Το παρόν και το μέλλον για ασφαλιστικές και ασφαλιστές
Του Χρήστου Κατσάκου
Προβλήματα με κοινό παρονομαστή, σοβαρά και σημαντικά, τα οποία κατά κύριο λόγο οφείλονται στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα και δευτερευόντως στα Solvency και στην εποπτεύουσα αρχή.
Σε μια προσπάθεια αναλυτικότερης και ρεαλιστικής προσεγγίσεως του τοπίου της ασφαλιστικής αγοράς σήμερα, θα πρέπει να δούμε την αλήθεια, την ωμή πραγματικότητα, και να ενεργήσουμε με σύνεση, ήθος και ψυχραιμία.
Κράτος και κυβερνώντες: η γενεσιουργός αιτία των προβλημάτων
Είναι αναμφισβήτητο ότι η πολιτική και η οικονομική κατάσταση της χώρας, σήμερα, είναι η κύρια αιτία των προβλημάτων, όχι μόνο στην ασφαλιστική αγορά.
Η σημερινή κατάσταση δεν προέκυψε όμως ξαφνικά. Ήταν αναμενόμενη και οφείλεται σε εσφαλμένους χειρισμούς και επιλογές των κυβερνώντων, τα τελευταία σαράντα χρόνια. Κανείς, όμως, δεν πίστευε ότι οι εσφαλμένοι χειρισμοί του παρελθόντος θα είχαν τόσο τραγικές συνέπειες.
Δυστυχώς, οι με τη δική μας ψήφο κυβερνώντες από το 2010 μέχρι και σήμερα, λόγω ιδεολογίας, ιδεοληψίας, απειρίας, τυχοδιωκτισμού, προσωπικού και κομματικού οφέλους, κυρίως, και με σημαία τον λαϊκισμό, ο οποίος δεν οδηγεί πουθενά, δεν θέλουν να εφαρμόσουν τα αναγκαία και επιβεβλημένα, ακόμη και με την κοινή λογική, ώστε η χώρα να βγει επιτέλους από την κρίση αυτή.
Τα στοιχεία των τελευταίων ετών στην ασφαλιστική αγορά δείχνουν, αντί αναπτύξεως, μια συνεχή σημαντική πτώση των ασφαλίστρων σε όλους τους κλάδους, η οποία κατά κύριο λόγο οφείλεται σε ακυρώσεις ασφαλιστηρίων λόγω αδυναμίας της κοινωνίας, σε σημαντικές μειώσεις των ασφαλίστρων από πλευράς ασφαλιστικών εταιρειών, σε μία προσπάθεια διατηρήσεως παραγωγής, σε έλλειψη νέων εργασιών λόγω υφέσεως.
Το κράτος, το οποίο θα έπρεπε να είναι υποστηρικτής και αρωγός στην όποια επιχειρηματικότητα, ενεργεί με αντίθετο τρόπο και δημιουργεί συνθήκες αποτροπής από την επιχειρηματικότητα, την ιδιωτική πρωτοβουλία και γενικότερα τον ιδιωτικό τομέα, ενδυναμώνοντας τον δημόσιο τομέα.
Θα πρέπει, λοιπόν, οι όποιοι κυβερνώντες να ασχοληθούν επιτέλους σοβαρά με τα προβλήματα και τα μέχρι σήμερα κακώς κείμενα της χώρας, με κύριο στόχο την αποφυγή της χρεωκοπίας, ή έστω της ακόμη μεγαλύτερης πτωχοποιήσεως της κοινωνίας, και την ανάπτυξη.
Αλλαγή νοοτροπίας, περιορισμός στο ελάχιστο του Δημοσίου, σταθερή και λογική φορολόγηση, υποστήριξη με κάθε μέσο και τρόπο της επιχειρηματικότητας, της αναπτύξεως, των επενδύσεων, συνετή οικονομική διαχείριση των δημοσίων πόρων, ανάκτηση της αξιοπρέπειας όχι μόνο στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό, θα πρέπει να είναι οι στόχοι, μέσω των οποίων θα βγούμε από την κρίση.
Και σε ό,τι αφορά τις ασφαλίσεις, το κράτος οφείλει, όχι μόνον διότι έχει συμφέρον, να προάγει τον θεσμό των ασφαλίσεων και να στηρίζει και να διευκολύνει το έργο ασφαλιστικών εταιρειών και διαμεσολαβούντων, οι οποίοι επιτελούν και κοινωνικό έργο.
