Ασφάλιση Πυρός: Η επίδραση των ουσιωδών στοιχείων για την κάλυψη του κινδύνου
Εξαιρετικής σημασίας για την ομαλή εξέλιξη της ασφαλιστικής σχέσης είναι η μη διάψευση των προσδοκιών των μερών με βάση την εύλογη και καλόπιστη ερμηνεία των ουσιωδών στοιχείων της σύμβασης. Σχετικώς, εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει η απόφαση του ΤρΕφΑθ 1721/2019 (απόσπασμα από ΔΕΕ, τεύχος 10/2020, σελ. 1004 επ.).
(…) Εξάλλου, και η ένσταση της εναγομένης, … ότι ο ενάγων ασφαλισμένος ευθύνεται με βαριά αμέλεια στην επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης για τον λόγο ότι η φωτιά εκδηλώθηκε αρχικά στην περιοχή εξωτερικά του κτηρίου (κτ-1) σε επαφή με το υπόστεγο όπου υπήρχαν οι δύο ψυκτικοί θάλαμοι με την ηλεκτρολογική τους εγκατάσταση, δηλαδή σε χώρο μη ασφαλιζόμενο και μη περιλαμβανόμενο στη μελέτη πυροπροστασίας, είναι ουσιαστικά αβάσιμη και απορριπτέα. Και τούτο διότι η έκθεση αυτοψίας της αρμόδιας πυροσβεστικής υπηρεσίας, πέραν του ότι προσδιορίζει την εστία της πυρκαγιάς στο εσωτερικό του ισογείου κτηρίου, κατά τα ανωτέρω, δεν κατέγραψε έλλειψη επαρκών ή κατάλληλων μέτρων πυροπροστασίας, ούτε καθυστέρηση κατά την αντιμετώπιση της προκληθείσας πυρκαγιάς.
Περαιτέρω, εν όψει όλων των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών και ιδίως ότι η εναγομένη γνώριζε, μέσω του συνεργάτη της ασφαλιστικού πράκτορα, την ύπαρξη του εσωτερικού παταριού, το οποίο κάλυπτε ασφαλιστικά –αφού ασφάλιζε ισόγειο κτήριο επιφάνειας 600 μετρ. τετρ. (αληθώς 400 μετρ. τετρ. ισόγειο και 200 μετρ, τετρ. πατάρι) –, και του εν επαφή εξωτερικού υπόστεγου με την υπάρχουσα σε αυτό ηλεκτρολογική εγκατάσταση και ψυκτικούς θαλάμους, τα οποία υπήρχαν χωρίς διαφοροποιήσεις από την έναρξη της ασφαλιστικής σχέσης, καθώς και τα εμπορεύματα που υπήρχαν στο ασφαλιζόμενο ακίνητο, ότι δεν αναζήτησε ποτέ το αναφερόμενο πιστοποιητικό πυροπροστασίας γνωρίζοντας τα ανωτέρω, ότι παρόλα αυτά εισέπραττε επί σειρά ετών τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα εν πλήρει συνειδήσει της ανωτέρω έλλειψης σε συνδυασμό με την προβλεπόμενη στη σύμβαση διαλυτική αίρεση, παρέχοντας με τον τρόπο αυτόν στον ενάγοντα την εύλογη πεποίθηση ότι πρόκειται για τυπικό απαιτούμενο, την έλλειψη του οποίου δεν θα επικαλείτο, εφόσον ο ίδιος τηρούσε ουσιαστικά τον σχετικό όρο με την ύπαρξη και καλή λειτουργία όχι μόνον των απαιτούμενων από τη γνωστή στην ενάγουσα μελέτη πυρασφάλειας μέτρων πυροπροστασίας, αλλά περισσότερων (9 πυροσβεστήρες αντί για 4, αυτόματο σύστημα πυρανίχνευσης συνδεδεμένο με εταιρεία φύλαξης, δεξαμενή νερού), η επίκληση από την εναγομένη της πλήρωσης της εν λόγω διαλυτικής αίρεσης εξαιτίας ανυπαρξίας του άνω πιστοποιητικού πυροπροστασίας το πρώτον μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου προκειμένου να απαλλαγεί πλήρως από την υποχρέωσή της προς ασφαλιστική κάλυψη και ενώ η αρμόδια προς τούτο Πυροσβεστική Υπηρεσία αποφαίνεται ρητά για την εστία της φωτιάς … και για την ύπαρξη και λειτουργία επαρκών μέτρων πυροπροστασίας, από κανένα δε αποδεικτικό μέσο και στοιχείο δεν αποδεικνύεται βαριά αμέλεια, πολλώ δε μάλλον δόλος του ενάγοντος σχετικά με την πρόκληση της φωτιάς, υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος της ….
Μετά ταύτα δε λαμβανομένων υπόψη και συνεκτιμωμένων αφενός μεν του κινδύνου που ανέλαβε να καλύψει η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία και αφετέρου των αποδειχθέντων κατά τα ανωτέρω μέτρων που έλαβε ο ενάγων και της εκ μέρους του εξ αμελείας παραβίασης του ασφαλιστικού βάρους γνωστοποίησης της ύπαρξης του (γνωστού σε κάθε περίπτωση στην εναγομένη, κατά τα ανωτέρω) παταριού και εξωτερικού εν επαφή υποστέγου με ηλεκτρολογική εγκατάσταση, προκύπτει η ανάγκη αναπροσαρμογής της οφειλόμενης από την εναγομένη ασφαλιστικής κάλυψης με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και μάλιστα σε όση έκταση και όποιο μέρος επιβάλλεται από αυτές, κατ’ άρθρο 288 ΑΚ, αυτεπαγγέλτως εφαρμοζόμενο, εφόσον πρόκειται για κανόνα αναγκαστικού δικαίου και δημόσιας τάξης, τα δε περιστατικά από τα οποία προκύπτει η ανάγκη αυτή περιέχονται στην αγωγή και την αντένσταση των εναγόντων, κατά τα ανωτέρω (ΑΠ 247/2014, ΑΠ 1301/2013 ΑΠ 1229/2011 Nomos).
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σημειούμενων στοιχείων θα πρέπει η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία να υποχρεωθεί να καλύψει τη ζημία των εναγόντων κάθε αγωγής κατά ποσοστό 70%, που κρίνεται εύλογο με βάση τις προαναφερόμενες αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, λαμβανομένης υπόψη της αναφερόμενης στην ασφαλιστική σύμβαση επιφάνειας του ακινήτου και της πραγματικής τοιαύτης (…).
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής
Σε συνεργασία με το Περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ
Ακολουθήστε την Ασφαλιστική Αγορά στο Google News