Άρθρα

Σακχαρώδης διαβήτης: Οι διαβητικοί μπορεί να είναι ασφαλίσιμοι

Ο διαβήτης αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα υγείας του 21ου αιώνα. Για να τεθεί αυτή η παγκόσμια επιδημία υπό έλεγχο, απαιτείται πιο υγιεινή διατροφή και περισσότερη άσκηση. Ο ασφαλιστικός κλάδος μπορεί να συμβάλλει στην προσπάθεια αυτή, ευαισθητοποιώντας τον κόσμο για το πρόβλημα και φροντίζοντας ώστε η νόσος να εξακολουθεί να είναι ασφαλίσιμη.

Του Franz Benstetter* (Πηγή: Munich Re Topics Magazine 2/2014)

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μία χρόνια μεταβολική νόσος που προκαλεί υψηλά επίπεδα ζαχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία). Ανάλογα με τον τύπο διαβήτη, ο οργανισμός –με απλά λόγια– είτε δεν είναι σε θέση να παράγει αρκετή ινσουλίνη (τύπου 1) ή έχει αναπτύξει αντίσταση στην ινσουλίνη (τύπου 2). Η ινσουλίνη, μία ορμόνη που παράγεται στο πάγκρεας, βοηθάει στη μεταφορά της γλυκόζης που εξάγεται από τις τροφές (δεξτρόζη) από το αίμα στα κύτταρα, όπου το ζάχαρο είτε μετατρέπεται σε ενέργεια είτε αποθηκεύεται για μελλοντική χρήση.

Ο διαβήτης τύπου 1 είναι πρωτίστως ένα αυτοάνοσο νόσημα, όπου το ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού καταστρέφει τα παγκρεατικά κύτταρα που παράγουν την ινσουλίνη. Η νόσος συνήθως εμφανίζεται σε παιδιά και εφήβους, αλλά ορισμένες φορές και αργότερα. Ο πολύ πιο συνήθης διαβήτης τύπου 2, που απαντάται σε 9 από τις 10 περιπτώσεις διαβητικών, είναι πολύ πιο πολύπλοκος. Καμία σχεδόν άλλη νόσος δεν έχει τόσο ποικίλα αίτια: η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ γενετικών παραγόντων και δευτερευόντων μηχανισμών αντίστασης, όπως το υπερβολικό σωματικό βάρος και η απουσία άσκησης. Επιδεινώνεται, επίσης, από υψηλή αρτηριακή πίεση, διαταραχές μεταβολισμού του λίπους ή ορισμένα φάρμακα, όπως η κορτιζόνη.  Η ηλικία επίσης αποτελούσε έναν βασικό παράγοντα κινδύνου, καθώς, ιδιαίτερα σε υπέρβαρα άτομα, η δράση της ινσουλίνης μειώνεται με την ηλικία. Σήμερα, όμως, ολοένα και περισσότεροι νέοι εμφανίζουν διαβήτη τύπου 2.

Η υπεργλυκαιμία έχει σοβαρές επιπτώσεις
Αν τα κύτταρα του οργανισμού αντιδρούν με χαμηλότερη ευαισθησία στην ινσουλίνη, το πάγκρεας καλείται να τροφοδοτεί μεγαλύτερες ποσότητες της ορμόνης. Μόλις το όργανο φτάσει στη μέγιστη δυνατότητα παραγωγής, εμφανίζεται διαβήτης. Τα επίπεδα ζαχάρου αυξάνονται πολύ, γεγονός το οποίο μπορεί να προκαλέσει σοβαρότατες παρενέργειες και δευτερεύουσες ασθένειες: βλάβη αμφιβληστροειδούς, ασθένειες του νευρικού συστήματος (νευροπάθεια), καθώς και καρδιακή προσβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο και νεφρική ανεπάρκεια.