Μήπως οι ασφαλιστικές κινούνται προς λάθος κατεύθυνση;
Οι ασφαλιστικές εταιρείες, εκτός της απώλειας ασφαλίστρων, έχουν πληγεί από τις απώλειες από τα “κουρέματα”, τα οποία υπέστησαν, τις λάθος επιλογές επενδύσεων του παρελθόντος, σωστές ίσως για την εποχή που έγιναν, και τις απαιτήσεις των Solvency, στις οποίες πρέπει να προσαρμοσθούν.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα και κυρίως να προσαρμοσθούν στις απαιτήσεις τόσο των Solvency όσο και της εποπτευούσης αρχής.
Είναι όμως ορθή αντιμετώπιση η αλόγιστη, κατά τη γνώμη μου, μείωση των ασφαλίστρων, όχι μόνο του κλάδου αυτοκινήτων, αλλά και όλων των λοιπών γενικών κλάδων;
Τι συνέβη ξαφνικά; Μειώθηκαν ή δεν υπάρχουν ζημίες; Ή μήπως τα ασφάλιστρα ήταν υπερτιμολογημένα; Μήπως αποδειχθούν καταστροφικές οι μειώσεις των ασφαλίστρων;
Να σημειωθεί ενδεικτικά εδώ, ότι κυκλοφορούν ασφαλιστήρια κατοικιών με ασφάλιστρο 0,20‰ για πυρκαγιά (flexa) και 1‰ για σεισμό, και ασφαλιστήρια ξενοδοχείων με 0,80‰ με σεισμό, και δεν αναφέρω τα εξευτελιστικά πλέον ασφάλιστρα του κλάδου αυτοκινήτων.
Είναι ορθή αντιμετώπιση η μέθοδος των direct πωλήσεωv ή οι προσφορές δώρων, προϊόντων και υπηρεσιών (άλλο ετούτο πάλι) τελείως ξένων με τα ασφαλιστικά;
Και αν είναι ορθή η μέθοδος των direct πωλήσεων, γιατί δεν εφαρμόζεται πλήρως και με θάρρος από μια ασφαλιστική εταιρεία, αλλά λειτουργεί παράλληλα με δίκτυο διαμεσολαβούντων;
Μήπως επειδή ο διαμεσολαβών, ο επαγγελματίας διαμεσολαβών, τελικά είναι αναντικατάστατος ή, έστω, αναγκαίο κακό;
Είναι ορθή η αντιμετώπιση της καταστάσεως μέσω κανονισμών πωλήσεων, οι οποίοι πριμοδοτούν νέα παραγωγή, η οποία δεν υπάρχει; Εκτός και εάν νέα παραγωγή εννοούμε αυτές τις παραγωγές οι οποίες περιφέρονται από ασφαλιστική εταιρεία σε ασφαλιστική εταιρεία κάθε χρόνο, με κερδισμένους κάποιους διαμεσολαβούντες.
Δεν ωφελεί σε τίποτα η μετακίνηση παραγωγών. Η πίττα της αγοράς δεν αυξάνεται αλλά μειώνεται και έχει μία κατανομή. Ας διατηρηθεί αυτή η ισχύουσα κατανομή μέχρις ότου έλθει (αν έλθει και όποτε έλθει) η περιβόητη ανάπτυξη και τότε βλέπουμε.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες, εάν θέλουν να διατηρηθούν στην αγορά, θα πρέπει, εάν μπορούν, να προσαρμοσθούν (υποταχθούν) στις παράλογες, σε πλείστες των περιπτώσεων, απαιτήσεις των Solvency και της εποπτευούσης αρχής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Μήπως οι απαιτήσεις των Solvency θα έπρεπε να διαχωρισθούν σε αυτές οι οποίες αφορούν ασφαλιστικές εταιρείες οι οποίες ασκούν και κλάδο ζωής και επενδύσεων και σε ασφαλιστικές εταιρείες αμιγώς γενικών κλάδων;
Μήπως οι ασφαλιστικές εταιρείες στο σύνολό τους ή έστω αυτές των γενικών κλάδων και ειδικότερα οι ελληνικές, οι οποίες θίγονται περισσότερο, θα έπρεπε αιτιολογημένα να αντιδράσουν σε απαιτήσεις οι οποίες θα οδηγήσουν κάποια στιγμή σε διακοπή εργασιών;
Οι ασφαλιστικές εταιρείες θα πρέπει να εστιάσουν στη συντήρηση της παραγωγής, στην περιστολή δαπανών, μείωση κοστολογίων, στη συνετή διαχείριση.
