Όροι Απαλλαγής στις Επαγγελματικές Ασφαλίσεις
Με σκοπό την προστασία του ασθενέστερου μέρους και διατήρηση ισορροπίας στις σχέσεις μεταξύ ασφαλισμένου και ασφαλιστή, αλλά και την αποτροπή υπεισέλευσης καταχρηστικών όρων στις ασφαλιστικές συμβάσεις, ο νομοθέτης όρισε με τη διάταξη του άρθρου 33 παρ 1 του ν. 2496/97 (Ασφαλιστικός Νόμος) ότι «κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών».
Είναι προφανές ότι η εξισορροπητική, ως προς την προστασία των δικαιωμάτων του λήπτη της ασφάλισης στις καταναλωτικές συμβάσεις ασφάλισης, διάταξη στοχεύει στην ειδική προστασία του ασθενέστερου μέρους στην ασφαλιστική σύμβαση, πέραν του ισχύοντος γενικού πλαισίου του ν. 2251/94 για την προστασία του καταναλωτή, αλλά ταυτόχρονα παρέχει τη δυνατότητα αυτονομίας, όταν και όπου η προστασία αυτή δεν είναι αναγκαία. Έτσι, η ίδια διάταξη εισάγει τις εξαιρέσεις από τη γενική της εφαρμογή, στις ρητά προβλεπόμενες από το νόμο αυτό περιπτώσεις (άρθρο 7 παρ. 3 και παρ. 6, άρθρο 14 παρ. 4, άρθρο 18 παρ. 4 και άρθρο 19 παρ. 5 του ν. 2496/97), οι οποίες χαρακτηρίζονται από το κρίσιμο, από άποψη νομικής αξιολόγησης, στοιχείο της επαγγελματικότητας από την πλευρά του λήπτη της ασφάλισης. και αυτό όχι γενικά και αόριστα, αλλά όπου και όπως ρητά ορίζεται από τις διατάξεις αυτές και στις συμβάσεις μεταφοράς πραγμάτων, στις ασφαλίσεις πιστώσεων και εγγυήσεων και στις ζημιές κατά τις θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές, οι οποίες είναι αναμφισβήτητα εμπορικού χαρακτήρα. Η δε περιοριστική αυτή αναφορά ουδόλως είναι τυχαία και αποβλέπει έμμεσα στην παροχή της προστασίας του νόμου και σε ικανό αριθμό συμβάσεων ασφάλισης με εμπορικό περιεχόμενο και πάντα υπό το πρίσμα του ελέγχου της καταχρηστικότητας.
Ο νομοθέτης διαχωρίζει χωρίς αμφιβολία τις ασφαλίσεις αυτές κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων, με σημαντικό τις περισσότερες φορές οικονομικό αντικείμενο, αλλά και με ιδιαιτερότητες, οι οποίες συχνά επιβάλλουν την πρόβλεψη, μετά από διαπραγμάτευση μεταξύ ασφαλιστή και λήπτη της ασφάλισης, ειδικών όρων στις ασφαλιστικές συμβάσεις.
Οι ειδικοί αυτοί όροι είναι, σχεδόν πάντα, μεγάλης και ουσιαστικής σημασίας για την εκτίμηση του κινδύνου, αλλά και για την αποτροπή επαύξησης της ευθύνης του ασφαλιστή. Για το λόγο αυτόν, η ύπαρξή τους στην ασφαλιστική σύμβαση κρίνεται ως αναγκαία και η εξαίρεση από τη γενική ρύθμιση του άρθρου 33 παρ. 1 του ν. 2496/97 θεμιτή, επιτρέπουσα την αυτονομία της βούλησης των μερών να ρυθμίσει ειδικά ζητήματα της ασφαλιστικής σύμβασης.
Μεταξύ των όρων αυτών συναντάται η ύπαρξη ειδικών συμφωνιών για απαλλαγή από την ευθύνη του ασφαλιστή, σε περιπτώσεις μη τήρησης από το λήπτη της ασφάλισης ή τον ασφαλιζόμενο ρητά αναφερόμενων στη σύμβαση υποχρεώσεων (ασφαλιστικών βαρών). Η ισχύς παρόμοιων συμφωνιών υπήρξε αντικείμενο νομικών προβληματισμών.
Σε πρόσφατη σημαντική απόφασή του ο Άρειος Πάγος (δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ΑΠ (ΟΛΟΜ) 14/2013) έκρινε ότι «το Εφετείο, το οποίο έκρινε ως έγκυρο τον όρο της επίμαχης ασφαλιστικής σύμβασης, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ της εναγόμενης και ήδη αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας και της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, (…), για την κάλυψη του επαγγελματικού κινδύνου από την παρεχόμενη εκ μέρους της τελευταίας στους πελάτες της πίστωσης του τιμήματος από την πώληση των εμπορευμάτων της, ότι η παράλειψη εκ μέρους του ασφαλισμένου της εμπρόθεσμης δήλωσης μη πληρωμής συνεπάγεται απώλεια της απαίτησης προς αποζημίωση από καθυστέρηση πληρωμής (protracted default) και στη συνέχεια δέχθηκε ως βάσιμο τον ισχυρισμό (ένσταση) της εναγόμενης για παράβαση του όρου αυτού εκ μέρους της ενάγουσας στις τρεις προαναφερόμενες περιπτώσεις (παράλειψη δήλωσης μη πληρωμής τρεις μήνες μετά την υπέρβαση της συμφωνημένης αρχικά ημερομηνίας πληρωμής) και απέρριψε την ένδικη αγωγή για καταβολή του ασφαλίσματος, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 33 παρ. 1 και 7 παρ. 2 του ν. 2496/97…».
Η απόφαση αυτή είναι πολύ σημαντική για το κύρος παρόμοιων ειδικών συμφωνιών στις ασφαλιστικές συμβάσεις, που περιλαμβάνονται στις εξαιρέσεις του άρθρου 33 και των σχετικών άρθρων του ν. 2496/97.
Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής (e-mail: [email protected])
Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