Ο διαβήτης αποτελεί μία από τις πλέον διαδεδομένες νόσους και η συχνότητά του –ο ρυθμός νέων κρουσμάτων– αυξάνεται παγκοσμίως. Βασική αιτία της νόσου είναι η υψηλών θερμίδων διατροφή, σε συνδυασμό με ανεπαρκή άσκηση. συνδυασμός, ο οποίος συμβάλλει στην αύξηση του σωματικού βάρους. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Διεθνούς Ομοσπονδίας Διαβήτη (IDF), ο αριθμός των διαβητικών προβλέπεται να αυξηθεί από 382 εκατομμύρια σήμερα σε 592 εκατομμύρια το 2035. Η αύξηση αυτή θα εμφανιστεί, κυρίως, στις αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες χώρες. Η νόσος πλήττει κυρίως άτομα της ηλικιακής ομάδας μεταξύ 40 και 59 ετών με το 80% των διαβητικών να διαμένουν σε χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος. Σύμφωνα με την IDF, περίπου 5,1 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν μόνο το 2013 από τις επιπτώσεις του διαβήτη.

Οι χώρες με τους περισσότερους διαβητικούς είναι η Κίνα (98,4 εκατομμύρια), η Ινδία (65,1) και οι ΗΠΑ (24,4). Ο επιπολασμός –το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού που νοσεί– είναι υψηλότερος στα νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού Τοκελάου (37,5%), Μικρονησία (35%) και στα νησιά Μάρσαλ (34,9%).

Ο κύριος λόγος για την αύξηση διάδοσης της νόσου είναι η ταχεία οικονομική άνοδος των αναπτυσσόμενων και αναδυόμενων χωρών. Ως αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού, αναπτύσσεται μία ευκατάστατη μεσαία τάξη, η οποία αλλάζει τις διατροφικές της συνήθειες, καταναλώνοντας περισσότερες τροφές υψηλής θερμιδικής αξίας και λιγότερα λαχανικά. Ένας ακόμη παράγων αύξησης του κινδύνου εμφάνισης διαβήτη είναι η υιοθέτηση ενός δυτικού τρόπου ζωής με λιγότερη άσκηση. 

Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ ή την Ευρώπη, όπου η μετάβαση προς μία δίαιτα υψηλή σε θερμίδες έγινε σταδιακά σε μεγάλο χρονικό διάστημα, η αλλαγή αυτή επέρχεται πολύ πιο γρήγορα σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτός είναι ο λόγος που ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι, ακόμα και από χαμηλές εισοδηματικές ομάδες, πάσχουν από παχυσαρκία και διαβήτη. Καθώς αυτές οι ομάδες πληθυσμού έχουν συνήθως περιορισμένη ή και καθόλου πρόσβαση στο σύστημα υγείας, η διάγνωση είναι δύσκολη.

Η διάγνωση έρχεται συχνά πολύ αργά
Το χαρακτηριστικό που κάνει τη νόσο αυτή πολύ ύπουλη είναι ότι πολλοί διαβητικοί τύπου 2 συχνά εμφανίζουν μονάχα ασαφή συμπτώματα, όπως κόπωση, αδυναμία, θολή όραση και μεγαλύτερη επιρρέπεια σε μολύνσεις. Αντίθετα με το διαβήτη τύπου 1, ο διαβήτης τύπου 2 σπανίως συνοδεύεται από απώλεια βάρους και προκαλεί μονάχα δίψα και αυξημένη τάση για ούρηση, εάν τα επίπεδα ζαχάρου στο αίμα αυξηθούν πάρα πολύ. Λόγω αυτών των μη ειδικών συμπτωμάτων, η νόσος συχνά διαγιγνώσκεται μετά από αρκετά χρόνια, όταν οι συνέπειες του διαβήτη έχουν ήδη προκαλέσει βλάβη.  Εκτιμάται ότι περίπου 20,8 εκατομμύρια πολίτες των ΗΠΑ υποφέρουν από διαβήτη, όμως, μόνο τα δύο τρίτα το γνωρίζουν.