Διατίθενται κάθε χρόνο –και διαφημίζεται αυτό– αρκετές χιλιάδες ευρώ για νέες ηλεκτρονικές εφαρμογές ή για βελτίωση υφισταμένων, χωρίς αυτές να έχουν κάποια ουσιαστική χρησιμότητα.
Τι προσφέρει η τιμολόγηση μέσω κινητού τηλεφώνου; Μπορεί ο διαμεσολαβών, τον οποίο υποτίθεται ότι εξυπηρετεί η εφαρμογή αυτή, να κάνει μία πράξη ασφαλίσεως ή να τιμολογήσει έναν κίνδυνο (αυτοκίνητο) στον δρόμο ή στο καφενείο; Και πού είναι, σε αυτή την περίπτωση, το έντυπο αναγκών; Πού είναι η διαχείριση και ο επαγγελματισμός;
Θα πρέπει να εμπεδώσουν το αξίωμα ότι «η ασφάλιση δεν αγοράζεται αλλά πωλείται» και για την πώληση, το μόνο κατάλληλο πρόσωπο είναι ο επαγγελματίας διαμεσολαβητής, στον οποίο πρέπει να είναι αρωγοί.
Θα πρέπει να αντιληφθούν ότι το bancassurance δεν θίγει μόνο τα συμφέροντα των διαμεσολαβούντων αλλά και τα δικά τους, διότι δεν καρπούνται όλες οι ασφαλιστικές εταιρείες από τις πωλήσεις μέσω bancassurance και θα πρέπει ίσως να αντιδράσουν με δυναμικό τρόπο.
Οι διαμεσολαβούντες αντιμέτωποι με πλήθος προβλημάτων
Οι διαμεσολαβούντες έχουν να αντιμετωπίσουν τη μείωση του εισοδήματος, λόγω μειώσεως της παραγωγής των, και την αύξηση του κόστους, τόσο σε χρήμα όσο και σε εργατοώρες, εκ της εφαρμογής του συστήματος agent print και των γενικότερων απαιτήσεων της εποπτευούσης αρχής.
Η μείωση της παραγωγής και κατά συνέπεια του εισοδήματος οφείλεται στη μείωση των ασφαλίστρων, στην απώλεια παραγωγής λόγω αδυναμίας της κοινωνίας, στην έλλειψη νέας παραγωγής λόγω υφέσεως και οικονομικών συνθηκών της αγοράς.
Επιπλέον, όμως, η μείωση του εισοδήματος οφείλεται και στον θεσμό του bancassurance και στις direct πωλήσεις.
Ως να μην αρκούσαν, όμως, τα ανωτέρω, έρχεται και η χαριστική βολή με τις μορφές φορολογίας και ασφαλιστικών εισφορών, με αποτέλεσμα τα ήδη μειωμένα καθαρά εισοδήματα να μειώνονται ακόμη περισσότερο.
Εδώ πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν και η φορολογική ενημερότης, η οποία απαιτείται πλέον από την εποπτεύουσα αρχή, για την ανανέωση της αδείας ασκήσεως επαγγέλματος.
Οι διαμεσολαβούντες, οι οποίοι ακόμη και σήμερα πιστεύουν ότι το bancassurance και οι direct πωλήσεις από τις ασφαλιστικές εταιρείες είναι το σημαντικότερο πρόβλημά τους, θα πρέπει να εμπεδώσουν ότι το κύριο πρόβλημα είναι η φορολόγηση, οι φορολογικές εισφορές, η κατάσταση της χώρας και οι εκάστοτε απαιτήσεις της εποπτευούσης αρχής.
Σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις της εποπτευούσης αρχής και ειδικά τις επαναπιστοποιήσεις και τη φορολογική ενημερότητα, μήπως αυτές, αναπόφευκτα, θα οδηγήσουν χιλιάδες διαμεσολαβούντες στην ανεργία και την παραγωγή αυτών στο bancassurance ή σε μεγάλα σχήματα διαμεσολαβήσεως;
Βancassurance και direct πωλήσεις – μήπως οι διαμεσολαβούντες πρέπει να αντιδράσουν πιο δυναμικά;
Σε ό,τι αφορά το bancassurance, μεταφέρω αυτολεξεί την απάντηση υψηλόβαθμου στελέχους ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία δραστηριοποιείται στο bancassurance, σε σχετική ερώτηση: «Θα υπάρχει, είτε το θέλετε είτε δεν το θέλετε».
Ειλικρινέστατη και ορθή απάντηση. Ακούγεται σκληρή, αλλά είναι η πραγματικότητα και δεν μπορεί κανείς να αποτρέψει τη λειτουργία του θεσμού του bancassurance.
To θέμα, όμως, δεν είναι αν θα υπάρχει ή όχι, αλλά πώς θα δραστηριοποιείται το bancassurance.
Η ασφαλιστική πράξη για κάθε ασφαλιζόμενο κίνδυνο απαιτεί διαχείριση. Στη διαχείριση συμπεριλαμβάνεται και η εξυπηρέτηση των κινδύνων και των ασφαλιζομένων. Η εμπειρία μου λέει ότι το bancassurance δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί ούτε στην πραγματικότητα ούτε στα σχετικώς οριζόμενα από την εποπτεύουσα αρχή σε μια πράξη ασφαλίσεως κυρίως γενικών κλάδων, λόγω υψηλών κοστολογίων.
Το μοναδικό πεδίο στο οποίο, ίσως, θα μπορούσε ο θεσμός του bancassurance να προσφέρει καλές υπηρεσίες, είναι τα επενδυτικά/συνταξιοδοτικά προγράμματα και μόνον αυτά, διότι έχει άριστη πληροφόρηση της οικονομικής καταστάσεως των πελατών του πιστωτικού ιδρύματος και είναι τα προγράμματα, τα οποία έχουν τη μηδενική έως ελάχιστη διαχείριση.
Έχω ακούσει, κατά καιρούς, από πρόσωπα τα οποία υποστηρίζουν τον θεσμό του bancassurance, ότι ο θεσμός αυτός διαπρέπει ως κανάλι διανομής ασφαλιστικών προϊόντων (προγραμμάτων) σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Μήπως αυτό λέγεται με σκοπό να υποταχθούν οι διαμεσολαβούντες στη μοίρα τους;
Μήπως πράγματι διαπρέπει ως κανάλι διανομής, αλλά αφορά επενδυτικά/συνταξιοδοτικά προγράμματα μόνον και όχι ασφαλίσεις γενικών κλάδων;
Δεν γνωρίζω τις πρακτικές διαθέσεως ασφαλιστικών προγραμμάτων, τις οποίες εφαρμόζουν πιστωτικά ιδρύματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Θα ήταν ενδιαφέρον όμως, για παράδειγμα, να δούμε αν η Banca di Roma διαθέτει την Agenzia di Assicurazioni di Banca di Roma (κάτι ανάλογο της εφευρέσεως ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων).
Δεν γνωρίζω επίσης στοιχεία, αλλά δεν νομίζω ότι, σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα, ένα πιστωτικό ίδρυμα υποχρεώνει “ευγενικά”, απευθείας είτε μέσω διαμεσολαβητικού προσώπου συμφερόντων του, τον οποιοδήποτε δανειολήπτη να ασφαλίσει το υπέγγυο περιουσιακό του στοιχείο σε ασφαλιστική εταιρεία, την οποία του επιβάλλει το πιστωτικό ίδρυμα.
Φυσικά, το πιστωτικό ίδρυμα έχει ορθώς κάθε δικαίωμα, να επιβάλλει τις αναγκαίες ασφαλιστικές καλύψεις με τις οποίες θα πρέπει να καλυφθεί ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ώστε σε περίπτωση επελεύσεως καταστροφικού κινδύνου (πυρκαγιά, σεισμός) να είναι διασφαλισμένη η δανειοδότηση.
