Ο ειδικός ρόλος του Ασφαλιστή
Ο Ασφαλιστικός Σύμβουλος και η Εκπροσώπηση της Ασφαλιστικής Επιχείρησης
Του Θεόδωρου Κουτσούμπα, Δικηγόρου – Διδάκτορα Νομικής (e-mail: [email protected])
Σε συνεργασία με το πειοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ
Eίναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι ο ασφαλιστικός σύμβουλος αποτέλεσε και κατά το παρελθόν και συνεχίζει και αποτελεί, μαζί με τους ασφαλιστικούς πράκτορες και μεσίτες, έναν από τους κυριότερους παράγοντες προώθησης των ασφαλιστικών προϊόντων και υπηρεσιών στην αγορά της ιδιωτικής ασφάλισης, ιδίως, δε, εκείνων τα οποία απαιτούν πιο ουσιαστική και σε βάθος προσυμβατική ενημέρωση και αναλυτική παρουσίαση, λόγω των χαρακτηριστικών και της πολυπλοκότητας που εμφανίζουν για τον υποψήφιο ασφαλιζόμενο. Ο ειδικός αυτός ρόλος του ασφαλιστικού συμβούλου, βέβαια, συνεχίζει να υφίσταται καθ’ όλη τη διάρκεια της ασφαλιστικής σχέσης και κορυφώνεται στην περίπτωση της επέλευσης του ασφαλιστικού γεγονότος.
Η σχέση του ασφαλιστικού συμβούλου με την ασφαλιστική επιχείρηση, αφενός, και με τον ασφαλισμένο, αφετέρου, φαίνεται να μεταβάλλεται από την άποψη του νομικού της χαρακτηρισμού σε προσυμβατικό στάδιο, αφού, ενώ αυτός δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αντιπρόσωπος της ασφαλιστικής επιχείρησης, σύμφωνα με τη σχετική διάταξη του ν. 1569/85, ως εντολοδόχος ασφαλιστικής επιχείρησης, ενεργεί ως αντιπρόσωπός της κατά το προσυμβατικό στάδιο των διαπραγματεύσεων.
Σχετική αναφορά γίνεται σε πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1431/2015, απόσπασμα από την δημοσιευμένη στην ΕΕμπΔ, Τόμος ΞΖ 2016, σελ. 68 επ.). (…) Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του αρ. 1 παρ. 1 του ν. 1569/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το αρ. 36 παρ. 24 του ν. 2496/1997, ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ή συντονιστών ασφαλιστικών συμβούλων για την πρόσκτηση εργασιών. Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με τους ως άνω είναι σύμβαση έργου. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων ούτε εκπροσώπησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικού πράκτορα ή μεσίτη. Κάθε αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη.
Επίσης, η διάταξη της παρ. 4 του αρ. 16 του ν. 1569/1985 ορίζει ότι η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αναθέτει στον ασφαλιστικό σύμβουλο την είσπραξη ασφαλίστρων.
Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι μόνο η ανωτέρω επαγγελματική ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου (του παραγωγού ασφαλίσεων υπό το προϊσχύσαν δίκαιο) δεν προσδίδει σ’ αυτόν και την ιδιότητα του νομίμου αντιπροσώπου ή εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρείας, για την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης, ούτε και έχει εξουσία εκπροσώπησης αυτής ή ασφαλιστικού πράκτορα ή μεσίτη, οπωσδήποτε όμως, στο πλαίσιο των διαγραφομένων από τον νόμο καθηκόντων του, ενεργεί ως αντιπρόσωπος και εντολοδόχος της ασφαλιστικής εταιρείας κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για την προπαρασκευή και τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, με βάση τη μεταξύ αυτού και της ασφαλιστικής εταιρείας σύμβαση.
Έτσι, το ερωτηματολόγιο – πρόταση ασφάλισης που συμπληρώνει ο ασφαλιστικός σύμβουλος, το οποίο του έχει χορηγήσει η ασφαλιστική επιχείρηση και στο οποίο καταχωρούνται οι απαντήσεις του ενδιαφερομένου προς ασφάλιση, βάσει των οποίων ο ασφαλιστής, λαμβάνοντας γνώση αυτών, μετά την αποστολή του από τον ασφαλιστικό σύμβουλο, καταρτίζει την ασφαλιστική σύμβαση, όρους της οποίας αποτελούν οι απαντήσεις που περιέχονται στο ερωτηματολόγιο, συνιστά δήλωση προς τον ασφαλιστή της κατάρτισης της ασφαλιστικής σύμβασης του ενδιαφερομένου. οι τυχόν, δε, από δόλο δοθείσες αναληθείς απαντήσεις, που αποτελούν ουσιώδεις της ασφαλιστικής σύμβασης, για την αλήθεια των οποίων ο ασφαλιστής λαμβάνει γνώση μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, επιφέρουν και στην περίπτωση αυτή, κατά τα εκτεθέντα, απαλλαγή του από την καταβολή του ασφαλίσματος (…).
Είναι ενδιαφέρον ο ειδικός αυτός ρόλος τον οποίο διαδραματίζει ο ασφαλιστικός σύμβουλος κατά το προσυμβατικό στάδιο της ασφαλιστικής σύμβασης, στάδιο το οποίο και στο ασφαλιστικό δίκαιο αναπτύσσει όλο και μεγαλύτερο ειδικό βάρος, αφού είναι γνωστό ότι η ουσιαστική ποιότητα του ασφαλιστικού προϊόντος κρίνεται δυστυχώς πάντα εκ του αποτελέσματος και, συνακόλουθα, διαμορφώνει τη σχέση ασφάλισης ως μία ιδιαιτέρα εμπροσθοβαρή σχέση, με υποχρέωση των μερών για την πιστή τήρηση των προσυμβατικών τους υποχρεώσεων.