Όσο νωρίτερα γίνει διάγνωση του διαβήτη, τόσο ταχύτερη θα είναι η αποφυγή επιπλοκών. Αυτές προκαλούνται από κυκλοφορικά προβλήματα στα μικρά και μεγάλα αιμοφόρα αγγεία. Αγγειακές νόσοι αναπτύσσονται με το πέρασμα ετών και μπορούν να διαγνωσθούν και να αντιμετωπιστούν πολύ αποτελεσματικά σε κάθε στάδιο. Ωστόσο, χωρίς τα κατάλληλα αντίμετρα, μπορεί να προκληθούν μεγάλες βλάβες στην υγεία από καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό επεισόδιο, αλλά και βλάβη στα νεφρά και το νευρικό σύστημα. Στις ΗΠΑ, ο διαβήτης είναι ήδη ο βασικός υπαίτιος των περισσότερων περιπτώσεων νεφρικής ανεπάρκειας. Κακή κυκλοφορία, ιδιαίτερα στα πέλματα των ποδιών, σημαίνει ότι οι πληγές επουλώνονται πολύ αργά και μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε ακρωτηριασμό. Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, μία νόσος του αμφιβληστροειδούς που μπορεί να προκαλέσει τύφλωση, προκαλείται επίσης από μεγαλύτερη βλάβη των μικρών αιμοφόρων αγγείων.  Σύμφωνα με την IDF, ο διαβήτης είναι η βασική αιτία τύφλωσης και σοβαρών βλαβών όρασης στους ενήλικες στις βιομηχανικές χώρες. Συνολικά, ο κίνδυνος θνησιμότητας των διαβητικών είναι τουλάχιστον διπλάσιος αυτού των υγιών ανθρώπων στην ίδια ομάδα.

Κι όμως, είναι σχετικά εύκολο να ελεγχθεί η νόσος αυτή. Για τον διαβήτη τύπου 2, η θεραπεία βασίζεται σε μία πιο υγιεινή δίαιτα και περισσότερη άσκηση. Αν τα μέτρα αυτά δεν οδηγήσουν στην επιθυμητή επιτυχία, το επόμενο βήμα είναι η φαρμακευτική αγωγή. Καθώς είναι δύσκολο οι κίνδυνοι για την υγεία να μεταδοθούν στον ασθενή, ιδιαίτερα στην αρχή εμφάνισης της νόσου όπου τα συμπτώματα δεν είναι εμφανή, πολλοί ασθενείς απορρίπτουν μία ριζική αλλαγή στον τρόπο ζωής τους, επιλέγοντας αντ’ αυτού κατ’ ευθείαν τη φαρμακευτική αγωγή. Επιπλέον, ακόμα και τα πλέον ανεπτυγμένα συστήματα υγείας δεν παρέχουν σχεδόν καμία συστηματική προσέγγιση για την αλλαγή του τρόπου ζωής, εν μέρει επειδή δεν υπάρχουν οικονομικά κίνητρα γι’ αυτό.

Αναμένεται τεράστια αύξηση του κόστους
Λόγω της χρόνιας φύσης και των σοβαρών επιπλοκών που μπορεί να επέλθουν με διάφορους συνδυασμούς και μορφές, ο διαβήτης είναι μία πολύ ακριβή ασθένεια. Σύμφωνα με την IDF, το 2013 δαπανήθηκαν παγκοσμίως περίπου 548 δις δολ. ΗΠΑ –αυτό αντιπροσωπεύει το 11% της συνολικής ιατροφαρμακευτικής δαπάνης για ενήλικες. Τα τρία τέταρτα του ποσού αυτού δαπανήθηκαν στην ηλικιακή ομάδα από 50 έως 79. Το 2035, το κόστος ενδεχομένως να υπερβεί τα 627 δις δολ. ΗΠΑ.

Στοιχεία γερμανικών ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών υγείας παρουσιάζουν μία ανησυχητική τάση: το κόστος για τον διαβήτη αυξήθηκε κατά περίπου 45% μεταξύ του 2005 και του 2010, με τους ασθενείς του τύπου 1 να προκαλούν περίπου τριπλάσιο κόστος από τον μέσο ασφαλισμένο. Για τους ασθενείς τύπου 2, η σχέση είναι περίπου 2 προς 1, όμως, το κόστος μπορεί έως και να τετραπλασιαστεί, αν προκληθεί επακόλουθη βλάβη.

