Άρθρα

Οι υποχρεώσεις του Ασφαλιστή και του Πράκτορα…

κατά το στάδιο πριν τη σύναψη της Σύμβασης Ασφάλισης

 

Η απαραίτητη, σε προσυμβατικό στάδιο, ουσιαστική γνώση για τη διαμόρφωση της πεποίθησης στον υποψήφιο λήπτη της ασφάλισης περί των χαρακτηριστικών και της καταλληλότητας της προσφερόμενης υπηρεσίας για την κάλυψη των ασφαλιστικών του αναγκών, καθώς και του κόστους κτήσης της, αποτελεί υποχρέωση του ασφαλιστή και των συνεργατών του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 Η και παρ. 3 Δ του ΝΔ 400/1970, καθώς και με τα άρθρα 1 και 2 του ΑσφΝ (Ν 2496/1997).

Ταυτόχρονα, η «ειδική» συμπεριφορά του υποψήφιου λήπτη, η οποία σχετίζεται με την εκτίμηση και την αποδοχή από τον ασφαλιστή της πρότασης του πρώτου για ασφάλιση, ρυθμίζεται από τον Ν 2496/1997 και συγκεκριμένα το άρθρο 3 (ασφαλιστικά βάρη και ανακοινώσεις για την επαρκή περιγραφή του κινδύνου).

Εντούτοις, οι διατάξεις αυτές δεν αφορούν στη γενικότερη προσυμβατική συμπεριφορά του ασφαλιστικού πράκτορα και της ασφαλιστικής επιχείρησης, κατά το στάδιο προ της ολοκλήρωσης της σύναψης της σύμβασης ασφάλισης, στάδιο κατά το οποίο, αφενός, έχει εκφραστεί με σαφή τρόπο η επιθυμία του υποψήφιου λήπτη της ασφάλισης για απόκτηση συγκεκριμένης ασφαλιστικής κάλυψης και έχει παραδοθεί στον ασφαλιστικό πράκτορα η σχετική αίτησή του, ενώ η ολοκλήρωση της σύναψης τελεί υπό την αίρεση της εκπλήρωσης από τον ασφαλιστή των όρων του άρθρου 2 του Ν 2496/1997.

Στη φάση αυτή, η οποία αποτελεί μέρος του προσυμβατικού σταδίου και μάλιστα αυτού των διαπραγματεύσεων, οι υποχρεώσεις συμπεριφοράς των μερών ρυθμίζονται αναμφίβολα και από το γενικό δίκαιο και τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, έννοιες οι οποίες προσδιορίζουν επαρκώς τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις και οριοθετούν τις σχετικές υποχρεώσεις συμπεριφοράς.

Επί του ζητήματος αυτού σχετικώς όρισε ο Άρειος Πάγος, σε πρόσφατη απόφασή του, ως ακολούθως (Απόφαση ΑΠ 512/2014, δημοσίευση αποσπάσματος από ΝΟΜΟΣ, επίσης ΕΕμπΔ, τόμος ΞΕ, 2014, σελ. 895 επ.):

«….Από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 185, 189 και 192 ΑΚ, 1 και 2 του ν. 2496/1997, προκύπτει ότι η ασφαλιστική σύμβαση καταρτίζεται με απλή συναίνεση, συντελείται από τον χρόνο αποδοχής της αιτήσεως για ασφάλιση από τον ασφαλιστή, η οποία μπορεί να υποδηλωθεί και σιωπηρώς με την αποστολή του ασφαλιστηρίου στον αιτούντα και αποδεικνύεται με το ασφαλιστήριο, για το κύρος του οποίου αρκεί μόνον η υπογραφή του ασφαλιστή.

Συνήθως, της καταρτίσεως της συμβάσεως ασφαλίσεως προηγείται γραπτή αίτηση επί εντύπου του ασφαλιστή, το οποίο ο τελευταίος έχει προηγουμένως χορηγήσει στον διαμεσολαβούντα πράκτορα, και το οποίο, ο τελευταίος, συμπληρούμενο από τον ενδιαφερόμενο, έχει την υποχρέωση να προωθήσει περαιτέρω προς έλεγχο και τελική έγκριση στον ασφαλιστή, ώστε σε περίπτωση αποδοχής απ’ αυτόν της αίτησης ασφαλίσεως, [αφού κατά κανόνα, πλην εξαιρέσεων, για τον ασφαλιστή δεν υπάρχει υποχρέωση αποδοχής της προτάσεως ασφαλίσεως], να συναφθεί η σύμβαση ασφαλίσεως και να εκδοθεί ασφαλιστήριο, το οποίο αποστέλλεται από τον ασφαλιστή στον ασφαλιστικό του πράκτορα προς παράδοση στον αντισυμβαλλόμενο.

Έτσι, ο ασφαλιστικός πράκτορας επιδεικνύει συμπεριφορά αντίθετη προς τις άνω υποχρεώσεις του, αν καθυστερεί υπαίτια την περαιτέρω προώθηση στον ασφαλιστή της αιτήσεως του ενδιαφερόμενου για ασφαλιστική κάλυψη.

Η ευθύνη δε του ασφαλιστή στην περίπτωση αυτή, εφόσον εν τω μεταξύ επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος κατά το διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την αποδοχή της πρότασης, στηρίζεται προεχόντως στις διατάξεις περί προσυμβατικής ευθύνης των άρθρων 197, 198 και 922 ΑΚ που ορίζουν (η πρώτη) ότι κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμβάσεως τα μέρη οφείλουν αμοιβαίως να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και ότι (η δεύτερη) όποιος κατά τις διαπραγματεύσεις προς σύναψη συμβάσεως προξενήσει υπαίτια ζημία στον άλλο είναι υποχρεωμένος να την ανορθώσει και αν ακόμη η σύμβαση δεν καταρτίσθηκε.

Ευθύνη όμως του ασφαλιστή, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 ΑΚ, δημιουργείται και στην περίπτωση που, παρά την έγκαιρη διαβίβαση της πρότασης προς αυτόν από τον προστηθέντα ασφαλιστικό του πράκτορα, αυτός [ασφαλιστής] καθυστερεί αδικαιολόγητα να ενεργήσει, ώστε να περιέλθει εγκαίρως σ’ αυτόν που πρότεινε, η αποδοχή της πρότασής του, ήτοι μέσα στην προθεσμία που τάχθηκε με αυτήν [με αφετηρία τον χρόνο πρότασης] ή συγχρόνως με άλλο τρόπο γραπτώς ή προφορικώς ή αν δεν τάχθηκε προθεσμία, έως τη στιγμή που κατά τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης απαιτείται και συνακόλουθα υποχρεούται να αναμένει αυτός που πρότεινε [άρθρα 189,191 και 195 ΑΚ]….».

Θεόδωρος Κουτσούμπας, Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής (e-mail: [email protected])

Σε συνεργασία με το περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ

Εγγραφείτε στο NewsLetter μας