Ασφάλιση επιχειρηματικών ομίλων: Πώς διαμορφώνεται η πολιτική κοστολόγησης ασφαλίστρων;
Τελευταία παρατηρούνται φαινόμενα μείωσης των ποσοστών ασφαλίστρων που παρέχονται σε μεγάλους εμπορικούς και ξενοδοχειακούς ομίλους.
Το μέγεθός τους είναι ικανό να δικαιολογήσει αυτή την υπερβολική μείωση;
Πώς διασφαλίζεται η υγιής λειτουργικότητα αυτών των καλύψεων και τι μηνύματα εκπέμπονται στην αγορά και στους ασφαλισμένους;
Βασική παράμετρος της ορθολογικής ασφάλισης είναι ο τεκμηριωμένος καθορισμός του ποσοστού ασφαλίστρου στις κατηγορίες κινδύνου. Στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη είναι το μέγεθος και η συχνότητα των επερχόμενων κινδύνων, οι μεταβολές στις συνθήκες λειτουργίας κάθε κατηγορίας, καθώς και οι προβλέψεις διαφοροποίησης του φυσικού και ανθρώπινου περιβάλλοντος με την πάροδο του χρόνου.
Η κλιματική αλλαγή αποτελεί κύριο παράγοντα διαφοροποίησης των συνθηκών περιβάλλοντος, με προοπτική επιδείνωσης των φυσικών καταστροφών στο προσεχές και όχι μακρινό μέλλον, αλλά και διάφορες άλλες συνθήκες, όπως η έξαρση της εγκληματικότητας και των κοινωνικών ταραχών, πιθανότατα οδηγούν σε επιβάρυνση των ασφαλίστρων περιουσίας παγκοσμίως.
Το κόστος ασφαλίστρων αποτελεί αναμφισβήτητα σημαντικό παράγοντα στην επιλογή ασφαλιστού, αλλά υπάρχουν και άλλοι σημαντικοί παράγοντες που συντελούν στην ύπαρξη φερέγγυων και υγιών ασφαλιστικών εταιρειών στην αγορά και διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία της. Το ασφαλιστικό προϊόν είναι σύνθετο και πολύπλοκο, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις ασφάλισης επιχειρήσεων, και η επιλογή με μοναδικό κριτήριο τη φθηνότερη τιμή μπορεί να οδηγήσει σε περιπέτειες.
Τελευταία έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα μείωσης των ποσοστών ασφαλίστρων που παρέχονται σε μεγάλους εμπορικούς και ξενοδοχειακούς ομίλους, σε τόσο χαμηλά επίπεδα, που ευλόγως αναφύεται το ερώτημα: πώς είναι δυνατόν να διασφαλίζεται η υγιής λειτουργικότητα αυτών των καλύψεων;
Ένα ολικό ποσοστό ασφαλίστρου 0,6 τοις χιλίοις, που περιλαμβάνει 15% φόρους και ένα ποσοστό τουλάχιστον 10% προμήθειας μεσολαβητού, δηλαδή απολύτως καθαρό ποσοστό ασφαλίστρου για την ασφαλιστική εταιρεία 0,47 τοις χιλίοις, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί και ένα ποσοστό γενικών και διοικητικών εξόδων, αποκλείεται να μπορεί να καλύψει τους κινδύνους της επιχείρησης που αναλαμβάνει. Βέβαια, θα μπορούσε να αντιτάξει κάποιος ότι τα χαμηλά αυτά ασφάλιστρα απευθύνονται σε μεγάλες επιχειρήσεις, που λόγω του μεγέθους και του ονόματός τους αποτελούν ελκυστικούς πελάτες, αλλά κατά την άποψή μας αυτός ο λόγος δεν είναι αρκετός για να δικαιολογήσει αυτή την υπερβολική μείωση.
Γεννάται, λοιπόν, το ερώτημα: πού οφείλεται αυτή η πολιτική;
Η μόνη πιθανή εξήγηση είναι η αδυσώπητη μάχη των στόχων κύκλου εργασιών, στην οποία όλες οι μεγάλες ασφαλιστικές συμμετέχουν, ώστε να επιτύχουν όσο το δυνατόν υψηλότερη θέση στην κατάταξη μεριδίων της συνολικής αγοράς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το γόητρο αλλά και την προοπτική εξαγοράς ή συγχώνευσης εκάστης, κάτι που είναι πολύ του συρμού τελευταία. Αυτή, όμως, η πολιτική δημιουργεί σύγχυση στην αγορά και προκαλεί την εντύπωση, σε μεγάλη μερίδα καταναλωτών, ότι αυτό είναι το πραγματικό κόστος της ασφάλισης, επομένως τα λοιπά κυκλοφορούντα φυσιολογικά ποσοστά ασφάλισης αποτελούν κερδοσκοπία. Είναι αυτονόητο ότι η κατάσταση αυτή μόνο καλό δεν κάνει στην ήδη αναιμική και προβληματική ελληνική ασφαλιστική αγορά.
Ακολουθήστε την Ασφαλιστική Αγορά στο Google News