Ασφαλιστικοί Διαμεσολαβητές: Πόσο επαρκείς είναι;
Η ευθύνη της σωστής κάλυψης πέφτει σχεδόν εξ ολοκλήρου στους ώμους του μεσολαβητή, υποστηρίζει ο κ. Δημήτρης Καράμπελας, Χημικός Μηχανικός ΕΜΠ, θέτοντας παράλληλα το ερώτημα κατά πόσον οι πιστοποιημένοι μεσολαβητές έχουν τις απαιτούμενες γνώσεις για να παράσχουν ικανοποιητική κάλυψη σε μια μεσαία ή μεγάλη επιχείρηση.
Έχοντας ασχοληθεί πολλά χρόνια κυρίως με βιομηχανικές και εμπορικές ασφαλίσεις, αλλά και με τη διαχείριση των ζημιών αυτών των κινδύνων για λογαριασμό των ασφαλισμένων, έχω καταλήξει σε διαπιστώσεις και συμπεράσματα αναφορικά με την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και συμβουλών από τους συμβούλους και μεσολαβητές αυτών των ασφαλισμένων επιχειρήσεων.
Τα συμπεράσματα αυτά είναι κάθε άλλο παρά καθησυχαστικά για το επίπεδο των μεσολαβητικών υπηρεσιών της αγοράς και οι αρμόδιοι φορείς που ευθύνονται για την ποιοτική προσφορά αυτών των υπηρεσιών πρέπει να ευαισθητοποιηθούν και να διασφαλίσουν τους λήπτες της ασφάλισης ότι τα ασφάλιστρα που πληρώνουν έχουν αντίκρισμα σε ουσιαστικές καλύψεις, που θα προστατεύσουν τις επιχειρήσεις τους την ώρα της ζημίας.
Ως γνωστόν οι μεσολαβητές είναι υπεύθυνοι για την κατάρτιση του ασφαλιστικού προγράμματος, συλλέγοντας τα απαραίτητα στοιχεία από τον ασφαλισμένο, το οποίο πρόγραμμα ακολούθως υποβάλλουν στις ασφαλιστικές εταιρείες που αναλαμβάνουν την κάλυψη.
Οι τελευταίες, εκ των πραγμάτων, κατά κανόνα δεν έχουν τη δυνατότητα ουσιαστικού ελέγχου των στοιχείων του ασφαλιστικού προγράμματος για χιλιάδες ασφαλισμένων τους, οπότε η ευθύνη της σωστής κάλυψης πέφτει σχεδόν εξ ολοκλήρου στους ώμους του μεσολαβητή.
Η ύπαρξη τυποποιημένων και αυτοματοποιημένων καλύψεων, που συνεχώς αναπτύσσεται τελευταία, οπωσδήποτε ελαφρύνει τις ευθύνες του μεσολαβητή, αλλά αφορά σε ατομικές ασφαλίσεις και δεν εφαρμόζεται σε μεγαλύτερους επαγγελματικούς βιομηχανικούς και εμπορικούς κινδύνους.
Το βασικό ερώτημα που γεννάται είναι κατά πόσον οι πιστοποιημένοι μεσολαβητές έχουν τις απαιτούμενες γνώσεις για να προετοιμάσουν το κατάλληλο πρόγραμμα σε μια μεσαία ή μεγάλη επιχείρηση, ώστε να καλυφθεί ικανοποιητικά έναντι ενδεχόμενης ζημίας.
Οι γνώσεις αυτές ανάγονται σε τεχνικό, οικονομικό, λογιστικό, ακόμη και σε νομικό αντικείμενο και ο μεσολαβητής, είτε μόνος του είτε καθ’ ομάδες, πρέπει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αυτές.
Τα ενδεχόμενα λάθη και παραλείψεις του μεσολαβητή μπορεί να οδηγήσουν σε ακάλυπτες ζημίες εκατομμυρίων και να καταστρέψουν την επιχείρηση, ενώ τα παρεχόμενα όρια ασφάλισης της επαγγελματικής αστικής ευθύνης των μεσολαβητών μπορεί να αποδειχθούν ανεπαρκή.
Η πολύχρονη εμπειρία μου, τόσο σε ασφαλίσεις, όσο και σε διαχείριση ζημιών μεγάλων εταιρειών, αποδεικνύει ότι οι περιπτώσεις πλημμελών και λανθασμένων καλύψεων αποτελούσαν την πλειοψηφία.
Οι ελλείψεις αυτές στις περιπτώσεις ζημιών οδήγησαν αναγκαστικά σε αισθητά χαμηλότερες ή σε μηδενικές αποζημιώσεις, ενώ τα ποσά των διαφορών αυτών ανέρχονταν σε αρκετά εκατομμύρια ευρώ.
Θα περίμενε κανείς αυτά τα φαινόμενα να παρατηρούνται μόνο σε μικρούς ή μεμονωμένους μεσολαβητές, αλλά δυστυχώς παρατηρούνται και σε μεγάλους και θεωρητικά οργανωμένους Έλληνες και διεθνείς brokers.