Το μεγαλύτερο μέρος του κόστους αφορά νοσηλεία για την αντιμετώπιση επιπλοκών. Το άμεσο ιατρικό κόστος επιδεινώνεται από το έμμεσο κόστος απώλειας ωρών εργασίας και απώλειας παραγωγικότητας. Φυσικά, είναι πολύ δύσκολο να παρασχεθούν εκτιμήσεις αυτού του κόστους. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι το έμμεσο κόστος είναι τουλάχιστον ίσο με το άμεσο. Σε χώρες με μη ανεπτυγμένα συστήματα υγείας, αυτό το κόστος μπορεί να είναι ακόμα και πενταπλάσιο.

Παράλληλα, η απώλεια ποιότητας ζωής, όπως και ο φόβος και ο πόνος που προκαλεί η ασθένεια, είναι παράγοντες που δεν μπορούν καν να ποσοτικοποιηθούν οικονομικά. Το κόστος διαφέρει σημαντικά από τη μία περιοχή στην άλλη: στις πλούσιες χώρες το μέσο κόστος για κάθε διαβητικό το 2013 υπολογίστηκε σε 5.621 δολ. ΗΠΑ, ενώ σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδηματικού επιπέδου, σε 356 δολ. ΗΠΑ. Ωστόσο, οι ασθενείς και οι οικογένειές τους είναι κάτω από μεγάλη πίεση, καθώς η ασφάλιση υγείας δεν είναι ευρέως διαθέσιμη εκεί. Στη Λατινική Αμερική, για παράδειγμα, ο ασθενής καλείται να καταβάλλει το 40% έως 60% των ιατρικών εξόδων, ενώ στις φτωχότερες χώρες του κόσμου το ποσοστό αυτό μπορεί να ανέλθει ακόμα και στο 100%. Αυτό είναι μία ωρολογιακή βόμβα για πολλές αναπτυσσόμενες χώρες. Στην Ινδία, για παράδειγμα, μόνο ένας στους δέκα περίπου έχει ασφάλιση υγείας και η αντιμετώπιση του διαβήτη μπορεί εύκολα να εξανεμίσει το εισόδημα μιας οικογένειας, ακόμα και στις πιο ήπιες περιπτώσεις.

Η πρόληψη υπερβολικού σωματικού βάρους είναι μεγάλη προτεραιότητα
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν τη μεγάλη σημασία της πρόληψης και της έγκαιρης διάγνωσης. Η εκπαίδευση για τις αιτίες του διαβήτη μπορεί να ευαισθητοποιήσει τις ομάδες υψηλού κινδύνου, ενώ μπορούν να προσφερθούν προγράμματα πρόληψης. Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει μείωση του κόστους διαβήτη για τις ασφαλιστικές εταιρείες υγείας. Τα έξοδα αυτά θα αποτελούσαν πολύ καλή επένδυση, καθώς το υπερβολικό βάρος αποτελεί τον ταχύτερα αναπτυσσόμενο κίνδυνο για την υγεία.

Ανά τον κόσμο, περισσότεροι από δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι είναι υπέρβαροι, ενώ περίπου μισό δισεκατομμύριο έχουν καταγραφεί ως παχύσαρκοι. Ο κίνδυνος εμφάνισης διαβήτη αυξάνεται με Δείκτη Μάζας Σώματος (ΒΜΙ) 23 έως 25.  Στους παχύσαρκους (BMI > 30), ο επιπολασμός είναι 50 φορές υψηλότερος, σε σχέση με ανθρώπους κανονικού βάρους. Σε αντίθεση με τις καρδιοαγγειακές παθήσεις, τον καρκίνο και τις παθήσεις μεταβολισμού του λίπους, όπου υπάρχει ξεκάθαρη πρόοδος στην πρόληψη, δεν ισχύει το ίδιο και με τον διαβήτη –το θέμα σπανίως αποτελεί δημόσια συζήτηση.

Πολύ απλά, υπάρχουν ελάχιστες ενημερωτικές εκστρατείες για την αλληλεπίδραση των διαφόρων παραγόντων και για τον κίνδυνο να εμφανίσουμε τη νόσο αυτή κάποια στιγμή στη ζωή μας. Απαιτείται επειγόντως αλλαγή κατεύθυνσης: Όσο περισσότερο υπάρχει ο διαβήτης, τόσο απίθανο είναι να περιοριστεί η νόσος.

Οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν ήδη δει θετικά αποτελέσματα από ειδικά προγράμματα για διαβητικούς στο Άμπου Ντάμπι. Κατά τα πρόσφατα χρόνια, το ποσοστό νοσηλείας των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα έχει μειωθεί κατά 60%. Τα προγράμματα αυτά σημειώνουν τέτοια επιτυχία, επειδή λαμβάνουν υπόψη τις ατομικές τάσεις των ασθενών και τη σοβαρότητα της νόσου, για να προτείνουν τα βέλτιστα μέτρα. Επίσης, η εμπειρία από την «τηλε-καθοδήγηση» έδειξε ότι οι ασθενείς εμφανίζουν μεγαλύτερο βαθμό δέσμευσης απέναντι στον καθοδηγητή τους σε σχέση με τον γιατρό τους, τον οποίο βλέπουν σπανίως.

Η βασική πρόκληση είναι να ληφθούν υπόψη τα βασικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά μιας χώρας. Στην αραβική κουλτούρα, για παράδειγμα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι μόνο γυναίκες καθοδηγητές θα πρέπει να αναλαμβάνουν γυναίκες ασθενείς. Αν οργανωθούν σωστά, τα προγράμματα αυτά σίγουρα αποδίδουν, εν μέρει επειδή η αλλαγή στον τρόπο ζωής μειώνει τον κίνδυνο για πολλές άλλες ασθένειες.

Η ύπαρξη θετικών αποτελεσμάτων έχει αποδειχθεί, για παράδειγμα, για τον καρκίνο του πνεύμονα, του στήθους και του εντέρου, για την κατάθλιψη, την υψηλή πίεση, τον πόνο στη μέση, ακόμα και για την άνοια.

Σαν επόμενο βήμα, ο ασφαλιστικός κλάδος θα μπορούσε να αναλογιστεί την ανάπτυξη μιας ασφαλιστικής αγοράς για τους παρόχους υπηρεσιών υγείας. Αυτοί συνήθως βασίζονται στο ταμείο κοινωνικής ασφάλισης για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων πρόληψης. Τα ταμεία ασφάλισης, ωστόσο, χρειάζονται εγγυήσεις επιτυχίας, για να δικαιολογήσουν τις δαπάνες αυτές. Αυτό αποτελεί ένα μεγάλο εμπόδιο, ιδιαίτερα για μικρούς παρόχους υπηρεσιών υγείας, καθώς πρέπει να δημιουργούν προβλέψεις για τον κίνδυνο αποτυχίας.

Μία ασφαλιστική αγορά θα μπορούσε να οργανωθεί εάν μπορούσε να καθιερωθεί μία τυποποιημένη μέθοδος μέτρησης της επιτυχίας, και αν γίνονταν πλήρως κατανοητές οι διαδικασίες που είναι κρίσιμες για την επιτυχία ή την αποτυχία. Στη συνέχεια, ο ασφαλιστικός κλάδος θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στον περιορισμό του διαβήτη.

Θα πρέπει να υπάρχει συνεργασία ανάμεσα στα διαφορετικά μέρη
Πέραν αυτού, ο κλάδος τροφίμων θα πρέπει να κληθεί ώστε να διαθέτει στην αγορά πιο υγιεινά τρόφιμα, που θα περιέχουν λιγότερα κρυμμένα ζάχαρα και λίπη. Χρειαζόμαστε, επίσης, απλοποιημένες και τυποποιημένες ετικέτες, που θα βοηθούν τους καταναλωτές να εντοπίζουν τα συστατικά εκείνα που αφορούν στην υγεία τους. Ως πρόβλημα που αφορά την κοινωνία στο σύνολό της, το φαινόμενο του υπερβολικού σωματικού βάρους θα πρέπει να απασχολήσει και άλλα μέρη: οι υπεύθυνοι για την παιδεία πολιτικοί οφείλουν να διασφαλίζουν τη διδασκαλία στα σχολεία ενός υγιεινού τρόπου ζωής, σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης.

