Αντιπαραγωγικά τα οριζόντια δημοσιονομικά μέτρα
Όλοι πλέον φαίνεται να αντιλαμβάνονται το προφανές, ότι η χώρα δεν αντέχει άλλο μειώσεις μισθών και συντάξεων και αύξηση των φόρων και ότι τα οριζόντια δημοσιονομικά μέτρα εντέλει λειτουργούν αντιπαραγωγικά.
Η συγκεκριμένη άποψη υποστηρίζεται και στη νέα έκδοση του περιοδικού δελτίου της Διεύθυνσης Τρέχουσας Οικονομικής Ανάλυσης & Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank, Greece Macro Monitor, που δημοσιεύτηκε στις 17 Οκτωβρίου. Τίτλος της «Γιατί ένα νέο πακέτο οριζόντιων δημοσιονομικών μέτρων θα αποδεικνυόταν ενδεχομένως αντιπαραγωγικό – Μέρος 2ο» και συγγραφέας της ο Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, επικεφαλής της Διεύθυνσης.
Η συγκεκριμένη έκθεση αποτελεί επέκταση προηγούμενης μελέτης με θέμα: α) τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους και β) την αναγκαιότητα αποφυγής ενός νέου πακέτου οριζόντιων μέτρων λιτότητας με στόχο την κάλυψη του προβλεπόμενου δημοσιονομικού κενού την περίοδο 2014-2016[1]. Παράλληλα, επιχειρεί μία πληρέστερη τεκμηρίωση του θέματος, μέσω της σύνοψης των κύριων συμπερασμάτων δύο προγενέστερων εμπειρικών ερευνών για τις μακροοικονομικές επιπτώσεις της δημοσιονομικής πολιτικής στην Ελλάδα και της ανάδειξης της σημασίας αυτών στην τρέχουσα συγκυρία.[2]
Το βασικό συμπέρασμα της νέας μελέτης είναι ότι θα πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια, με στόχο την αποφυγή: i)νέων μειώσεων σε μισθούς, συντάξεις ή/και δαπάνες του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, και ii) νέων αυξήσεων στους φορολογικούς συντελεστές άμεσων ή έμμεσων φόρων, πέραν των δημοσιονομικών μέτρων που έχουν ήδη συμφωνηθεί στο πλαίσιο του αναθεωρημένου προγράμματος προσαρμογής. Αντ’ αυτού, τα όποια δημοσιονομικά κενά προκύψουν την επόμενη τριετία θα πρέπει να καλυφθούν με μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα, μέσω εντονότερων προσπαθειών για την αναδιάταξη του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και την αναδιάρθρωση του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στην περίληψη της μελέτης: «Πέραν των όποιων κοινωνικών επιπτώσεων, ένα νέο πακέτο οριζόντιων μέτρων θα μπορούσε να αποδειχθεί αντιπαραγωγικό, από αμιγώς μακροοικονομική και δημοσιονομική σκοπιά, καθώς οι εκτιμώμενοι (από τις πρόσφατες εμπειρικές μας μελέτες) δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές των δαπανών για μισθούς, συντάξεις ή/και δημόσιες επενδύσεις είναι ιδιαίτερα υψηλοί όταν η οικονομία βρίσκεται σε φάση συρρίκνωσης. Πιο συγκεκριμένα:
- Η συσταλτική επίπτωση στο ΑΕΠ της Ελλάδας για κάθε 1 ευρώ σύσφιξης της δημοσιονομικής πολιτικής –π.χ. μέσω περικοπής του μισθολογικού κόστους, του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων ή/και της δαπάνης για την αγορά άλλων προϊόντων και υπηρεσιών– αυξάνεται με το μέγεθος της συνολικής δημοσιονομικής σύσφιξης και είναι μεγαλύτερη όταν η τελευταία λαμβάνει χώρα σε περιόδους ύφεσης.