Τα ενδεχόμενα λάθη και παραλείψεις του μεσολαβητή μπορεί να οδηγήσουν σε ακάλυπτες ζημίες εκατομμυρίων και να καταστρέψουν την επιχείρηση, ενώ τα παρεχόμενα όρια ασφάλισης της επαγγελματικής αστικής ευθύνης των μεσολαβητών μπορεί να αποδειχθούν ανεπαρκή.
Τα συνηθέστερα αντικείμενα αυτών των παραλείψεων ή σφαλμάτων είναι τα ακόλουθα:
- Υπασφάλιση. Συνήθως προέρχεται από αδυναμία προσδιορισμού των πραγματικών αξιών προς ασφάλιση ή από σκόπιμη υποχωρητικότητα του μεσολαβητή στις λανθασμένες επιλογές ή επιθυμίες μείωσης του κόστους εκ μέρους του πελάτη, προκειμένου να μην τον δυσαρεστήσει.
- Μη καλυπτόμενοι κίνδυνοι. Πάλι λόγω άγνοιας ή επιθυμίας περιορισμού του κόστους.
- Λανθασμένη περιγραφή του κινδύνου. Λόγω αμέλειας ή άγνοιας.
- Ύπαρξη χαμηλών ορίων ζημίας (loss limits). Λόγω κακής εκτίμησης της μέγιστης πιθανής ζημίας ή λόγω κακώς εννοουμένης οικονομίας.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα έλλειψης καλυπτόμενων κινδύνων είναι ορισμένοι δυσνόητοι και σύνθετοι κλάδοι ασφάλισης, όπως η διακοπή εργασιών και οι πιστώσεις, τους οποίους οι περισσότεροι μεσολαβητές δεν καταλαβαίνουν σε βάθος και έτσι αποφεύγουν να τους προσφέρουν στους πελάτες, φοβούμενοι ότι κατά τις συζητήσεις θα αποκαλυφθεί η άγνοιά τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι ασφαλισμένοι στερούνται καλύψεων που ενδέχεται να αποβούν καθοριστικές για τη μετά τη ζημία πορεία της επιχείρησής τους.
Από την πλευρά τώρα των ασφαλισμένων, συχνά παρατηρείται μια επιπόλαιη και υποβαθμιστική αντιμετώπιση των ασφαλιστικών τους θεμάτων, ακόμη και από σοβαρούς κατά τα άλλα και επιτυχημένους επιχειρηματίες.
Η στάση αυτή οφείλεται κατ’ αρχάς στην αισιόδοξη και εγωιστική ψυχοσύνθεση του Έλληνα, ο οποίος θεωρεί ότι η ζημία θα συμβεί σε κάποιους άλλους και ποτέ στον ίδιο, αλλά οφείλεται επίσης στην ελλιπή και πρόχειρη επισήμανση και εκτίμηση των κινδύνων από τον μεσολαβητή.
Η Πολιτεία έχει θέσει ορισμένους κανόνες εκπαίδευσης των μεσολαβητών όλων των βαθμίδων, οι οποίοι τηρούνται και διενεργούνται οι σχετικές εξετάσεις πιστοποίησης των γνώσεων. Το ερώτημα είναι κατά πόσον αυτή η εκπαίδευση είναι αρκετή, καθώς και εάν οι εξετάσεις είναι αυστηρές και πράγματι πιστοποιούν τις απαραίτητες γνώσεις του μεσολαβητή.
Πιστεύω ότι η διδακτέα ύλη προσανατολίζεται περισσότερο στις απλές ατομικές καλύψεις και δεν επεκτείνεται ουσιαστικά στις γνώσεις που απαιτούνται για την υποστήριξη μεγαλύτερων και πλέον σύνθετων επιχειρήσεων.
Ίσως εδώ αποτελεί λύση η θέσπιση μιας πρόσθετης ανώτερης βαθμίδας μεσολάβησης, στην οποία να ανήκουν υποχρεωτικά όσοι μεσολαβητές χειρίζονται μεγάλους πελάτες.
Ακόμη, θεωρώ ότι η σημαντικότερη γνώση που πρέπει να διδαχθεί πλήρως ο μεσολαβητής είναι η σπουδαιότητα της σωστής ασφάλισης και ο μεγάλος ρόλος που παίζει στην επιβίωση και ανάπτυξη των επιχειρήσεων.
Πέραν από την υποχρεωτική εκπαίδευση που παρέχεται στους μεσολαβητές, οι αρμόδιοι φορείς της ασφαλιστικής αγοράς (Τράπεζα της Ελλάδος – ΕΑΕΕ – ΕΙΑΣ – ΣΕΜΑ, κ.ά.) πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειες διαρκούς εκπαίδευσης, αλλά και επαλήθευσης των αποκτηθεισών γνώσεων των μεσολαβητών, αναβαθμίζοντας το επάγγελμα σε λειτούργημα, όπως αυτό θεωρείται στις προηγμένες οικονομικά χώρες του εξωτερικού.