Κοινότητες και εργοδότες οφείλουν να δημιουργήσουν τις αναγκαίες συνθήκες και εγκαταστάσεις για περισσότερη άσκηση και για πιο υγιεινή διατροφή. Όπου είναι δυνατόν, σε αναπτυσσόμενες χώρες αλλά ακόμα και σε μεγάλες πόλεις της Δύσης, οι πολεοδόμοι θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αστικά περιβάλλοντα που να ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να ασκούνται περισσότερο.

Ο ασφαλιστικός κλάδος πρέπει να αναπτύξει εξατομικευμένα προϊόντα, ώστε να υπάρχει αποδοτική ασφαλιστική κάλυψη ακόμα και σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Ως αντασφαλίστρια εταιρεία με παγκόσμια εμπειρία στη διαχείριση κινδύνων υγείας, η Munich Re υποστηρίζει τις καινοτομίες: από την ανάλυση και τον σχεδιασμό μέχρι την υλοποίηση. Ο στόχος θα πρέπει να είναι οι διαβητικοί να είναι ασφαλίσιμοι όταν βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο της νόσου και να υπάρξουν συνοδευτικά προγράμματα υγείας, τα οποία θα επιφέρουν μία αλλαγή στη συμπεριφορά. Τέτοιου είδους προγράμματα θα μπορούσαν να παράσχουν στους ασθενείς πολύτιμο προσανατολισμό, μέσα στη ζούγκλα του συστήματος ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ώστε να μάθουν για τα σωστά μέτρα και τις επιλογές πρόληψης. Ιδανικά, τα προγράμματα θα πρέπει να είναι έτσι σχεδιασμένα, ώστε να αξιολογούνται με αξιόπιστα δεδομένα, όπως μετρήσεις αίματος, βάρους και δεδομένα άσκησης. Αν οι ασθενείς είναι σε θέση να αποδείξουν ότι έχουν τον διαβήτη υπό έλεγχο για μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτό θα είχε θετικό αντίκτυπο στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια θα πρέπει να προβλέπουν και απαλλαγές, ώστε να παρέχεται οικονομικό κίνητρο για έναν υγιεινό τρόπο ζωής.

Μία από τις προκλήσεις για τον ασφαλιστικό κλάδο είναι το κόστος των διαβητικών, το οποίο αυξάνεται δυσανάλογα σε σχέση με τον συνολικό μέσο όρο όλων των ασφαλισμένων. Πληροφορίες κωδικοποιημένες σύμφωνα με το ICD (Διεθνής Στατιστική Ταξινόμηση Νόσων και Συναφών Προβλημάτων Υγείας) θα μπορούσαν να παρέχουν στοιχεία για τον εντοπισμό των μεγαλύτερων παραγόντων αύξησης του κόστους. Ένα βασικό πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση είναι η μη σταθερή ποιότητα δεδομένων από χώρα σε χώρα. Ένα επιπλέον όφελος θα ήταν ένα σύστημα ηλεκτρονικών απαιτήσεων (e-claims), που θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επαλήθευση διαγνώσεων και λογαριασμών.

Ένα πράγμα, όμως, θα πρέπει να είναι σαφές με όλες τις προσπάθειες: ο στόχος διατήρησης υψηλής ασφαλισιμότητας έχει τα όριά του. Καθυστερημένες διαγνώσεις, περιορισμένη στήριξη από τον ασθενή, υφιστάμενα αίτια συννοσηρότητας, όπως παχυσαρκία ή πολύ υψηλή πίεση, καθώς και προχωρημένες βλάβες στα νεύρα ή τα αιμοφόρα αγγεία, καθιστούν σχεδόν αδύνατο τον υπολογισμό του κινδύνου. Η Μunich Re αντιμετωπίζει ως πρόκληση και ευκαιρία την παροχή δεδομένων και γνώσεων για την τροφοδότηση ενός δημοσίου διαλόγου και για την προώθηση μιας νέας προσέγγισης στην ανάπτυξη προϊόντων, που θα επιτρέψουν την ενεργητική διαχείριση των υπηρεσιών και του κόστους.

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας