2017, ΑΠ 2029/2014, ΑΠ 1486/2014, ΑΠ 980/2014 Νόμος).
Με βάση τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, η υπό κρίση, ενωμένη στην προσεπίκληση, παρεμπίπτουσα αγωγή, εκτιμώμενη μετά την απόρριψη της προσεπίκλησης ως κοινή αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, εφόσον δικαιούχος του ασφαλίσματος κατά την ένδικη ασφαλιστική σύμβαση, με βάση τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, δεν είναι ο ενάγων, αλλά η συμβληθείσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία (λήπτρια του ασφαλίσματος), η οποία, σύμφωνα με τις σκέψεις που προηγήθηκαν, είναι η μόνη που δικαιούται να ζητήσει την καταβολή του ασφαλίσματος, απευθείας στην ίδια και, συνεπώς, νομιμοποιείται ενεργητικά, για την άσκηση της σχετικής περί καταβολής ασφαλίσματος αγωγής κατά του Ασφαλιστή.
Ο ενάγων, εφόσον η εναγόμενη Ασφαλιστική Εταιρεία, παρότι επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση αρνείται να καταβάλει το ασφάλισμα στη δικαιούχο αυτού λήπτρια Τράπεζα, προς άρση της ανωτέρω αβεβαιότητας, δικαιούται να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή κατά της εναγόμενης Ασφαλιστικής Εταιρείας, με την οποία να ζητεί να αναγνωριστεί η υποχρέωση της τελευταίας να καταβάλει το ασφάλισμα στην Τράπεζα, έχοντας προς τούτο έννομο συμφέρον, ενόψει του ότι, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή αυτή, ο ίδιος (ως δανειολήπτης) ελευθερώνεται από την υποχρέωση καταβολής στην Τράπεζα του ισάξιου με το ασφάλισμα ποσού (βλ. και ΑΠ 1192/2007, ΑΠ 780/2007, ΕφΑθ 3488/2011, ΕφΠειρ 705/2005 Νόμος). (…).
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής – M.T.E.Y.
(e-mail: [email protected])
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