- Η συσταλτική επίπτωση στο ΑΕΠ της Ελλάδας για κάθε 1 ευρώ σύσφιξης της δημοσιονομικής πολιτικής εξαρτάται από το μείγμα και τη διάρθρωση της δημοσιονομικής προσαρμογής και είναι σημαντικά υψηλότερη όταν η τελευταία στοχεύει στην περικοπή των πρωτογενών δαπανών αντί αύξησης των δημοσίων εσόδων.
- Ενδεικτικά, η δυνητική συσταλτική επίπτωση στο ΑΕΠ της χώρας (fiscal drag) μιας προσαρμογής που στοχεύει σε βελτίωση της πρωτογενούς θέσης της γενικής κυβέρνησης κατά περίπου 3% εκτιμάται ότι μπορεί να ανέλθει σωρευτικά σε 1,89 ευρώ σε βάθος τριετίας, για κάθε 1 ευρώ μείωσης των πρωτογενών δαπανών. Παρόλα αυτά, η εκτιμώμενη συσταλτική επίπτωση εκτιμάται ότι μπορεί να είναι αρκετά μικρότερη (περίπου 0,5 ευρώ σωρευτικά σε βάθος τριετίας για κάθε 1 ευρώ δημοσιονομικής προσαρμογής) όταν η προσαρμογή αυτή στηρίζεται εξ ολοκλήρου σε αύξηση των δημοσίων εσόδων.
- Σημειώνεται ότι το ανωτέρω αποτέλεσμα δεν αποτελεί άμεση προτροπή για περαιτέρω αύξηση των φορολογικών συντελεστών στην Ελλάδα, αφού οι τελευταίοι παραμένουν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Αντ’ αυτού, αποτελεί ισχυρότατο επιχείρημα υπέρ μιας επιθετικότερης πολιτικής στο μέτωπο της αναδιοργάνωσης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και πάταξης της φοροδιαφυγής μέσω μιας συνολικότερης αναδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα της χώρας.
- Οι εκτιμώμενοι πολλαπλασιαστές του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων είναι ιδιαίτερα υψηλοί, κυρίως όταν η οικονομία βρίσκεται σε φάση βαθιάς ύφεσης, προβάλλοντας ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ μιας επιθετικότερης αύξησης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων στην τρέχουσα συγκυρία».
Βεβαίως, εκείνο που επισημαίνεται είναι ότι η ερμηνεία των εμπειρικών αποτελεσμάτων που συνοψίζονται στην έκθεση χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, λόγω πληθώρας σοβαρών θεωρητικών και τεχνικών δυσκολιών που σχετίζονται με την εκτίμηση των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών. «Η εκτίμηση για το μέγεθος της συσταλτικής επίπτωσης των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής δεν αποτελεί απαραίτητα και πρόβλεψη για την πορεία του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, καθώς αυτή μπορεί να επηρεαστεί από πλειάδα άλλων παραγόντων, όπως π.χ. η εξέλιξη του επενδυτικού κλίματος και η εμπιστοσύνη των επενδυτών για την δημοσιονομική σταθερότητα μιας χώρας», τονίζεται χαρακτηριστικά.
[1] Greece Macro Monitor, 7 Οκτωβρίου 2013, «Μια τεχνική μελέτη για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους – Πώς ο τρέχων υψηλός λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ αποκρύπτει τη μεγάλη βελτίωση που έχει συντελεσθεί στην εξέλιξη των δανειακών αναγκών της Γενικής Κυβέρνησης».
[2] Δείτε: (i)Monokroussos and Thomakos, “Fiscal multipliers in deep economic recessions and the case for a 2-year extension in Greece’s austerity programme”, Eurobank Research, Oct. 2012. (ii) Monokroussos and Thomakos, “Greek fiscal multipliers revisited: Government spending cuts vs. tax hikes and the role of public investment expenditure”, Eurobank Research,Mach 2013.