Πώς, όμως, μπορεί να αντιδράσει ο διαμεσολαβητής στην ψυχολογική βία την οποία ασκεί το ελληνικό πιστωτικό ίδρυμα, ή στην ταλαιπωρία στην οποία αυτό υποβάλλει τον δανειολήπτη σε περίπτωση κατά την οποία αυτός θέλει να εφαρμόσει το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής;
Καταγγέλλοντας ίσως γεγονότα με στοιχεία στην εποπτεύουσα αρχή.
Ποιος δανειολήπτης όμως, ο οποίος εξαρτάται από πιστωτικό ίδρυμα, θα καταθέσει στοιχεία;
Και ποιος διαμεσολαβητής, ο οποίος συνεργάζεται και με την ασφαλιστική εταιρεία που εμπλέκεται, θα δώσει στοιχεία στην εποπτεύουσα αρχή, όταν του έχουν πει «όχι στη ΔΕΙΑ, έλα να τα βρούμε».
Και έστω υπάρχουν αντιδράσεις και καταγγελίες, τι αποτέλεσμα είχαν και έχουν αυτές; Την επίπληξη;
Μήπως οι αντιδράσεις θα έπρεπε και θα πρέπει να αφορούν πιο δραστικές ενέργειες από αυτές των απλών παραστάσεων σε φορείς;
Μια καλή ίσως μορφή αντιδράσεως θα ήταν ο διαμεσολαβητής να αποκλείσει, να διακόψει τη συνεργασία του με ασφαλιστικές εταιρείες οι οποίες υπεραμύνονται και εξαρτώνται σημαντικά παραγωγικά από τον θεσμό του bancassurance.
Μήπως η εποπτεύουσα αρχή θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να ασχοληθεί σοβαρά και με τη δεοντολογία;
Σε ό,τι αφορά τις direct πωλήσεις ασφαλίσεων, είτε από ασφαλιστικές εταιρείες είτε από συνεργαζόμενους με ασφαλιστικές εταιρείες διαμεσολαβούντες, δεν θα κουραστώ όσο ζω να επαναλαμβάνω ότι η ασφάλιση δεν αγοράζεται, αλλά πωλείται, και ότι η κάθε ασφαλιστική πράξη (είτε αφορά ένα αυτοκίνητο, είτε έναν αστικό, είτε έναν εμπορικό, είτε έναν βιομηχανικό κίνδυνο, ή τη ζωή ενός προσώπου) απαιτεί ανάλογη και ξεχωριστή διαχείριση, ακόμη και όταν γνώμονας του ασφαλιζομένου είναι η οικονομικότερη λύση και όχι η ορθή ασφαλιστική κάλυψη, στην οποία όμως πρέπει να τον ωθήσει ο επαγγελματίας διαμεσολαβών μέσω της διαχειρίσεως.
Διαχείριση, θεωρητικά και πρακτικά, σημαίνει συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με τον ασφαλιστικό κίνδυνο, με τον συμβαλλόμενο, με τον πιθανό ηθικό κίνδυνο, και όχι μονολεκτικές απαντήσεις (ναι – όχι) σε τετραγωνάκια ηλεκτρονικής εφαρμογής.
Υπάρχει στις ηλεκτρονικές εφαρμογές των direct πωλήσεων το έντυπο αναγκών, τη χρήση του οποίου επιβάλει η εποπτεύουσα αρχή στους διαμεσολαβούντες;
Και στην περίπτωση των direct πωλήσεων από ασφαλιστικές εταιρείες, η αντίδραση των διαμεσολαβούντων θα έπρεπε να είναι ο αποκλεισμός και η διακοπή συνεργασίας με τις ασφαλιστικές εταιρείες οι οποίες λειτουργούν και με τον θεσμό αυτό. Αντιθέτως όμως, δυστυχώς, υπάρχουν πολλοί διαμεσολαβούντες οι οποίοι καταδέχονται να εργάζονται με εξευτελιστικές προμήθειες, χρησιμοποιώντας το τιμολόγιο των direct πωλήσεων, γεγονός που προξενεί αλγεινή εντύπωση.
Δεν έχω πεισθεί ότι μια ασφαλιστική εταιρεία που εφαρμόζει direct πωλήσεις έχει περισσότερο κέρδος ή λιγότερο κόστος, λόγω μη καταβολής προμηθείας.
Οι δαπάνες διαφημίσεως των direct πωλήσεων, το αυξημένο λειτουργικό κόστος εξυπηρετήσεως, η εξευτελιστική προμήθεια που χορηγείται στο δίκτυο, το οποίο θα χρησιμοποιήσει το τιμολόγιο των direct πωλήσεων, δεν υπολογίζονται;
Αυτή είναι δυστυχώς η πραγματικότητα και όχι μόνον εκ των ανωτέρω, σήμερα. Είναι σκληρή και θα γίνει ακόμα πιο σκληρή, επειδή οι ακυρώσεις ασφαλιστηρίων θα ενταθούν λόγω αδυναμίας πληρωμής ασφαλίστρων, οι παραγωγές θα συνεχίσουν την πτωτική πορεία και φυσικά δεν μπορεί να γίνει λόγος για νέες εργασίες.
Τα κέρδη των ασφαλιστικών εταιρειών (εάν ακόμη υπάρχουν) θα συρρικνωθούν, το εισόδημα των διαμεσολαβούντων θα μειωθεί σημαντικά, ενώ οι υποχρεώσεις όλων θα αυξηθούν επίσης σημαντικά.
Ο κοινός παρονομαστής των προβλημάτων είναι το κράτος. Αυτό το τέρας και οι κυβερνώντες.
Το bancassurance και οι direct πωλήσεις μπορούν να αντιμετωπισθούν με πολλά μέσα.
Το κράτος, αυτό το τέρας, πώς θα αντιμετωπισθεί;
Ομοίως, πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί η εποπτεύουσα αρχή;
Μια εποπτεύουσα αρχή στελεχωμένη από νομικούς και οικονομικούς, η οποία θέλει να έχει λόγο ακόμη και στον τρόπο εργασίας ασφαλιστικών εταιρειών και διαμεσολαβούντων, τους οποίους κυρίως πλήττει με διατάξεις φορολογικής ενημερότητος και αύριο ίσως –γιατί όχι– και με διάταξη/απαίτηση περί ασφαλιστικής ενημερότητος.
Καλή και επιβεβλημένη η εποπτεία, αλλά πλέον των νομικών και οικονομικών θεμάτων, υπάρχουν και οι πρακτικές της αγοράς, τις οποίες γνωρίζουν άριστα στελέχη της αγοράς. Οι πρακτικές πρέπει να συνυπολογίζονται, να λαμβάνονται υπ’ όψιν και αναλόγως να εκδίδονται νόμοι, διατάξεις και οδηγίες, με γνώμονα όχι μόνο τη διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλιζομένων, αλλά και την απλούστευση και διευκόλυνση του έργου των εμπλεκομένων.
Πώς είναι δυνατόν να εποπτεύουν έναν θεσμό, μία αγορά, πρόσωπα άσχετα και ξένα με αυτό καθ’ αυτό το αντικείμενο;
Αβέβαιο και απρόβλεπτο το μέλλον –και όχι μόνο για τον ασφαλιστικό κλάδο
Μέχρι τώρα, ασφαλιστικές εταιρείες, διαμεσολαβούντες, αντιμετωπίσαμε προβλήματα (πτώση παραγωγής, φορολόγηση, extra φορολόγηση, τέλη επιτηδεύματος, μείωση εισοδήματος) και καταφέραμε να μείνουμε όρθιοι.
Τα προβλήματα όμως, δυστυχώς, θα επιδεινωθούν και το 2017 θα είναι καθοριστικό για όλους τους εμπλεκομένους.
Πόσοι και ποιοι, ασφαλιστικές εταιρείες και διαμεσολαβούντες, θα είναι όρθιοι και αξιοπρεπείς στο τέλος του 2017;
Το μέλλον είναι αβέβαιο και δυστυχώς απρόβλεπτο, όχι μόνο για τον ασφαλιστικό κλάδο, όχι μόνο για την ελληνική οικονομία, αλλά και για την παγκόσμια πολιτική και οικονομική κατάσταση.
Μαθητευόμενοι μάγοι και μάλιστα αριστερής ιδεολογίας, στην Ελλάδα, προσπαθούν να μας σώσουν. Τραμπ στην Αμερική, Ερντογάν στην Τουρκία, αύριο ίσως Γκρίλο ή Λέγκα στην Ιταλία, Λεπέν στη Γαλλία, Σόιμπλε στη Γερμανία.
Τι μπορούμε να περιμένουμε; Και πώς θα είναι ο κόσμος μας το 2020;